Νικολαΐδης Νίκος

Image

Κορυφαίος Κύπριος λογοτέχνης. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1884 και πέθανε στο Κάιρο το 1956. Οι γονείς του (Κώστας και Ειρήνη), ήσαν φτωχοί βιοπαλαιστές και τους έχασε και τους δυο όταν ήταν ακόμη παιδί. Τον ίδιο, καθώς και τη μικρότερη αδελφή του, τους μεγάλωσε μια θεία τους. Φοίτησε μόνο μέχρι την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου, κι ως εκεί με πολλές δυσκολίες που γίνονταν ακόμη μεγαλύτερες εξαιτίας της ορφάνιας και της αξεπέραστης φτώχειας του. Στη συνέχεια ρίχθηκε στη βιοπάλη, εργαζόμενος στην αγορά της πρωτεύουσας. Πολύ νεαρός, βρήκε δουλειά σε ένα βιβλιοδετείο κι ασχολούμενος με βιβλία, μπόρεσε να διαβάσει διάφορα πράγματα. Σύντομα όμως τον έδιωξαν γιατί διάβαζε σε ώρες εργασίας.

 

Αργότερα, βρήκε δουλειά ως βοηθός ενός αγιογράφου κι όταν έμαθε την τέχνη αυτή άρχισε (στα 14-15 χρόνια του) να τριγυρίζει τα κυπριακά χωριά και να ζωγραφίζει αγίους κατά παραγγελίαν. Η ζωγραφική, ιδιαίτερα η αγιογραφία, στάθηκε η τέχνη που τον απορρόφησε και μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα του αγιογράφου. Από νωρίς αποφάσισε να τελειοποιήσει την ζωγραφική του, και το 1907 έφυγε για την Αθήνα όπου ανεπίσημα παρακολούθησε για 5-6 μήνες μαθήματα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη συνέχεια, το ανήσυχο πνεύμα του τον σπρώχνει να ταξιδεύσει σε άλλους άγνωστους τόπους και σύντομα (1908) φεύγει κι από την Αθήνα. Ασκώντας πάντοτε το επάγγελμα του αγιογράφου, που του αποφέρει κάποια εισοδήματα με τα οποία μπορεί να επιβιώσει, περιόδευσε την Αίγυπτο κι άλλες χώρες της Αφρικής, μέχρι την Αιθιοπία. Βρέθηκε ύστερα στο Λίβανο και στη Μικρά Ασία, περιπλανήθηκε σ’ όλη την Ευρώπη, και το 1915 επέστρεψε στην Αθήνα. Παρέμεινε μέχρι το 1919, ζώντας και ζωγραφίζοντας σ’ ένα νοικιασμένο δωματιάκι. Γνωρίστηκε την εποχή αυτή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Αθήνας και ιδιαίτερα στενά συνδέθηκε με τον Κωστή Παλαμά. Στο σπίτι του κορυφαίου ποιητή ο Νίκος Νικολαΐδης μυήθηκε στη δημοτική γλώσσα.

 

Το 1919 επέστρεψε στην Κύπρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1923. Τότε έφυγε πάλι ξανά για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Κάιρο, όπου κατά τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του στάθηκε κορυφαία  πνευματική  προσωπικότητα της ελληνικής και κυπριακής παροικίας της Αιγύπτου. Συνέχιζε να ζει από την τέχνη του ζωγράφου-αγιογράφου, και δεν σταμάτησε να είναι ένας «αιώνιος ταξιδευτής», αφού από την Αίγυπτο συχνά ταξίδευε στην πατρίδα του Κύπρο και σε πολλές άλλες χώρες. Στα πολλά ταξίδια του ήταν πάντοτε ρακένδυτος και διψασμένος για νέες εμπειρίες οδοιπόρος· ταξιδεύοντας μ’ ένα σακίδιο στον ώμο, στην τελευταία θέση των τραίνων, ή μούτσος σε καράβια που δέχονταν να τον πάρουν, τις περισσότερες όμως φορές πεζοπορώντας, πωλούσε τις ζωγραφιές του και συνέχιζε. Ή ακόμη εργαζόταν σε χειρωνακτικές εργασίες, για να εξασφαλίσει το φαγητό του. Στην Κύπρο, κάθε φορά που ερχόταν, είχε διάφορους φίλους που με πολλή χαρά τον φιλοξενούσαν.

 

Στα γράμματα άρχισε με πεζοτράγουδα και συνέχισε με διηγήματα. Το πρώτο του βιβλίο ήταν ένα έμμετρο θεατρικό έργο, το Γαλάζιο Λουλούδι, που εξέδωσε στη Λεμεσό το 1919 κι επανεξέδωσε το 1938. Το έργο αυτό ανεβάστηκε στην Αλεξάνδρεια το 1923 από τον θίασο Αιμίλιου Βεάκη - Χριστόφορου Νέζερ με συμβολή και του ίδιου του Νικολαΐδη (σκηνοθεσία, σκηνογραφία κλπ.).

 

Το Γαλάζιο Λουλούδι είναι ένα ονειρόδραμα, αποτελεί όμως πρωτόλειο έργο του. Το έγραψε ο Νικολαΐδης γιατί αρχικά επεδίωξε να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Αργότερα εγκατέλειψε την φιλοδοξία αυτή γιατί το θέατρο απαιτούσε συλλογική εργασία πολλών παραγόντων, πράγμα που δεν τον ικανοποιούσε.

 

Δεύτερο βιβλίο του εξέδωσε στην Κύπρο το 1920. Ήταν οι Ἀνθρώπινες καί Ἄνθινες Ζωές που περιελάμβανε πεζοτράγουδα και μικρά πεζογραφήματα.

 

Τον επόμενο χρόνο, το 1921, εξέδωσε και πάλι στην Κύπρο το βιβλίο Διηγήματα (ή Ἡ Παρδαλή Γάτα). Επρόκειτο για συλλογή από εννέα διηγήματα. Συλλογές διηγημάτων εξέδωσε στην Κύπρο και το 1924 (Διηγήματα, σειρά Β΄ που περιελάμβανε έξι διηγήματα) και πάλι το 1929 (Διηγήματα, σειρά Γ΄, με έξι πάλι έργα).

 

Το 1922 εξέδωσε ένα μυθιστόρημα, το Στραβόξυλο.

 

Το 1938 επανέρχεται στα πεζοτράγουδα και κυκλοφορεί, πάντοτε με έκδοση στην Κύπρο, το βιβλίο του Ὁ Χρυσός Μύθος. Τον ίδιο χρόνο επανεκδίδει, σε πιο ολοκληρωμένη μορφή, τις Ἀνθρώπινες καί Ἄνθινες Ζωές καθώς και το Γαλάζιο Λουλούδι.

 

Το επόμενο πεζογραφικό του έργο είναι μυθιστόρημα και πάλι. Φέρει τίτλο Πέρ' ἀπ' τό Καλό καί τό Κακό και το κυκλοφορεί το 1940 (επανεκδίδοντας το, το 1943).

 

Μυθιστόρημα είναι και το επόμενο βιβλίο του, Τά Τρία Καρφιά, που εκδίδεται το 1948.

 

Τέλος, θα εκδώσει το μοναδικό στο είδος του βιβλίο, Τό Βιβλίο τοῦ Μοναχο. Πρόκειται για λυρικά πεζοτράγουδα, που εκδίδονται σε γραφή φιλοτεχνημένη από τον ίδιο σε ολοκληρωμένη έκδοση το 1951. Εξέδωσε μόνο 150 αντίτυπα σε χειρόγραφα με μεγάλα βυζαντινού τύπου γράμματα και διακοσμητικά σχέδια, εργαζόμενος για το έργο αυτό πολλά χρόνια, μεταξύ 1920 και 1950.

 

Διάφορα έργα του (Τά Τρία Καρφιά, Τό Στραβόξυλο, μια επιλογή διηγημάτων του, συνολικά έντεκα) εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1980 από τον οίκο «Σίσυφος».

 

Το πλούσιο αρχείο του Νίκου Νικολαΐδη, που μετά τον θάνατό του είχε περάσει στα χέρια του Στρατή Τσίρκα, δωρήθηκε απ’ αυτόν αργότερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αμμοχώστου και από το 1974 αγνοείται η τύχη του. Σ’ αυτό περιλαμβανόταν και αλληλογραφία του με κορυφαίους Έλληνες πνευματικούς δημιουργούς με τους οποίους βρισκόταν σ’ επαφή.

 

Ο Νίκος Νικολαΐδης πρωτόγραψε σε άπταιστη καθαρεύουσα (το πρώτο του κείμενο με τίτλο Δεσμά δημοσιεύθηκε στο Α.Ο.Δ.Ο. [=Απ’ Όλα Δι’ Όλους] του Βλάσση Γαβριηλίδη το 1905). Σύντομα όμως θα στραφεί στη δημοτική γλώσσα όπου και θα δώσει τα σημαντικά έργα του, έχοντας όμως πάντοτε μόνιμο πρόβλημα με την ορθογραφία. Στην Αθήνα, μεταξύ 1915 και 1919, δημοσίευσε συνεργασίες του σε αρκετά περιοδικά (Βωμός, Λύρα, Λόγος, κ.α). Απ’ εκεί είχε στείλει και συνεργασίες του (διηγήματα της μετέπειτα πρώτης συλλογής του) στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι πεισματικά πάντοτε επέμενε να θεωρείται κι ονομάζεται Κύπριος, στο δε ονοματεπώνυμό του πρόσθετε πάντοτε και το εθνικό ὁ Κύπριος. Στα βιβλία του, πάλι, τυπώνει ως χώρο έκδοσής τους την Κύπρο, έστω κι αν δεν εκδόθηκαν όλα εδώ. Για παράδειγμα, στη δεύτερη σειρά των Διηγημάτων του, σημειώνει: Τό βιβλίο ἀνήκει στή σειρά τῶν ἐκδόσεων πού ὁ συγγραφέας βγάζει στήν Κύπρο˙ ἀδιάφορο ἄν παρεπίδημος στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, τυπώθηκε στό Τυπογραφεῖο Κασιμάτη καί Ἰωνᾶ, μέ τήν φιλική φροντίδα τῶν «Γραμμάτων».

 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι φρόντισε να παραμείνει έξω από κυκλώματα. Είναι χαρακτηριστική η άποψή του ότι «στούς καλλιτεχνικούς κύκλους ὑπάρχει περισσότερη διαφθορά κι ἀπό τούς πολιτικούς», που στάθηκε ο λόγος για τον οποίο έφυγε από την Αθήνα το 1919.

 

Αναφέρουμε ακόμη ότι κατά την παραμονή του στην Αθήνα (1915-1919), είχε πάρει μέρος, το 1917, στην Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου όπου οι πίνακές του συγκέντρωσαν ποικίλα σχόλια. Η ζωγραφική του εργασία βρίσκεται διασκορπισμένη σε εκκλησίες, μοναστήρια, μουσεία και συλλογές στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες. Εκτός από τις αγιογραφίες, εργάστηκε και σε προσωπογραφίες κατά παραγγελίαν, ενώ έκαμε και άλλους πίνακες με λάδι, σχέδια με μελάνι κλπ. Αρκετά έργα του είναι εμπνευσμένα από κυπριακά τοπία, ενώ άλλα από αραβικά.

 

Ως ζωγράφος και αγιογράφος, ο Νικολαΐδης παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Εκεί όμως που ιδιαίτερα διακρίθηκε, είναι η λογοτεχνία. Ως πεζογράφος, είναι ένας από τους πλέον αξιόλογους όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και γενικότερα των νεοελληνικών γραμμάτων.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image