Κύπριος

Επώνυμο λογίων, κληρικών και διανοουμένων, καταγομένων από την Κύπρο, των Μεσαιωνικών χρόνων και αργότερα, μέχρι και τον 19ο ακόμη αιώνα. Επίσης, κατά την Αρχαιότητα, αρκετοί συγγραφείς, γιατροί και άλλοι διακεκριμένοι Κύπριοι χρησιμοποίησαν ως επώνυμο το εθνικό Κύπριος˙ ωστόσο, κατά την Αρχαιότητα, αρκετοί άλλοι χρησιμοποιούσαν τα εθνικά των πόλεων της Κύπρου από τις οποίες κατάγονταν, όπως Σαλαμίνιος, Κιτιεύς, Πάφιος, Καρπασεώτης, Κουριεύς κλπ.

 

Μεταξύ εκείνων που χρησιμοποίησαν ως επώνυμό τους το εθνικό Κύπριος κατά την Αρχαιότητα, αναφέρουμε ενδεικτικά τους Αρχέλαο τον Κύπριο, Ασκληπιάδη τον Κύπριο, Ερμησιάνακτα τον Κύπριο, Διοσκουρίδη τον Κύπριο, τον γιατρό Διαγόρα τον Κύπριο, τους φιλοσόφους Δημώνακτα τον Κύπριο και Νικάνορα τον Κύπριο, τους Εύδημο τον Κύπριο και Ξενοφώντα τον Κύπριο κ.α.

 

Από τους κυπριακής καταγωγής χρησιμοποιήσαντες ως επώνυμο το εθνικό Κύπριος κατά τα Βυζαντινά χρόνια και αργότερα, μέχρι και τον 19ο αιώνα, αναφέρουμε τον γεωγράφο του 6ου-7ου αιώνα Γεώργιο τον Κύπριο, τον πατριάρχη ΓρηγόριοΓεώργιο) τον Κύπριο (13ος αιώνας), τον Αθανάσιο τον ΚύπριοΡήτορα) που έζησε τον 16ο- 17ο αιώνα, τον επίσης ιερωμένο Ιάκωβο τον Κύπριο (17ος- 18ος αιώνας), τον Ηλία τον Κύπριο (18ος αιώνας), τον Νεόφυτο τον Κύπριο (18ος -19ος αιώνας), τον Σαμουήλ τον Κύπριο (18ος- 19ος αιώνας) κ.α.

 

Με το επώνυμο Κύπριος υπέγραφαν και αρκετοί άλλοι κυπριακής καταγωγής λόγιοι και κληρικοί που ζούσαν στην Ευρώπη, ιδίως κατά την περίοδο μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570-71) και αργότερα.

 

Οι περισσότεροι απ’ όλους αυτούς περιλαμβάνονται στην ΜΚΕ ως αυτοτελή λήμματα, σε καταχωρήσεις με βάση το όνομά τους και όχι το εθνικό Κύπριος.