Πριγκόπουλλος Χρίστος

Λαϊκός Ποιητής

Image

Λαϊκός ποιητής, νεώτερος αδελφός του επίσης λαϊκού ποιητή Κώστα Πριγκόπουλλου. Όπως κι ο αδελφός του, ήταν αγράμματος.

 

Ο Χριστόφορος Παρασκευά Πριγκόπουλλος  - ήταν γνωστός και ως Πούφης- γεννήθηκε στο χωριό Αυγόρου στις 22 Δεκεμβρίου το 1903 και πέθανε στις 30 Απριλίου 1995. Όταν από μικρός έμεινε ορφανός, κι όντας πολύ φτωχός, κατέφυγε μαζί με τον αδελφό του στην επαιτεία για να μπορέσει να ζήσει. Το 1922 εισήλθε στο μοναστήρι του Σταυροβουνιού για ν’ ασκητέψει, το εγκατέλειψε όμως τον επόμενο χρόνο για ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του ποιητάρη. Ασχολήθηκε με επιτυχία κυρίως με αφηγηματικά κι ερωτικά ποιήματα, καθώς και με τσσαττίσματα. Χαρακτηρίστηκε ως δεξιοτέχνης στιχουργός και διακρίθηκε σημαντικά κατά τους ποιητικούς διαγωνισμούς της Κερύνειας (1927-1928), της Λάρνακας (1963-1974) και της Αμμοχώστου (1963-1974).

 

Εξέδωσε κατά καιρούς ποιήματά του σε φυλλάδες τις οποίες και πωλούσε όταν εμφανιζόταν σε γιορτές και συγκεντρώσεις για ν’ απαγγείλει.

 

Μαζί με τον αδελφό του εξέδωσαν το 1979 την ποιητική συλλογή   Τό Σουρούπκιασμαν, με εκδοτική ευθύνη και επιμέλεια του φιλολόγου και γλωσσολόγου δρος Κ. Γ. Γιαγκουλλή.

 

Ποιήματα

...........................
 
«Έθελα να μουν μέλισσα τζι εσού φκιόρον του δάσου,
να ξέβαινα του τζυβερκιού τζιαι νά ‘ρκουμουν κοντά σου,
κάθε πρωίν πού ‘χεν ν’αθκιείς, να βκαίνν’ η μυρωδκιά σου
τζιαι να τον πκιάννω τον καρπόν που τα στομόσιειλα σου,
να κάμνω μέλιν τζιαι τζιερίν μόνον που τα φιλλιά σου.»
 
...........................
 
«Ανάθθεμαν τους αίτιους που μπήκαν εις το μέσον
τζι ούλον ψευτκιές σου είπασιν
τζι άδικα μας αγγρίσασιν,
με δίχως να σου φταίσω.»
 
...........................
 
«Που εν τ’αθάνατον νερόν, πέτε μου τζι εννά πάω
τζι εννά πασκίσ’ όσον μπορώ για λλόου της να πκιάω
όσον δκυο βρόκκους για να πκιει αθάνατη να μείνει,
γιατ’ είχα πάνω μου πληγήν
τζιαι για να ζω πάνω στην γην
εγιάτρεψεν με τζείνη.»
 
...........................
 
«Για την Τζύπρον»
Κύπρος, που ‘ρκουνται που μαρκά τουρίστες να σε δούσιν,
στης θάλασσας σου τα νερά να μπούσιν να λουχούσιν
τζιαι να ξεβούν να κάτσουσιν να φάσιν τζιαι να πκιούσιν,
εσταματήσασιν τωρά,
τα κέντρα τα καλλύττερα
οι Τούρτζιοι τα κρατούσιν.
Κύπρος μου που ‘σουν ξακουστή για τες χαρές τζιαι πλούτον,
το χώμαν σου το ιερόν
πατά το πόϊν βάρβαριν
τζιαι ξημαρίζει σου το.
Της Αφροδίτης το νησίν, το κοσμοξακουσμένον,
που ‘ρκουνταν πόξω να το δουν, που ‘τουν χαριτωμένον,
τωρά ‘ν ιμπόρ’α πας ποτζεί, εν τουρκοπατημένον.
Πκοιος σου το λάλεν Κύπρος μου, να’ ρτεις σε τέθκοιαν στάσην,
να φύ ο κόσμος τζι έσσω τους να μεν ι-μπόρ’ α πάσιν
τζι ότ’ είχεν, σπίδκιαν, κλήματα ούλα του να τα χάσει.
 
 
Πηγές:
  1. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, 1980. Ανθολογία Κυπριακής Λαϊκής Ποίησης
  2. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, 2011. Ανθολογία Κυπρίων Ποιητάρηδων και Λαϊκών Ποιητών
  3. Polignosi

Φώτο Γκάλερι

Image