Καφενείο κοντά στην Πύλη Πάφου στην εντός των τειχών πόλη, το οποίο δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '60. Σήμερα βρίσκεται μέσα στην Πράσινη Γραμμή. Όσο για το όνομα «Σπίτφαϊαρ» ήταν επιλογή κατά πάσα πιθανότητα του πρώτου ιδιοκτήτη του καφενείου, του Αντουάν Πούρτζη και λέει ο θρύλος ότι έμεινε έτσι από το άψε-σβήσε στην εξυπηρέτηση. Βέβαια, άλλος αστικός θρύλος θέλει το όνομα να βγήκε από το πολεμικό αεροσκάφος «Supermarine Spitfire» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βλέπε λήμματα: Πύλη Πάφου και Πράσινη Γραμμή
Πρώτος ιδιοκτήτης του «Σπίτφαϊαρ» ήταν ο Λατίνος Αντουάν Πούρτζης, μιας οικογένειας από τη Λάρνακα, ο οποίος έμενε με τις δύο αδελφές του στο πίσω μέρος του καφενείου. Το καφενείο, λόγω και της κομβικής του θέσης, ήταν εξ αρχής τόπος συνάντησης Κυπρίων, Ε/κ, Τ/κ, Λατίνων, Μαρωνιτών και Αρμενίων.
Το καφενείο πρόσφερε εκτός από καφέ, ναργιλέ με πολύ καλής ποιότητας τουμπεκί και παραδοσιακά γλυκά. Στον χώρο του καφενείου υπήρχαν δύο τραπέζια μπιλιάρδου, τύπου καραμπόλα, και σε ιδιαίτερο χώρο τραπέζια για χαρτοπαιξία και τάβλι.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, το «Σπίτφαϊαρ» ενοικιάστηκε στον υπάλληλο του καφενείου Κυριάκο Κυριακίδη, με έναν μόνο όρο στο συμβόλαιο ενοικίασης, να παραμένει 24 ώρες το 24ωρο ανοικτό, εάν ο όρος ετηρήτο δεν υπήρχε λόγος καταβολής ενοικίου. Όπως και έγινε, ο Κυριάκος Κυριακίδης τήρησε τον λόγο του και φυσικά τον όρο. Έτσι, σύντομα εργοδοτήθηκε και ο αδελφός του Κυριάκου, ο Γιώργος Κυριακίδης. Τα δύο αδέλφια μοιράζονταν τις δύο βάρδιες, 12 ώρες ο καθένας για να μπορεί να μένει ανοικτό όλο το 24ωρο.
Στο καφενείο σύχναζαν οι υπάλληλοι από τα νυκτερινά κέντρα της Λευκωσίας, οι εργάτες που πήγαιναν στη δουλειά τους πολύ πρωί, όσοι εργάζονταν στα ξενοδοχεία και άλλαζαν βάρδιες, οι αργόσχολοι, οι συνταξιούχοι, νέοι και στρατιώτες, οι οποίοι διασκέδαζαν με μια παρτίδα μπιλιάρδο ή αργότερα με τα φλιπεράκια που εγκατέστησε ο Κυριάκος Κυριακίδης.
Η καταγωγή του Κυριάκου Κυριακίδη ήταν από το Παλαιχώρι Ορεινής, αλλά όταν παντρεύτηκε μετακόμισε στη Δευτερά τόπο καταγωγής της συζύγου του. Στη Λευκωσία ήλθε στα 14 του χρόνια, και ήταν από τότε καφετζής. Αρχικά δούλεψε στο καφενείο Τραστ, μετά πήγε στο κοντινό με το ‘Σπίτφαϊαρ’ καφενείο, το ‘Καζαμπλάνκα’ και μετά εργοδοτήθηκε στον κ. Πούρτζη, στις αρχές του 1960, μέχρι το 1974, οπότε και εξαιτίας του πολέμου αναγκάστηκε να το κλείσει».
Ιστορικό
Πηγές
2. Δήμος Λευκωσίας Εργασίες για τη στήριξη του ιστορικού καφενείου “Spitfire”