Ρεμπώ Αρθούρ Arthur Rimbaud

Image

Σημαντικός Γάλλος ποιητής του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 και πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1891. Είχε δύσκολη και περιπετειώδη ζωή και είναι πολυσυζητημένος, μεταξύ άλλων, ο δεσμός του με τον Πωλ Βερλαίν. Μεταξύ των αριστουργηματικών ποιημάτων του είναι το Μεθυσμένο Καράβι, το Πνευματικό Κυνήγι, τα Φωνήεντα κ.α. Γνωστότατα είναι επίσης τα πεζοτράγουδα που δημοσίευσε με τίτλο Εμπνεύσεις, όπως και το βιβλίο του Μια Εποχή σε Κόλαση.

 

Με τον Βερλαίν έζησε στο Βέλγιο και στην Αγγλία. Η τυχοδιωκτική του φύση τον έσπρωξε αργότερα σε ταξίδια προς διάφορες χώρες. Περνώντας από την Ιταλία και τις Άλπεις, πήγε στη Ρωσία κι ύστερα στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στην Αιθιοπία, στο Άντεν κ.α. Το 1891 αρρώστησε βαριά (από καρκίνο) και πέθανε στη Μασσαλία, σε ηλικία 37 χρόνων.

 

Ταξίδια στην Κύπρο

Στα ταξίδια του ο Ρεμπώ άσκησε διάφορα επαγγέλματα για να ζήσει. Στην Κύπρο ήλθε δυο φορές. Την πρώτη φορά ήλθε το 1878 κι έζησε για λίγο στη Λάρνακα όπου έφθασε στις 15 Σεπτεμβρίου. Ήταν τότε 24 χρόνων κι είχε βρει εργασία σε γαλλική εταιρεία λατομείων στην Ορόκλινη (κοντά στη Λάρνακα). Στην Κύπρο ήλθε ξανά το 1880. Τότε ο πρώτος διοικητής της επαρχίας της Λευκωσίας και αργότερα Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κύπρο σερ Ρόμπερτ Μπίνταλφ είχε αποφασίσει την ανέγερση εξοχικής κατοικίας στο Τρόοδος, κι ο Αρθούρ Ρεμπώ εργάστηκε στην οικοδομή αυτή ως επιστάτης. Πρόκειται για το κτίριο που υφίσταται ως σήμερα και χρησιμοποιείται ως θερινή προεδρική κατοικία. Το 1946 ο κυβερνήτης λόρδος Γουίνστερ εντοίχισε μια αναμνηστική πινακίδα στο κτίριο, που θυμίζει το σύντομο πέρασμα του Ρεμπώ από την Κύπρο:

 

Αρθούρ Ρεμπώ

μια ποιητική ιδιοφυία της Γαλλίας

που παρά τη φήμη του

συνέβαλε με τα ίδιά του τα χέρια

στην οικοδόμηση αυτού του σπιτιού.

 

Ο Ρεμπώ έστειλε από την Κύπρο, και τις δύο φορές που πέρασε από το νησί, μερικές επιστολές προς την οικογένεια αλλά και προς φίλους του στη Γαλλία. Συγκεκριμένα έστειλε συνολικά τέσσερις επιστολές, στις οποίες αναφέρει τις εργασίες που έκανε στο νησί, ενώ δίνει και λίγες περί Κύπρου πληροφορίες. Η πρώτη επιστολή εστάλη από τη Λάρνακα στις 15 Φεβρουαρίου 1879 και αναφέρεται στη διαμονή και την εργασία του σε ένα λατομείο «στην έρημο», κοντά στη θάλασσα, απ’ όπου έκοβαν πέτρες και τις φόρτωναν σε καράβια. Μαζί του ήταν και άλλοι 19 Ευρωπαίοι που επιστάτευαν τους εργάτες. Όλοι αρρώστησαν λόγω του κλίματος και 3-4 πέθαναν. Ομιλεί για προοπτικές μόνιμης εργασίας καθώς υπήρχαν σχέδια για σιδηρόδρομο, οικοδόμηση νοσοκομείων, κατασκευή καναλιών κλπ. Η δεύτερη επιστολή εστάλη και πάλι από τη Λάρνακα στις 24 Απριλίου 1879 και απευθυνόταν στην οικογένειά του. Έγραφε ότι εργαζόταν ακόμη ως επιστάτης στο λατομείο, τοποθετούσε εκρηκτικές ύλες και ανατίναζε βράχους. Υπέφερε από κουνούπια και ψύλλους και από τη μεγάλη ζέστη. Εξέφραζε τη γνώμη ότι θα επέστρεφε στη Γαλλία.

 

Η επόμενη επιστολή εστάλη στους δικούς του από το Τρόοδος στις 23 Μαϊου 1880. Είχε επιστρέψει στο νησί αφού στο μεταξύ πέρασε ένα διάστημα στην Αίγυπτο όπου, όπως γράφει, «δεν βρήκε τίποτα» για να ασχοληθεί. Τώρα επιστάτευε τις εργασίες για «το αρχοντικό που κτίζεται για τον γενικό κυβερνήτη» στο Τρόοδος. Οι μετακινήσεις του γίνονταν με άλογο, είχε υπό την επίβλεψή του πέραν των 50 εργατών και παραπονιέται ότι τα έξοδά του ήταν μεγάλα. Οι πρώην εργοδότες του (του λατομείου) είχαν κηρύξει πτώχευση και τώρα εργοδοτείτο από την αγγλική διοίκηση. Παραπονείται για τη ζέστη, τους δυνατούς ανέμους και το χαλάζι. Αισθανόταν πόνους στην καρδιά, αλλά η διαμονή του στο βουνό πίστευε ότι έκανε καλό στην υγεία λόγω του καθαρού αέρα. Ζητεί επίσης από την οικογένειά του να αγοράσει και να του στείλει δύο τεχνικά βιβλία στην αγγλική, το ένα σχετικό με δασικά ξυλοπριονιστήρια και το άλλο για ξυλουργικές εργασίες. Φαίνεται ότι σχεδίαζε να ασχοληθεί με την υλοτομία και τη ξυλουργική.

 

Η τέταρτη επιστολή, προς φίλους, είναι πολύ σύντομη και εστάλη στις 4 Ιουνίου 1880. Ζητούσε να του στείλουν «αυτά που είχε ζητήσει» γιατί τα είχε «μεγάλη ανάγκη». Ίσως τα δύο βιβλία, ίσως άλλα πράγματα. Πάντως θα πρέπει να είχε στείλει και άλλη επιστολή που μάλλον χάθηκε. Σημειώνει ότι τώρα ήταν ωραίος ο καιρός, εργαζόταν ακόμη στο Τρόοδος, αλλά σύντομα θα έφευγε για να εργαστεί σε εταιρεία λατομείου και πάλι, που είχε και καμίνι ασβέστη.

 

Ωστόσο η επόμενη επιστολή του, προς φίλους, εστάλη από το Άντεν στις 17 Αυγούστου 1880. Γράφει ότι είχε φύγει από την Κύπρο πριν από δύο μήνες. «Αν είχα μείνει εκεί», γράφει, «θα είχα εξασφαλίσει μία καλή θέση. Αλλά τώρα δεν μπορώ να επιστρέψω...»

 

Τις «κυπριακές» επιστολές του Ρεμπώ, μεταφρασμένες στην ελληνική, με σημειώσεις και σχόλια, δημοσίευσε ο Άντρος Παυλίδης στο έργο του «Η Κύπρος ανά τους Αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της» (τόμος Γ΄, 1995, σελ. 1312-1319).

 

Οι επιστολές του Ρεμπώ 

Η πρώτη επιστολή του Ρεμπώ από το χώρο εργασίας του στην περιοχή Λάρνακας στάλθηκε το 1879. Στο επιστολόχαρτο του υπάρχει, πάνω αριστερά, το όνομα της εταιρείας στην οποία εργαζόταν, Maison Thial Jean et Cie

 

Γράφει:

 

Λάρνακα (Κύπρος)

15 Φεβρουαρίου 1879

 

Αγαπητοί φίλοι,

 

Δεν μπόρεσα να σας γράψω νωρίτερα μια και δεν γνώριζα που θα κατέληγα. Εν τούτοις πρέπει να έχετε λάβει γράμμα από την Αλεξάνδρεια στο οποίο σας ομιλούσα για πιθανή μετάβασή μου στην Κύπρο. Αύριο, 16 Φεβρουαρίου, θα κλείσουν δύο μήνες που εργάζομαι εδώ. Οι εργοδότες μου ευρίσκονται στην Λάρνακα που είναι το κύριο λιμάνι της Κύπρου. Επιβλέπω ένα λατομείο που ευρίσκεται στην έρημο, οντά στη θάλασσα· Φτιάχνουμε και ένα κανάλι. Μεταφέρουμε τις πέτρες επάνω στα πέντε πλοία και το ατμόπλοιο της Εταιρείας. Υπάρχει καμίνι ασβεστείου, τουβλοποιείο κλπ. Το πλησιέστερο χωριό ευρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας με τα πόδια.

Εδώ υπάρχει μόνο ένα χάος από βράχους, ο ποταμός και η θάλασσα. Υπάρχει μόνο ένα σπίτι. Δεν υπάρχει γη, ούτε κήπος, ούτε ένα δένδρο. Το καλοκαίρι η θερμοκρασία ανεβαίνει στους ογδόντα βαθμούς. Είναι χειμώνας. Κάποτε βρέχει. Τρώμε κυνήγι, κοτόπουλα κλπ.

Εκτός από εμένα αρρώστησαν όλοι οι Ευρωπαίοι. Είμαστε είκοσι Ευρωπαίοι στον κάμπο. Οι πρώτοι έφτασαν στις 9 Δεκεμβρίου. Είχαμε τρεις- τέσσερις νεκρούς. Οι Κύπριοι εργάτες προέρχονται από τα γύρω χωριά. Εργοδοτήσαμε μέχρι εξήντα την ημέρα. Τους διευθύνω: καταγράφω τις ημέρες, τους προμηθεύω τον εξοπλισμό, κάνω τις αναφορές στην Εταιρεία, κρατώ τους λογαριασμούς όλων των εξόδων, κάνω και τις πληρωμές.

Χθες πλήρωσα πεντακόσια φράγκα στους Έλληνες εργάτες. Πιστεύω ότι θα πληρώνομαι πεντακόσια φράγκα, μέχρι τώρα πήρα μόνο είκοσι. Σύντομα όμως θα μου πληρώσουν όλο τον μισθό μου και πιθανόν να με απολύσουν, διότι νομίζω μια καινούργια εταιρεία  θα εγκατασταθεί εδώ και θα τα αναλάβει όλα. Με την αβεβαιότητα αυτή άργησαν να σας γράψω. Τέλος πάντων. Η τροφή μου στοιχίζει μόνο 2.25 την ημέρα και αφού δεν χρωστάω πολλά στον προϊστάμενό μου, θα μου μείνουν αρκετά για να περιμένω άλλη δουλειά. Θα υπάρχει πάντα δουλειά για εμένα, εδώ στην Κύπρο. Θα φτιάξουμε σιδηροδρόμους, κάστρα, στρατόπεδα, νοσοκομεία, λιμάνια, κανάλια κλπ. Την 1η Μαρτίου θα δοθούν εδαφικές εκχωρήσεις χωρίς άλλα έξοδα παρά την καταγραφή δικογραφίας. Τι γίνεται με εσάς; Μήπως προτιμάτε να επιστρέψω;

Γράψτε μου σύντομα.

Σας γράφω από την έρημο και δεν ξέρω πότε θα ταχυδρομήσω το γράμμα μου.

 

Η δεύτερη επιστολή εστάλη από τη Λάρνακα στις 24 Απριλίου 1879 και απευθύνεται στην οικογένειά του. Γράφει μεταξύ άλλων: «...Είμαι ακόμη επιστάτης στα λατομεία της Εταιρείας και τοποθετώ τις εκρηκτικές ύλες και ανατινάζω και κόβω πέτρες.

Η ζέστη είναι πολύ ψηλή. Εδώ θερίζουν το σιτάρι τώρα. Οι ψύλλοι είναι αβάστακτο μαρτύριο ημέρα και νύχτα. Και έπειτα έχουμε και τα κουνούπια. Πρέπει να κοιμάσαι κοντά στη θάλασσα, στην έρημο.

Είχα καυγάδες με τους εργάτες και έφτασα στο σημείο να ζητήσω όπλα....»

 

Η επόμενη επιστολή εστάλη στους δικούς του στη Γαλλία, αυτή τη φορά από το Τρόοδος, στις 23 Μαϊου 1880, όταν ο ποιητής επανήλθε για δεύτερη φορά στην Κύπρο. Εργαζόταν στην οικοδόμηση της εξοχικής κατοικίας του υπάτου αρμοστή:

«........Είμαι επιστάτης του αρχοντικού που κτίζεται για τον γενικό κυβερνήτη, στην κορυφή του Τροόδους, του πιο ψηλού βουνού της Κύπρου (1200 μέτρα).

Μέχρι τώρα βρισκόμουν μόνος μαζί με τον μηχανικό, μέσα σε ένα από τα παραπήγματα που αποτελούν το χώρο εργασίας. Χθες έφτασαν κάπου πενήντα εργάτες και το έργο πάει μπροστά. Είμαι ο μόνο υπεύθυνος και μέχρι τώρα παίρνω μόνο διακόσια φράγκα τον μήνα...Ταξιδεύω πάντα με άλογο επειδή έτσι γίνεται εδώ. Τα μεταφορικά μέσα είναι πολύ δύσκολα, τα χωριά πολύ μακριά και η τροφή πολύ ακριβή.....Δεν είμαι καλά. Έχω παλμούς στην καρδιά και μ’ ενοχλούν αρκετά. Καλύτερα να μην το σκέφτομαι όμως. Κι έπειτα τι θ’ άλλαζε; Ο αέρας εδώ είναι πολύ καλός για την υγεία. Στα βουνά υπάρχουν μόνο πεύκα και φτέρες.... Έχω τώρα να σας ζητήσω μια χάρη. Μου χρειάζονται οπωσδήποτε δύο βιβλία για την εργασία μου. Το ένα είναι το Άλμπουμ των Δασικών και των Αγρονομικών Ξυλοπριονιστηρίων, στην αγγλική... το άλλο είναι το βιβλίο του μαραγκού, μια έκδοση με 140 σχεδιαγράμματα.... Θα προσπαθήσω σύντομα να σας στείλω ένα μικρό δέμα με το περίφημο κρασί κουμανταρία...»

 

Η τελευταία επιστολή εστάλη στις 17 Αυγούστου 1880 από το Άδεν όπου ανακοινώνει την αναχώρησή του από την Κύπρο:

 

Αγαπητοί μου φίλοι

 

Έφυγα από την Κύπρο πριν από δύο μήνες περίπου με 400 φράγκα, μετά από καυγάδες που είχα με τον γενικό ταμία και τον μηχανικό μου.

Αν είχα μείνει εκεί, σε λίγους μήνες θα είχα εξασφαλίσει μια καλή θέση. Αλλά τώρα δεν μπορώ να επιστρέψω....

 

 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια 

«Η Κύπρος ανά τους Αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της», Αντρος Παυλίδης (τόμος Γ΄, 1995, σελ. 1312-1319).

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image