Έτσι λέγονταν στην Κύπρο οι Τσιγγάνοι. Η λέξη κκιλίντζιρος έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει ρακένδυτος, αργόσχολος, περιπλανώμενος. Ήσαν Μουσουλμάνοι, που λέγονταν και Ατσίγγανοι.
» Βλέπε και λήμμα Κούλλουφοι.
Οι «λησμονημένοι Κύπριοι»
Η κοινότητα των Ρομά - «Cingani» (Τσιγγάνοι) στην Κύπρο παραμένει μία από τις πιο αόρατες και παραγνωρισμένες πτυχές της κυπριακής κοινωνικής ιστορίας. Η συζήτηση επανέρχεται κατά καιρούς, που υπενθυμίζουν ότι οι Ρομά υπήρξαν μέρος του νησιού επί πολλούς αιώνες – πολύ πριν από τις σύγχρονες πολιτικές διαιρέσεις.
Η πρώτη άφιξη (1322–1400)
Οι Ρομά φαίνεται πως έφτασαν στην Κύπρο μεταξύ 1322 και 1400, την εποχή της Φραγκοκρατίας και της δυναστείας των Λουζινιάν. Ακολουθούσαν τα εμπορικά και στρατιωτικά ρεύματα της περιοχής, παρέχοντας υπηρεσίες που συνήθως συνδέονταν με τοξοβολία, μεταφορές, τεχνουργία μετάλλων και ψυχαγωγία – ρόλοι που τους επέτρεπαν να μετακινούνται ανάμεσα σε λιμάνια και φρούρια.
Στο Χρονικό της Κύπρου που συνέταξε ο Φλώριος Βουστρώνιος, αναφέρεται ότι οι «Cingani» πλήρωναν φόρο στο βασιλικό ταμείο το 1468, επί βασιλείας Ιακώβου Β΄. Οι βενετικές αρχές θεωρούσαν τους Τσιγγάνους ως κατασκόπους και συμμάχους των Οθωμανών και δεν τους ήθελαν στα εδάφη τους. Έτσι, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας δεν βρίσκουμε σχεδόν καμία αναφορά σε Τσιγγάνους.
Οι οθωμανικές δυνάμεις που εισέβαλαν το 1571 περιλάμβαναν σώματα Τσιγγάνων υπαγόμενα στον Subası Mehmet (Hatay, 2003). Έτσι το 1572 υπάρχουν φορολογικές αναφορές για 207 άνδρες Τσιγγάνους διάσπαρτους σε όλο το νησί. Μερικοί ήταν μουσουλμάνοι ή προσήλυτοι στο Ισλάμ. Οι 194 ήταν χριστιανοί, αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες για την εθνοτική τους προέλευση ή τη γλώσσα τους, αν και έφεραν ελληνικά ονόματα όπως Γιοργής, Κυριάκος, Αντώνης, Ζάκος κ.ά. Τον 16ο και 17ο αιώνα οι Τσιγγάνοι στην Κύπρο ασχολούνταν με το εμπόριο αλόγων από αραβικές χώρες προς την Κωνσταντινούπολη, την σιδηρουργία, την χαλκουργία, τη μαντεία και το καλαϊτζίδικο.
Στην απογραφή του 1881 καταγράφονται 15 Τσιγγάνοι στην Κύπρο, σε συνολικό πληθυσμό 185.630 ατόμων. Το 1901 καταγράφονται μόνο 9, αλλά τα επαγγέλματα που αναφέρονται –τα οποία ήταν παραδοσιακά επαγγέλματα Τσιγγάνων, όπως αμαξάδες, γανωματήδες, έμποροι αλόγων, χαλκουργοί κ.λπ.– δείχνουν ότι ο πραγματικός αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος. Μόνο οι γανωματήδες ήταν 157 και οι αμαξάδες 713. Το 1911 καταγράφονται 152 Τσιγγάνοι, αλλά και πάλι τα επαγγέλματα δείχνουν υψηλότερο πραγματικό αριθμό. Τελικά ο Βρετανός διοικητής αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι τα στοιχεία για τους Τσιγγάνους ήταν εντελώς λανθασμένα. (Adrian Marsh και Strand Elin: The Gypsies in Cyprus.)
Κατά την Αγγλοκρατία, οι μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι ήταν γνωστοί ως Roma ή Gurubet, ενώ οι ορθόδοξοι Ρομά ως Mandia. Οι Roma Gurubet μιλούσαν μια διάλεκτο που υπάρχει μόνο στην Κύπρο: ένα μείγμα κυπριακής τουρκικής με αραβικές, περσικές, κουρδικές και αρμενικές λέξεις, γνωστό ως «Gurubetsia».
Η ελληνική λέξη «κουρούπεττος», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον άτακτο, ακατάστατο ή περιπλανώμενο, προέρχεται από την τουρκική λέξη Gurbet («ξένος»). Αυτή η ονομασία δόθηκε στους Τσιγγάνους από τους Τουρκοκύπριους για να τους ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους του νησιού ως «ξένους».
Στους Ελληνοκύπριους ήταν επίσης γνωστοί με τις ονομασίες Γύφτοι, Τσιγγάνοι, Κούλλουφοι και Ατσίγγανοι.
Το 1960 κατα την Ανεξαρτησία οι Gurbet δεν καταγράφηκαν ως εθνοτική μειονότητα αλλά ως Τουρκοκύπριοι. Το 1974 οι Gurbet μετακινήθηκαν στον Βορρά και οι Mandia στον Νότο. Οι Μανδήδες κατοικούσαν κυρίως στη Λάρνακα, αλλά και σε περιοχές της Λεμεσού, της Πάφου, της Τηλλυρίας, καθώς και στη Λευκωσία — στην περιοχή Αγίων Ομολογητών, τότε γνωστή ως Μαντοχώρι.
Στην Κυθρέα είχαν χτίσει τη δική τους εκκλησία, κοντά στη Συρκανιά, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο τον Μανδή. Ήταν γνωστοί για τις εξαιρετικές τους δεξιότητες στο καλάι και στη μεταλλουργία.
Τσιγγάνοι εξακολουθούν να ζουν στην Κύπρο και υπήρχε μάλιστα χωριό αποκλειστικά τσιγγάνων, η Φάλεια. Το χωριό επισκέφθηκε το 1888 ο David George Hogarth, ο οποίος έγραψε:
«Στους πρόποδες του βουνού κάτω από τον Άγιο Φώτιο βρίσκεται η Φάλεια, της οποίας οι κάτοικοι είναι τσιγγάνικης καταγωγής — εκτός κι αν κάνω μεγάλο λάθος. Κανένα άλλο χωριό της Κύπρου δεν παρουσιάζει αυτόν τον τόσο ιδιόμορφο τύπο, ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες, παρότι μουσουλμάνες, όχι μόνο δεν φορούν πέπλο, αλλά απευθύνονται και μιλούν ανοιχτά σε έναν ξένο παρουσία ανδρών. Έχω παρατηρήσει τέτοιο βαθμό ελευθερίας μόνο στα χωριά της Καρπασίας, των οποίων οι κάτοικοι δεν είναι, με βεβαιότητα, τουρκικής καταγωγής. Οι γυναίκες της Φάλειας φορούν άφθονα χρυσά κοσμήματα, μοναδικά για την Κύπρο. Τα πρόσωπα ανδρών και γυναικών είναι ιδιαίτερα μελαψά, τα μαλλιά κατάμαυρα, τα χείλη και οι μύτες λεπτά, τα μάτια πολύ λαμπερά και τα αυτιά μικρά. Υπάρχει μια μικρή ομοιότητα με τους Μαραθκιώτες, που πιστεύεται ότι κατάγονται από φοινικικούς εποίκους.»
Το 1919 ο George Jeffery σημείωσε επίσης ότι η Φάλεια είναι «ένα παράξενο χωριό ανθρώπων που θεωρούνται τσιγγάνικης καταγωγής. Σίγουρα διαφέρουν σε χαρακτήρα και ενδυμασία από τους γείτονές τους.»
Το 2003 μεγάλος αριθμός Ρομά πέρασε στον νότο από τα Κατεχόμενα.
Μετά την τουρκική εισβολή, η κοινότητα διασκορπίστηκε. Οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς τη Μόρφου (Güzelyurt), ενώ αρκετοί εγκατέλειψαν τα κατεχόμενα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στις 23 Απριλίου 2003. Πολλές οικογένειες μετακινήθηκαν στο νότο αναζητώντας ασφάλεια και πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές. Η κυπριακή κυβέρνηση τους εγκατέστησε προσωρινά σε σκηνές, παρέχοντας επιδόματα και στήριξη βάσει της κοινωνικής πολιτικής της Δημοκρατίας. Ωστόσο, η εγκατάσταση αυτή συχνά δημιουργούσε συνθήκες αβεβαιότητας και παρατεταμένης περιθωριοποίησης.
Σήμερα, κοινότητες Ρομά απαντώνται:
Σήμερα εκτιμάται ότι στην Κύπρο ζουν 2.000–3.000 Ρομά.
Πηγές: