Μοναχισμός

Image

Η ύπαρξη και λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού μοναστηριών ανά τους αιώνες σε ένα μικρό χώρο όπως η Κύπρος, αλλά και η ύπαρξη τόσων πολλών ντόπιων αγίων ή και ξένων που σχετίστηκαν άμεσα με το νησί, φανερώνει μία μακρά και συνεχή άνθηση του μοναχισμού στον τόπο. Ο μοναχισμός, δηλαδή η φυγή σε ερημικές τοποθεσίες για άσκηση και περισυλλογή, παρατηρήθηκε και στην Κύπρο από πολύ νωρίς, ήδη περίπου από τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

 

Δες λήμμα: Ασκητές

 

Ωστόσο η μεγάλη ακμή του μοναχισμού στην Κύπρο ήλθε από τον 7ο αιώνα και εξής. Αυτή η μεγάλη ακμή σημειώθηκε λόγω τριών βασικών παραγόντων, που ήταν:

 

α) η βαθιά θρησκευτική πίστη αυτού τούτου του λαού της Κύπρου, που ώθησε πολλούς να αφιερωθούν στη λατρεία,

 

β) η επικράτηση του Ισλαμισμού στη Συρία και Παλαιστίνη και αργότερα και στη Μικρά Ασία και αλλού, που ανάγκασε πολλούς μοναχούς και ασκητές από εκείνες τις χώρες να φύγουν και να καταφύγουν στην Κύπρο, και

 

γ) η μακρά περίοδος της Εικονομαχίας που δημιούργησε σοβαρότατη κρίση στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και περιελάμβανε σκληρότατες διώξεις των εικονοφίλων. Πολλοί τούτων αναγκάστηκαν να διαφύγουν στην Κύπρο, όπου είτε ασκήτευσαν σε διάφορες τοποθεσίες, είτε ίδρυσαν μοναστήρια. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας η Κύπρος, βάσει συμφωνίας μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, εθεωρείτο «ουδέτερος χώρος» μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων αντιπάλων και ως τέτοιος, δεν υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τη σκληρότατη πολιτική της Αυτοκρατορίας κατά των εικόνων. Αποτέλεσε, έτσι, καταφύγιο πολλών εικονοφίλων.

 

Βλέπε λήμμα: Εικονολατρία- εικονομαχία

 

Κατά την τοπική θρησκευτική παράδοση, μοναστήρια είχαν ιδρυθεί στην Κύπρο ήδη από τον 4ο αιώνα, συνεπώς από τότε μπορεί να ανιχνευθεί στο νησί ο οργανωμένος μοναχισμός. Ωστόσο, μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα η Κύπρος είχε αντιμετωπίσει μία μεγάλη σειρά από επιδρομές των Αράβων, ιδιαίτερα καταστροφικές, που έπληξαν καίρια όλους τους τομείς της ζωής στο νησί. Μόνο κατά τα μέσα του 10ου αιώνα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά την Κύπρο, να την επανεντάξουν στην Αυτοκρατορία και να την απαλλάξουν από τον μόνιμο, ως τότε, αραβικό κίνδυνο. Ιδίως κατά τον 11ο και 12ο αιώνα παρατηρήθηκε η οικοδόμηση στο νησί ενός μεγάλου αριθμού σημαντικών μοναστηριών, συνεπώς και άνθηση του μοναχισμού. Το πλήθος, εξάλλου, των τοπικών και άλλων αγίων που έχει να επιδείξει η Κύπρος, σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τον μοναχισμό. Δηλαδή οι περισσότεροι από αυτούς υπήρξαν μοναχοί ή ασκητές. Συνολικά γνωρίζουμε ονομαστικά από τις πηγές 239 αγίους της Κύπρου, εκ των οποίων αρκετοί είναι πολύ καλά γνωστοί από τις πηγές που μας παραδίδουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή και δράση τους. Για άλλους υπάρχουν λίγες μόνο έως ελάχιστες πληροφορίες. Πέραν δε των 239, υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός άλλων που παραμένουν άγνωστοι. Για παράδειγμα, εκ των 300 «Αλαμάνων» λεγομένων αγίων, παραδίδονται από τις πηγές τα ονόματα μόνο 54 εξ αυτών.

 

Ο ατυχής χαρακτηρισμός «Αλαμάνοι» (δηλαδή Γερμανοί) είναι νεότερος, εδόθη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα από τον ιστοριοδίφη Κ. Σάθα και καθιερώθηκε. Ωστόσο οι 300 αυτοί άγιοι και ασκητές κάθε άλλο παρά Γερμανοί ήσαν. Ο δε χαρακτηρισμός «Αλαμάνος» μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδήλωνε τον στρατιωτικό. Όχι δηλαδή εθνότητα αλλά ιδιότητα. Πάντως μόνο για 5 εκ των 300 αναφέρεται ο χαρακτηρισμός «Αλαμάνος» στις ακολουθίες τους, ενώ υπάρχει και το μοναστήρι ενός 6ου, εκείνο του Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου. Οι 5 αυτοί άγιοι είναι οι Αναστάσιος, Αββακούμ, Αυξέντιος, Θεράπων και Κενδέας. Και αυτοί και όλοι οι άλλοι από τους 300 υπήρξαν ασκητές. Πρώτος αναφέρεται σ’ αυτούς ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (15ος αιώνας) που γράφει ότι (σε ακαθόριστο χρόνο) αυτοί οι 300 είχαν έλθει στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, προφανώς μετά την εκεί επικράτηση του Ισλαμισμού και είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη του νησιού, είτε μόνοι είτε σε μικρές ομάδες. Οι μικρές ομάδες αυτών των ασκητών είχαν, λέει ο χρονικογράφος, και κάποιους άλλους ανθρώπους κοντά τους, που τους φρόντιζαν. Τούτο παραπέμπει σε ίδρυση μικρών μοναστηριών.

 

Πιθανότατα δεν πρέπει να θεωρούμε ότι αυτοί οι 300 είχαν έλθει όλοι μαζί σε ορισμένο χρόνο στο νησί, αλλά είχαν έλθει λίγοι λίγοι και σταδιακά. Πάντως αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι στους τοπικούς αγίους της Κύπρου, που είναι πολλοί, ελάχιστα μοναστήρια αφιερώθηκαν. Πέραν του σημαντικότερου Κυπρίου ασκητή και μοναχού, του αγίου Νεοφύτου, ο οποίος ίδρυσε δικό του ασκητήριο που εξελίχθηκε σε πολύ αξιόλογο μοναστήρι, σε Κυπρίους αγίους αφιερώθηκαν και τα ακόλουθα μοναστήρια: Αγίου Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά (Μεσαορία), Αποστόλου Βαρνάβα στην περιοχή του τάφου του, στη νεκρόπολη της Σαλαμίνος, Αγίου Ηρακλειδίου στο Πολιτικό (περιοχή στην οποία έζησε και έδρασε), Αγίου Μνάσωνος στην ίδια περιοχή, του «Αλαμάνου» Αγίου Αναστασίου στην Περιστερώνα Μεσαορίας, το μικρό μοναστήρι του Αγίου Κενδέα και, ίσως, και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του «Αλαμάνου». Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή μπορεί να προστεθεί επίσης, παρά το ότι ο κύριος ναός του είναι αφιερωμένος στον επίσης Κύπριο άγιο Ηρακλείδιο. Συνολικά 9 μοναστήρια αφιερωμένα σε τοπικούς αγίους που είναι πλήθος.

 

Σε μερικές περιπτώσεις θεωρήθηκαν ως Κύπριοι και άγιοι που, σύμφωνα και προς τους βίους τους, δεν είχαν σχέση με το νησί. Όπως για παράδειγμα η αγία Αικατερίνη, της οποίας μάλιστα θεωρήθηκε και ως χώρος φυλάκισης αρχαίος κτιστός τάφος στη Σαλαμίνα. Και όπως ο άγιος Ερμογένης, του οποίου ο θεωρούμενος ως τάφος επιδεικνύεται στη νεκρόπολη του Κουρίου, όπου και μικρό εκκλησάκι που είχε κάποτε λειτουργήσει και ως μοναστήρι. Και όπως οι άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα, στων οποίων το όνομα είχε λειτουργήσει μικρό μοναστήρι στο χωριό Κοιλάνι, όπου σώζεται ο ναός του. Η «παρεξήγηση» αυτή, της οικειοποίησης δηλαδή ξένων αγίων, προήλθε από βαθιά πίστη και αγάπη προς αυτούς, ώστε να θεωρηθούν τόσο οικεία πρόσωπα.

 

Ασκητισμός και Χριστιανισμός: Ο Χριστιανισμός έδωσε από πολύ νωρίς μεγάλη σημασία στον ασκητισμό, που τον θεώρησε ως σημαντικό τρόπο επιδίωξης της πνευματικής τελειότητας του ανθρώπου. Μεταξύ άλλων, ο ασκητισμός σήμαινε την άρνηση των επιθυμιών του σώματος με καθοδήγηση τη θρησκευτική ευλάβεια και αφοσίωση. Στοιχεία ασκητισμού απαντώνται σε όλες τις θρησκείες, περιλαμβανομένων και αρχαίων, δηλαδή πριν από την καθιέρωση του Χριστιανισμού. Τέτοια στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η ερωτική αποχή, η νηστεία, η φυγή σε έρημους τόπους, η αυτοπειθαρχία, η αυτοσυγκέντρωση, η προσευχή, ο διαλογισμός. Η φυγή σε ερημικές τοποθεσίες (αναχωρητισμός) και η εκούσια παραίτηση από κάθε κοσμική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινωνίας, οδήγησε στην οργανωμένη μορφή του μοναστηριακού ασκητισμού, κατάσταση που μπορούσε να ελεγχόταν από την Εκκλησία. Έτσι ιδρύθηκαν τα μοναστήρια, οργανωμένοι χώροι άσκησης. Ωστόσο συνέχισαν να υπάρχουν και πολλοί αναχωρητές, που ζούσαν μόνοι ή σε πολύ μικρές ομάδες σε απομονωμένες περιοχές.

 

Η Κύπρος σταθμός διακίνησης ασκητών: Οι εκτενείς ερημικές εκτάσεις της Συρίας – Παλαιστίνης, της Αιγύπτου αλλά και της Μικράς Ασίας, υπήρξαν χώροι καταφυγής πολλών αναχωρητών – ασκητών. Η Κύπρος, ευρισκόμενη στο μέσον των χώρων αυτών και των θαλασσίων οδών που τους συνέδεαν, υπήρξε σημαντικός σταθμός διακίνησης ασκητών αλλά και προσκυνητών των Αγίων Τόπων, και ως εκ τούτου, και διακίνησης ιδεών και ιδανικών. Εξάλλου η σχετική απομόνωση της Κύπρου, δεδομένων των τότε συνθηκών (η Κύπρος είναι νησί και τα θαλάσσια ταξίδια αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα) προσφερόταν επίσης για άσκηση και σχετική απομόνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καταφυγής στην Κύπρο για απομόνωση, ύστερα από περιπλανήσεις σε διάφορα μέρη, αποτελεί κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα ο άγιος Ιλαρίων ο μέγας. Αλλά και ο άγιος Επιφάνιος ο μέγας, πολύ γνωστός ασκητής στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο, είχε καταφύγει επίσης στην Κύπρο. Αν και ανέλαβε τελικά στο νησί αρχιερατικά καθήκοντα στη Σαλαμίνα, τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, εξακολούθησε να εκδηλώνει προτίμηση στην ασκητική ζωή. Η φήμη των δύο αυτών πατέρων και ασκητών, ασφαλώς συνέβαλε στην ταχύτερη ανάπτυξη του μοναχισμού στο νησί.

 

Αλλά, πέραν των έξωθεν επισκεπτών, σαφή στοιχεία ασκητικής ζωής απαντούμε στην ίδια την Κύπρο από την αρχή κιόλας του Χριστιανισμού. Στα μέσα του 1ου αιώνα απαντάται να ζει σε σπηλιά παρά την Αμαθούντα ο Αριστοκλιανός, τον οποίο συνάντησε ο απόστολος Βαρνάβας κατά τη δεύτερη αποστολική του περιοδεία. Αλλά και στον Βίο του αγίου Ηρακλειδίου αναφέρεται, την ίδια εποχή, ότι ο άγιος είχε ταφεί στο σπήλαιο όπου δίδασκε και ιερουργούσε, στην περιοχή Ταμασσού. Και ο μάρτυρας Αριστοκλής (4ος αι.) είχε καταφύγει σε απομόνωση στο βουνό πριν βρει τη ψυχική δύναμη να πάει στη Σαλαμίνα, όπου τελικά μαρτύρησε. Ο άγιος Νεόφυτος, πάλι, ο σημαντικότερος Κύπριος ασκητής (12ος αι.) αναφέρει σε έργο του και την περίπτωση των αδελφών Αρκαδίου και Θεοσεβίου που είχαν ασκητεύσει σε σπήλαιο/ ησυχαστήριο, μάλλον τον 5ο αιώνα.

 

Οι 300 "Αλαμάνοι": Την απαρχή του θρύλου των 300 «Αλαμάνων» αγίων της Κύπρου δυνατό να ανιχνεύσουμε στον Ευσέβιο και ειδικότερα στο έργο του «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων». Ο Ευσέβιος, γράφοντας νωρίς τον 4ο αιώνα, δίνει και την πληροφορία ότι κατά το 310 ή 311 (δηλαδή επί των ημερών του, αφού ο Ευσέβιος είχε εκλεγεί το 315 επίσκοπος Καισαρείας) οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να διαλύσουν τις οργανωμένες κοινότητες των Χριστιανών στην Παλαιστίνη. Χώρισαν τα πλήθη των ομολογητών σε μικρότερες ομάδες που τις έστειλαν να κατοικήσουν σε διάφορα μέρη, περιλαμβανομένης της Κύπρου.

 

Αρκετά αργότερα, κατά το έτος 813, μεγάλο κύμα Χριστιανών, τόσο μοναχών όσο και λαϊκών, έφυγε από τη Συρία και Παλαιστίνη και πέρασε στην Κύπρο, λόγω διώξεων εκ μέρους των Αράβων, όπως αναφέρει στη «Χρονογραφία» του ο Θεοφάνης ο Ομολογητής. Πολλοί των φυγάδων, προσθέτει ο Θεοφάνης, κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και πολλοί παρέμειναν στην Κύπρο, όπου μάλιστα τους έστειλε χρηματική βοήθεια ο τότε αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄. Αλλά κύματα φυγάδων θα πρέπει να είχαν έλθει στην Κύπρο και ενωρίτερα, διωγμένοι από τους Πέρσες, μεταξύ δε τούτων ήταν και ο Κύπριος πατριάρχης Αλεξανδρείας άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, που κατέφυγε τότε στην Κύπρο, το έτος 617 ή 619.

 

Στο Βίο του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο ίδιος είχε κτίσει δύο ναούς καθώς και κελιά για διαμονή μοναχών, δηλαδή ουσιαστικά ίδρυσε δύο μοναστήρια, κοντά στη γενέτειρά του Αμαθούντα. Το ένα ήταν αφιερωμένο στην Παναγία και το άλλο στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

 

Οι γνωστότεροι μοναχοί- ασκητές: Μεταξύ των γνωστότερων μοναχών/ασκητών του 6ου–7ου αιώνα που ήλθαν και έζησαν στην Κύπρο για κάποια χρονικά διαστήματα, είναι: ο ηγούμενος Παύλος, που περί το 626 μετέφρασε στην Κύπρο, στη συριακή γλώσσα, έργα του αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Ιωάννης Μόσχος και ο μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Εξάλλου περί το 640 απαντάται να ζει κάπου κοντά στη Σαλαμίνα και ο επίσης μη Κύπριος αββάς Καϊουμάς, που δρούσε περίπου ως ηγούμενος των ασκητηρίων της περιοχής. Στην Κύπρο ασκήτευσε για ένα διάστημα και ο άγιος Παύλος ο Υποτακτικός. Κύπριος όμως ασκητής κατά το β΄ μισό του 6ου αιώνα, ήταν ο μοναχός Αλέξανδρος, συγγραφέας δύο τουλάχιστον εκκλησιαστικών έργων.

 

Απαντώνται, ωστόσο, και περιπτώσεις Κυπρίων που μόνασαν εκτός Κύπρου, όπως για παράδειγμα ο άγιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης (6ος–7ος αι.) που ασκήτευσε σε περιοχή παρά τον ποταμό Ιορδάνη. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, πολλοί Κύπριοι ασκήτευσαν και πολλοί Κύπριοι ιεράρχες έζησαν και έδρασαν εκτός Κύπρου, τόσο στους Αγίους Τόπους όσο και σε άλλα μέρη, περιλαμβανομένης της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

 

Τα πρώτα μοναστήρια: Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι από πολύ νωρίς είχαν ιδρυθεί και μοναστήρια στην Κύπρο. Η τοπική εκκλησιαστική παράδοση τοποθετεί στον 4ο αιώνα την ίδρυση μοναστηριών όπως εκείνο του Σταυροβουνιού και εκείνο της Αγίας Μονής (ή Μονής των Ιερέων) στην επαρχία Πάφου. Επίσης το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων αναφέρεται ότι είχε πρωτοϊδρυθεί επίσης τον 4ο αιώνα. Αρκετά πριν από τον 9ο αιώνα θα πρέπει να είχε ιδρυθεί και το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στον Πενταδάκτυλο. Συνεπώς από νωρίς είχε υπάρξει στην Κύπρο όχι μόνο ο ασκητισμός – αναχωρητισμός, αλλά και ο οργανωμένος μοναχισμός. Ο οποίος θα πρέπει να είχε ενισχυθεί σημαντικά κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (726 – 843, με μία ενδιάμεση ανάπαυλα, μεταξύ του 787 και του 813). Πέρα δε από την άφιξη στην Κύπρο και αργότερα πολλών φυγάδων λόγω διώξεων των Αράβων, μία άλλη περίπτωση άφιξης και εγκατάστασης στο νησί κύματος φυγάδων, μεταξύ αυτών και πολλοί μοναχοί, μαρτυρείται και πάλι από τον χρονικογράφο Λεόντιο Μαχαιρά. Επρόκειτο για πολλούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της το Μάιο του 1453. Η τότε βασίλισσα της Κύπρου, που έτυχε να ήταν η Ελένη Παλαιολογίνα, ανεψιά του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, βοήθησε όσο μπορούσε στην εγκατάσταση των φυγάδων στο νησί. Μάλιστα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ένας κύριος λόγος επιλογής της Κύπρου από τους πρόσφυγες εκείνους ήταν ακριβώς το ότι βασίλισσα του νησιού ήταν ένα μέλος της μεγάλης οικογένειας των Παλαιολόγων. Η Ελένη εγκατέστησε αρκετούς φυγάδες μοναχούς σε μοναστήρι που ίδρυσε (ή επανίδρυσε), εκείνο του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων, κάπου κοντά στη Λευκωσία. Η Ελένη, που βασίλευσε για λίγα μόνο χρόνια, από το 1441 μέχρι το θάνατό της το 1458, είχε αποδειχθεί ευφυής, θαρραλέα, εντριβής περί την ελληνικήν απιστίαν [=την Ορθοδοξία], εχθρά των Λατίνων και ικανή αντίπαλος της Λατινικής Εκκλησίας, όπως τη χαρακτήρισε ο Αινείας Σύλβιος, μετέπειτα πάπας Πίος Β΄. Με αυτά τα χαρίσματα, η Ελένη είχε βοηθήσει και ενισχύσει σημαντικά την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, περιλαμβανομένου και του μοναχισμού.

 

Οι διώξεις μοναχών κατά την Φραγκοκρατία: Αρκετοί άλλοι των τότε φυγάδων μοναχών θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είχαν εγκατασταθεί σε άλλα μοναστήρια από τα λειτουργούντα ήδη. Και, παρά τις σκληρές διώξεις των Ορθοδόξων από τους Λατίνους κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, λειτουργούσαν ακόμη πολλά μοναστήρια, που συνέχιζαν τη ζωή τους ήδη από την εποχή της ίδρυσής τους και της μεγάλης άνθησης του μοναχισμού στο νησί. Αυτή η άνθηση σημειώθηκε τον 11ο και 12ο αιώνα, όταν οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν πλέον αποτελεσματικά τους Άραβες, απάλλαξαν την Κύπρο από τον μόνιμο αραβικό κίνδυνο και επανένταξαν το νησί στην Αυτοκρατορία, κατά τα μέσα του 10ου αιώνα. Πολύ σημαντικά μοναστήρια ιδρύθηκαν τον 11ο και 12ο αιώνα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι χώροι στους οποίους ιδρύθηκαν ήσαν έως τότε τοποθεσίες στις οποίες διαβιούσαν ασκητές, όπως για παράδειγμα στα μοναστήρια της Παναγίας του Κύκκου και της Παναγίας του Μαχαιρά.

 

Στο μεταξύ, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1192–1489) ιδρύθηκαν και λειτούργησαν στην Κύπρο και πολλά λατινικά μοναστήρια. Τα μοναστήρια αυτά ανήκαν τόσο σε μοναστικά λατινικά τάγματα όσο και σε στρατιωτικά, των οποίων τα μέλη ήσαν μεν μοναχοί επίσης, αλλά ταυτόχρονα και ιππότες πολεμιστές. Είδος μοναχισμού που δεν απαντάται στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Τα σημαντικότερα των στρατιωτικών αυτών ταγμάτων ήσαν εκείνα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Τα καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα λατινικά τάγματα, όπως λ.χ. των Αυγουστινιανών, Οψερβαντίων, Καρμηλιτών, Δομινικανών,  Φραγκισκανών κ.α. ήσαν, ωστόσο, περισσότερο «κοσμικά» σε αντίθεση προς τον Ορθόδοξο μοναχισμό που επιδίωκε περισσότερο τη φυγή και απομόνωση. Έτσι, τα περισσότερα ή και όλα των λατινικών ταγμάτων της Κύπρου είχαν μοναστήρια και ιδρύματα μέσα στις πόλεις. Είχαν επίσης παραρτήματα στην ύπαιθρο, σε περιοχές που τους είχαν παραχωρηθεί ως φέουδα.

 

Βλέπε λήμμα: Φραγκοκρατία- Η Λατινική Εκκλησία στην Κύπρο

 

Ωστόσο υπήρξαν και αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες και Ορθόδοξα μοναστήρια έδρευαν επίσης μέσα σε πόλεις, προφανώς για προστασία εντός των τειχών των πόλεων. Στην Κωνσταντινούπολη για παράδειγμα, λειτουργούσαν πολλά μοναστήρια μέσα στην ίδια την πόλη. Στην Κύπρο, έχουμε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας πληροφορίες και για μοναστήρια Ορθοδόξων που βρίσκονταν στη Λευκωσία. Πιθανότατα τα μοναστήρια αυτά είχαν ιδρυθεί ενωρίτερα, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, και συνέχισαν και αργότερα τη λειτουργία τους.

 

Η μοναστική ζωή επί Τουρκοκρατίας: Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1570 – 71, οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν από το νησί, όπου παρέμεινε μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα μοναστήρια, όπως γενικότερα και η ίδια η Εκκλησία, ανέλαβαν τώρα, εξ ανάγκης, και το τεράστιο καθήκον εκπροσώπησης του Ελληνισμού της Κύπρου. Η αναγνώριση από τους Τούρκους της Εκκλησίας ως του εκπροσώπου των Ελλήνων Κυπρίων, την επιφόρτισε και με ασήκωτες ευθύνες, που συχνά σήμαιναν και κίνδυνο για την ίδια τη ζωή των ηγετών της. Με τις νέες σκληρές συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ο μοναχισμός γνώρισε αφενός μία νέα ενίσχυση, καθώς πολλοί κατέφευγαν στη μοναστική ζωή ακόμη και ως λύση ανάγκης, αφετέρου όμως τα μοναστήρια αποτελούσαν μόνιμο σχεδόν στόχο των Τούρκων, που, όπως μαρτυρούν και ξένοι επισκέπτες της περιόδου, εύρισκαν σ’ αυτά αναγκαστική «φιλοξενία», φαγητό και ποτό. Λόγω των συνεχών παρενοχλήσεων, αρκετά των μικρότερων μοναστηριών δεν άντεξαν και διαλύθηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε μαρτυρίες για ύπαρξη γυναικείου μοναχισμού στην Κύπρο. Προφανώς οι σκληρές και, συχνά, επικίνδυνες συνθήκες που επικρατούσαν, δεν ευνοούσαν την απομονωμένη, μάλιστα σε ερημικές τοποθεσίες, διαβίωση λίγων αβοήθητων γυναικών. Δεν έχουμε μαρτυρίες για γυναικείο μοναχισμό ούτε κατά την Βυζαντινή περίοδο, αλλά πιθανότατα υπήρχε. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι κατά τη περίοδο της Φραγκοκρατίας απαντώνται, κοντά σε λατινικά γυναικεία μοναστήρια, και γυναικεία μοναστήρια Ορθοδόξων, που προφανώς θα είχαν ιδρυθεί ενωρίτερα και συνέχισαν τη ζωή τους. Ωστόσο ιδρύθηκαν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και κάποια ακόμη γυναικεία μοναστήρια. Υπάρχει μία αναφορά από τον όσιο Νείλο, τον μοναχό που θεμελίωσε τον οργανωμένο μοναχισμό στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά και συνέταξε την «Τυπική Διάταξη» του μοναστηριού το 1201. Δηλαδή κατά τις αρχές της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ο ίδιος ο Νείλος αναφέρει ότι ο ίδιος είχε ιδρύσει γυναικείο μοναστήρι στην Ταμασσό, αφιερωμένο στην Παναγία Βλαχερνίτισσα, προφανώς εμπνευσμένο από την Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, στη Διήγησιν του μαρτυρίου των 13 μοναχών της Καντάρας, που μαρτύρησαν το 1231 επειδή δεν υπέκυψαν στις πιέσεις των Λατίνων και παρέμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία, γίνεται λόγος για ύπαρξη τότε (1231) και ενός άλλου γυναικείου μοναστηριού, αφιερωμένου στην Παναγία, που αναφέρεται και ως η Μεγάλη Μονή – χωρίς να δίνονται πάντως περισσότερες πληροφορίες. Κατά την αυτή περίοδο της Φραγκοκρατίας λειτουργούσαν και άλλα γυναικεία μοναστήρια Ορθοδόξων. Αναφέρονται εκείνο της Παναγίας Παλλουριώτισσας και ένα ακόμη, μέσα στη Λευκωσία, που αποκαλείται απλώς «Γυναικείο». Τα μοναστήρια αυτά λειτουργούσαν παράλληλα προς τα λατινικά γυναικεία μοναστήρια, όπως ήσαν εκείνα της Αγίας Θεοδώρας (των Κιστερκιανών), άλλο του Αγίου Μάμα, το σημαντικό μοναστήρι της Παναγίας της Τύρου, επίσης στη Λευκωσία, του τάγματος των Βενεδικτίνων, όπως και εκείνο της Αγίας Άννας, το μοναστήρι της Αγίας Κλάρας (του γυναικείου τμήματος του τάγματος των Φραγκισκανών) κ.α.

 

Ο μοναχισμός επί Φραγκοκρατίας: Θα πρέπει να προσεχθεί το ότι, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ο ορθόδοξος μοναχισμός είχε αναπτυχθεί κυρίως στην οροσειρά του Τροόδους, εξ ανάγκης περισσότερο. Είναι χαρακτηριστική μία αναφορά του Στέφανου Λουζινιανού ότι επί των ημερών του (δεύτερο μισό του 16ου αιώνα) στην οροσειρά του Τροόδους και σε ένα μήκος 18 λευγών (περ. 90 χιλιόμετρα) απαντάτο σε κάθε λεύγα και ένα μοναστήρι. Το 1560 (περίοδος Βενετοκρατίας) σε έκθεση του Βενετού αξιωματούχου Μπερνάρντο Σαγρέδο, αναφέρεται ότι υπήρχαν τότε σε λειτουργία 52 Ορθόδοξα μοναστήρια, τα περισσότερα πλούσια.  Το δε 1600 (ήδη περίοδος Τουρκοκρατίας πλέον), σε αναφορά του Κυπρίου επαναστάτη Φραγκίσκου Ακκίδα προς το δούκα της Σαβοΐας, σημειώνεται ότι λειτουργούσαν στην Κύπρο 62 μοναστήρια και σκήτες. Σε αντίθεση προς την αναφορά του Σαγρέδο, ο Ακκίδας δίνει μεγαλύτερο, πλέον, αριθμό μοναστηριών σε λειτουργία, αλλά σημειώνει ότι αυτά ήσαν πολύ φτωχά και οι ένοικοί τους ζούσαν με πολλές στερήσεις. Αυτή την εικόνα της φτώχειας και των στερήσεων των μοναστηριών δίνουν και διάφοροι ξένοι επισκέπτες της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Κατά την περίοδο αυτή δεν επιβίωσε κανένα των προγενέστερων γυναικείων μοναστηριών.

 

Γυναικείος μοναχισμός: Κατά την αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, όπως ήδη σημειώθηκε, ο γυναικείος μοναχισμός. Ελάχιστες είναι οι αναφορές για γυναικείο μοναχισμό. Υπάρχει, για παράδειγμα, μαρτυρία του επισκέπτη Πιέτρο ντελλα Βάλλε (1625) ότι είχε συναντήσει στο μοναστήρι της Αγίας Νάπας μερικές μοναχές, που όμως δεν διέμεναν σ’ αυτό – πιθανότατα είχαν μεταβεί απλώς για προσκύνημα. Το 1738 ο περιηγητής Ρίτσαρντ Πόκοκ γράφει ότι σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία ελάχιστα ήσαν τα γυναικεία μοναστήρια και ειδικά στην Κύπρο δεν υπήρχε ούτε ένα. Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1606 του Αρχείου της Μονής Κύκκου αναφέρεται ονομαστικά κάποια μοναχή Αντωνία στο χωριό Έμπα της επαρχίας Πάφου. Ο δε Ρώσος μοναχός και περιηγητής Βασίλειος Μπάρσκυ, που ταξίδεψε σχεδόν σε ολόκληρη την Κύπρο και επεσκέφθη τη συντριπτική πλειοψηφία των μοναστηριών (επεσκέφθη 55 μοναστήρια ενώ σημειώνει ότι λειτουργούσαν πέραν των 70), μαρτυρεί ότι είχε συναντήσει στο νησί το 1735 μία μόνο μοναχή. Πάντως για ύπαρξη και γυναικών μοναχών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έστω και λίγων σε αριθμούς, γίνεται λόγος και σε βεράτια των Κυπρίων αρχιερέων. Κατά δε την πρώτη επίσημη απογραφή πληθυσμού που έγινε από τους Άγγλους το 1881, φάνηκε ότι σε ολόκληρη την Κύπρο υπήρχαν τότε 16 μοναχές, όμως και αυτές δεν διέμεναν σε ένα οργανωμένο μοναστήρι αλλά ήσαν διασκορπισμένες εδώ κι εκεί (μία υπηρετούσε σε ναό στη Λευκωσία, άλλη διέμενε στο σπίτι της στη Λεμεσό κλπ.).

 

Το πρώτο γυναικείο μοναστήρι των νεότερων χρόνων ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Καϊμακλί, με πρωτοβουλία της μοναχής Θεοφανούς (μοναχή από το 1894, πέθανε το 1918). Το 1928 οι μοναχές που διαβιούσαν στο Καϊμακλί μετακινήθηκαν από τον αρχικό ναό του Αγίου Ιακώβου στο χώρο όπου αργότερα (1935 – 1951) κτίστηκε το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως. Το 1935 ιδρύθηκε δεύτερο γυναικείο μοναστήρι, του Αγίου Αντωνίου, στη Δερύνεια. Δύο χρόνια αργότερα οι εκεί μοναχές μετακινήθηκαν στο χωριό Ξυλοφάγου και εγκαταστάθηκαν στο εξωκκλήσι της Αγίας Θέκλας. Το 1949 οι τότε μοναχές, 13 συνολικά, μετακινήθηκαν και πάλι και επαναλειτούργησαν το για χρόνια έρημο, πρώην ανδρικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου. Το 1962 επαναλειτούργησε ως γυναικείο και το πρώην αντρικό μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου. Και το ίδιο έγινε και το 1965 με το μοναστήρι του Αγίου Μηνά στη Βάβλα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και αρκετά άλλα πρώην αντρικά και για χρόνια έρημα μοναστήρια επαναλειτούργησαν ως γυναικεία, όπως: Αγίου Παντελεήμονα Αχεράς (1968), Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αναλιόντα (1971), Αγίου Κενδέα (1972), Ζωοδόχου Πηγής – Παναγίας Γλωσσά (1975), Παναγίας Σφαλαγγιώτισσας (1977), Αγίου Νικολάου των Γάτων (1983), Αγίας Θέκλας (1991), Παναγίας Αμασγού (1991). Επίσης, ιδρύθηκαν και μερικά νέα γυναικεία μοναστήρια.

 

Μερικά των αντρικών μοναστηριών που είχαν παραμείνει για πολλά χρόνια έρημα και επαναλειτούργησαν στη σύγχρονη εποχή ως γυναικεία πλέον, υπήρξαν και αρχαιότατα και σημαντικά. Όπως εκείνα του Αγίου Γεωργίου των Γάτων στο Ακρωτήρι Λεμεσού και της Παναγίας Τρικουκκιάς στο Τρόοδος, ακόμη και το μικρό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Ορούντα. Για πολύ σύντομο χρόνο λειτούργησε ως γυναικεία και η ιστορική Μονή των Ιερέων στην επαρχία Πάφου. Βλέπουμε συνεπώς ότι, με τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, ιδίως μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1960) γνώρισε ιδιαίτερη ακμή ο γυναικείος μοναχισμός. Αντίθετα, σε δύο μόνο περιπτώσεις έρημα για πολλά χρόνια αντρικά μοναστήρια επαναλειτούργησαν ως αντρικά και πάλι, τα μοναστήρια του Τιμίου Προδρόμου στον Μέσα Ποταμό και του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου. Τούτο όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η άνθηση του γυναικείου μοναχισμού δηλοί και παρακμή του αντρικού. Απλώς, επειδή υπήρχαν και υπάρχουν σε λειτουργία αρκετά αντρικά μοναστήρια, αυτά τα ίδια ενισχύονται και με νέους μοναχούς, ενώ ιδρύθηκαν γυναικεία επειδή δεν υπήρχαν ενωρίτερα. Πάντως παραμένει το σημαντικό γεγονός ότι αξιόλογα μοναστήρια που για χρόνια πολλά ήσαν έρημα και εγκαταλειμμένα, επιδιορθώνονται, αναπαλαιώνονται και ξαναζούν. 

 

Η σκληρή καθημερινότητα της μοναστικής ζωής: Η μοναστική ζωή υπήρξε σκληρή, ιδίως σε εποχές απάνθρωπης σκλαβιάς. Σε εποχές που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, που η μετάβαση σε άλλο μέρος, σε απόσταση ακόμη και λίγων χιλιομέτρων, γινόταν με τα πόδια ή, στην καλύτερη περίπτωση με γαϊδούρι ή αμάξι, που δεν υπήρχαν δρόμοι παρά μόνο μονοπάτια ή και ούτε καν μονοπάτια. Έτσι, ιδίως τα πιο απομακρυσμένα και απομονωμένα μοναστήρια σπάνια δέχονταν επισκέπτες και ούτε μπορούσαν να έχουν οποιεσδήποτε προμήθειες. Τα μοναστήρια έπρεπε, συνεπώς, να ήσαν αυτάρκη. Τούτο σήμαινε καθημερινή σκληρή δουλειά για τους μοναχούς, που θα έπρεπε να επιβίωναν μόνο με ό,τι ήταν δυνατό να παράγουν οι ίδιοι στους κήπους και στις καλλιέργειές τους. Οι μοναχοί ήταν και καλλιεργητές και κηπουροί και βοσκοί και τεχνίτες όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων. Μόνοι άρμεγαν και έφτιαχναν παράγωγα του γάλακτος, μόνοι μάζευαν τις ελιές τους και παρήγαν λάδι, μόνοι έκτιζαν ή επιδιόρθωναν τα κελιά τους, έσπερναν και θέριζαν τα σιτάρια τους κλπ. Και ακόμη, μόνοι ασκούσαν στους εαυτούς τους (και σε άλλους) εμπειρική ιατρική, χρησιμοποιώντας βότανα που μάζευαν οι ίδιοι. Και φυσικά όλες οι σκληρές καθημερινές αλλά και εποχιακές εργασίες που έπρεπε να γίνονταν, γίνονταν πέρα από τις καθημερινές εκκλησιαστικές και θρησκευτικές τους ενασχολήσεις.  

 

Τα μεγαλύτερα μοναστήρια βρίσκονταν σε καλύτερη θέση, μπορούσαν να απασχολούν και επί πλέον εργατικό προσωπικό, αλλά ήσαν επιφορτισμένα και με επί πλέον ευθύνες. Λειτουργούσαν, για παράδειγμα, σχολεία, όπου δίδασκαν τα γράμματα σε νεαρούς δόκιμους και σε παιδιά των γύρω χωριών οι πιο μορφωμένοι από τους μοναχούς. Αλλά και πάλι, τα μεγαλύτερα αυτά μοναστήρια αποτελούσαν και τον στόχο των κατακτητών, ιδίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επί του προκειμένου, μεταξύ των διαφόρων σχετικών μαρτυριών ξένων επισκεπτών, ο Άγγλος περιηγητής Ρίτσαρντ Πόκοκ, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1738, έγραφε σχετικά:

 

«...Όταν ένα μοναστήρι τα πηγαίνει καλά, οι Τούρκοι το επισκέπτονται συχνά και παραμένουν σ’ αυτό, επιβαρύνοντάς το με τέτοια έξοδα που ποτέ δεν καλύπτουν...»

 

Καθόντουσαν, δηλαδή, στο μοναστήρι, έτρωγαν και έπιναν για όσο καιρό ήθελαν και φυσικά δεν πλήρωναν. Εάν εξαντλούνταν έτσι οι όποιες προμήθειες που είχε παράξει το μοναστήρι, η πείνα θα ήταν η πληρωμή για τους ίδιους τους μοναχούς.

 

Και άλλοι ξένοι επισκέπτες γράφουν περίπου τα ίδια, τονίζοντας ότι τα πλέον ευάλωτα στην τουρκική αυθαιρεσία μοναστήρια ήσαν εκείνα που τύγχανε να βρίσκονται κοντά σε κύρια περάσματα (δρόμοι σχεδόν δεν υπήρχαν). Επίσης, πολλοί τονίζουν τη σκληρή ζωή των μοναχών, που ήσαν αναγκασμένοι να ζήσουν σχεδόν αποκλειστικά με όσα μπορούσαν οι ίδιοι να παράξουν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν κανόνας το κάθε μοναστήρι να προσφέρει και φιλοξενία στους οδοιπόρους, οι οποίοι πουθενά αλλού δεν μπορούσαν να βρουν φαγητό και στέγη. Φυσικά και ο υπόλοιπος λαός δεν ζούσε σε καλύτερες συνθήκες, επικρατούσε η φτώχεια, η πείνα και η ανέχεια και τα μοναστήρια δεν είχαν εισοδήματα αφού και οι ίδιοι οι προσκυνητές που τα επισκέπτονταν δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν κάποια ενίσχυση.

 

Το να αποφάσιζε, λοιπόν, ένας άνθρωπος τις εποχές εκείνες της σκληρής σκλαβιάς να γινόταν μοναχός και να κατέφευγε σε μοναστήρι, ήταν πράξη είτε βαθιάς πίστης είτε μεγάλης απελπισίας. Κατά τις μακρές και ιδιαίτερα τραγικές περιόδους της σκληρότατης δουλείας επικρατούσε το σκότος και δεν διακρινόταν πουθενά στον ορίζοντα ούτε η μικρότερη υποψία ακτίδας φωτός για καλύτερες μέρες. Δεν διαφαινόταν καμία προοπτική. Εντούτοις, βρίσκονταν πολλοί για να ακολουθήσουν τον μοναχισμό και να κρατήσουν στη ζωή πολλά μοναστήρια. Αυτό και μόνο προσέφερε την ελπίδα και τη βεβαιότητα για ένα καλύτερο μέλλον. Επειδή, παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τις πλείστες αντιξοότητες, τα ίδια τα μοναστήρια πεισματικά υπήρχαν και λειτουργούσαν. Εκείνος ο άσημος και αφανής μοναχός, που με χίλιες στερήσεις επέμενε να υπάρχει, να διδάσκει τα λίγα ελληνικά γράμματα που γνώριζε, να μαζεύει βότανα και να παράγει φάρμακα, να κρατάει αναμμένο το καντήλι της Ορθοδοξίας, να είναι και βοσκός και γεωργός και κτίστης και παπουτσής και ό,τι άλλο, εκείνος ακριβώς ο μοναχός ήταν που προσέφερε, κατά τους άφθονους αιώνες της υποδούλωσης, τεραστίων διαστάσεων καλή υπηρεσία στην Κύπρο.

 

 Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image