Κιγάλας Ματθαίος

Image

Κληρικός, λόγιος και συγγραφέας του 16ου - 17ου αιώνα, μέλος της γνωστής κυπριακής οικογένειας Κιγάλα, πατέρας του Ιλαρίωνος Κιγάλα, που διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κύπρου, καθώς και των επίσης λογίων Δημητρίου Κιγάλα και Ιωάννη Κιγάλα. Γεννήθηκε στην Κύπρο (ίσως στη Λευκωσία) περί το 1586 και πέθανε στη Βενετία το 1654.

Σπούδασε στην Ιταλία και μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στην Κύπρο, όπου και χειροτονήθηκε ιερομόναχος και υπηρέτησε ως πρωτονοτάριος της αρχιεπισκοπής. Το 1628 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, κατ' εντολήν του τότε αρχιεπισκόπου Κύπρου Χριστοδούλου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, με αποστολή να φέρει στην Κύπρο, από το Άγιον  Όρος (μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας) την κάρα του αγίου Μιχαήλ του Συνάδων, που εθεωρείτο θαυματουργή ως προς την εξολόθρευση των ακρίδων.

 

Η Κύπρος μαστιζόταν για χρόνια από το πλήθος των καταστροφικών για την οικονομία του τόπου ακρίδων, κι ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος απευθύνθηκε με επιστολή του (ημερομηνίας 15.6.1628) στον Κύπριο Χατζηαντώνιον που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας τη βοήθεια του για την εξασφάλιση κι αποστολή στην Κύπρο της αγίας κάρας. Ταυτόχρονα, έστειλε εκεί τον Ματθαίο Κιγάλα για να παραλάβει από τους μοναχούς της Μεγίστης Λαύρας το ιερό λείψανο και να το συνοδεύσει στην Κύπρο. Διευθετήθηκε τελικά, μαζί με το λείψανο του αγίου να έλθουν στην Κύπρο, συνοδεύοντάς το, μοναχοί της Μεγίστης Λαύρας, στους οποίους ο αρχιεπίσκοπος υπεσχέθη να τους συνοδεύει στην περιοδεία τους σ' ολόκληρη την Κύπρο.

 

Βλέπε λήμμα: Ακρίδα

 

Ο Ματθαίος Κιγάλας πήγε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1628 και κατόρθωσε να εξασφαλίσει επιστολή του οικουμενικού πατριάρχη, με την οποία συνιστούσε στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας ν' αποστείλει την αγία κάρα στην Κύπρο. Εξασφάλισε επίσης έγγραφο Τούρκων επισήμων (όπως του Μουσταφά πασά της Αμμοχώστου, του Χουσεΐν Τεφτερτάρ κ.α.) που είχαν κτηματικές περιουσίες στην Κύπρο, ότι όχι μόνο δεν υπήρχε πρόβλημα στη μεταφορά της αγίας κάρας στο νησί, αλλά θα παρεχόταν και προστασία και βοήθεια για την περιόδευσή της.

 

Τελικά, αποστέλλοντας τα έγγραφα αυτά καθώς και δική του εκτενή επιστολή προς τον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας, ο Ματθαίος Κιγάλας μπόρεσε να εξασφαλίσει την αγία κάρα από το μοναστήρι, και να την μεταφέρει στην Κύπρο. Μετέφερε επίσης αγιασμό από τελετή αγιασμού που είχαν τελέσει στην Κωνσταντινούπολη ο οικουμενικός και άλλοι πατριάρχες που βρίσκονταν τότε εκεί. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χριστόδουλος περιήλθε τότε ολόκληρο το νησί για ραντισμούς με τον αγιασμό και περιφορά της αγίας κάρας, προσπαθώντας ν' αντιμετωπίσει έτσι τη μάστιγα των ακρίδων. Η αγία κάρα επεστράφη αργότερα στο Άγιον Όρος.

 

Σώζεται επίσης επιστολή του Ματθαίου Κιγάλα που έστειλε ως πρωτονοτάριος της αρχιεπισκοπής στην Κωνσταντινούπολη (ημερομηνίας 9.4.1629), με την οποία καταγγέλλει ότι οι Λατίνοι προσπαθούσαν ν' αρπάξουν ένα ορθόδοξο ναό (άγνωστο ποιον, ίσως του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα). Η επιστολή απευθυνόταν προς τον illustrissimo Signor J. Antonio Leggiero και τον καλούσε να ενεργήσει προς ματαίωση «του μεγάλου ονείδους και της ατιμίας». Ο Legrand επικρίνει τον Κιγάλα διότι με την ενέργειά του αυτή θεώρησε ότι προσπαθούσε να στρέψει τους Καλβινιστές κατά των Λατίνων.

 

Λίγο αργότερα, και ύστερα από ενέργειες του προϊσταμένου της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας αρχιεπισκόπου Θεοφάνη Ξενακίου, ο Ματθαίος Κιγάλας προσκλήθηκε για να εγκατασταθεί στη Βενετία και να υπηρετήσει εκεί ως ιερέας. Πράγματι, το 1630 ο Ματθαίος Κιγάλας εγκατέλειψε οικογενειακώς την Κύπρο και πήγε στη Βενετία όπου παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του.

 

Στη Βενετία ο Ματθαίος Κιγάλας εξέδωσε διάφορα έργα, τόσο δικά του, όσο και μεταφράσεις:

 

1. Συνταγμάτων περιέχον κανόνας τε καί εὐχάς ἱκετηρίους (α' έκδοση, 1631. β' έκδοση, 1635.  γ' έκδοση, 1662. δ' έκδοση, 1671. ε' έκδοση, 1682).

2. Πασχάλιον Αἰώνιον μετά καινῆς καί συνοπτικῆς μεθόδου, πρόχειρον τοῖς πᾶσι (α' έκδοση, 1631. β' έκδοση, 1646. γ' έκδοση, 1679. δ' έκδοση, 1681. ε' έκδοση, 1688).

3. Νέα Σύνοψις διαφόρων ἱστοριῶν ἀρχομένη ἀπό κτίσεως κόσμου καί λήγουσα ἓως τήν νῦν ἐχρονίαν (1637).

4. Τραγωδία ὀνομαζομένη  Ἐρωφίλη, ποίημα τοῦ λογιωτάτου ἐν σπουδαίοις Κυροῦ Γεωργίου Χορτάζη Κρητός ... [μεταγραφή ἀπό λατινικούς χαρακτήρας εἰς ἑλληνικούς] (1637).

5. Εἰρμολόγιον (1639).

6. Τοῦ Μακαριωτάτου Θεοδωρήτου ἐπισκόπου,  ἑρμηνεία εἰς τό  Ἆσμα  τῶν Ἀσμάτων τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος (διόρθωση και προσθήκες, 1639).

7. Ἡ Θεία Λειτουργία,  ἑρμηνευομένη παρά τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γερμανοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, μετά καί ἄλλων τινῶν ἀναγκαίων τάξεων ἀνηκουσῶν τῷ ἱερεῖ (1639).

8. Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ  Ξαντοπούλλου, Συναξάρια εἰς τάς ἐπισήμους Ἑορτάς τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου (μετάφραση, α' έκδοση, 1639. β' έκδοση, 1650. γ' έκδοση, 1690).

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια