Ηνωμένα Έθνη και Κύπρος

Απαρχές του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη

Image

Επί δεκαετίες η Κύπρος προσφεύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών όπου και θέτει ενώπιον της διεθνούς κοινωνίας το χρόνιο και άλυτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και απ' όπου ζητεί συμπαράσταση και βοήθεια για την ειρηνική επίλυσή του. Ανάλογα με τις ποικίλες φάσεις από τις οποίες πέρασε το Κυπριακό, μπορούμε να το διαχωρίσουμε (σε σχέση προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) στις ακόλουθες περιόδους:

 

1. Περίοδος πριν από την ανεξαρτησία (1950 - 1960).

2. Περίοδος από την ανεξαρτησία μέχρι και την τουρκική στρατιωτική εισβολή (1960 - 1974).

3. Περίοδος μετά την τουρκική στρατιωτική εισβολή (1974 κ.ε.).

 

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε συνοπτικά τις σχέσεις των Ηνωμένων Εθνών με την Κύπρο ως προς το Κυπριακό ζήτημα, κατά την πρώτη περίοδο.

 

1. Περίοδος πριν από την ανεξαρτησία: Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες της Κύπρου, που βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή, ν' αποκτήσει την ελευθερία της. Διακρίνεται για επανειλημμένες αιτήσεις και προσφυγές γι’ αυτό τον σκοπό προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και για την αδυναμία του τελευταίου να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια, κυρίως εξαιτίας του ότι αντίπαλη δύναμη της Κύπρου ήταν η Μεγάλη Βρετανία, μια από τις ηγέτιδες χώρες στον ΟΗΕ όπου και διέθετε κατά τη δεκαετία του 1950 τεράστια δύναμη κι επιρροή.

 

Οι πρώτες σχέσεις της υπόδουλης Κύπρου με τα Ηνωμένα Έθνη χρονολογούνται σχεδόν αμέσως μετά την άνοδο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου στις 20 Οκτωβρίου 1950. Μεθοδεύοντας τον αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων για απελευθέρωση του νησιού τους, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εστράφη προς διάφορες κατευθύνσεις και, φυσικά, προς τα Ηνωμένα Έθνη, στοχεύοντας στη διεθνοποίηση του ζητήματος που οι Άγγλοι κυρίαρχοι θεωρούσαν ως «κλειστόν». Ήδη με επιστολή του ημερομηνίας 8 Φεβρουαρίου 1951, ο Μακάριος κατήγγειλε προς τον ΟΗΕ τη Μεγάλη Βρετανία ότι εξακολουθούσε να κρατεί υπόδουλο και παρά τη θέλησή του, τον κυπριακό λαό. Τον Οκτώβριο του 1952 ο Μακάριος πήγε προσωπικά στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης και στη συνέχεια περιόδευσε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τους εκεί ομογενείς υπέρ της κυπριακής υποθέσεως. Τον Αύγουστο του 1953 ο Μακάριος, ενεργώντας ως εκπρόσωπος του υπόδουλου κυπριακού Ελληνισμού, υπέβαλε αίτηση στον ΟΗΕ με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1953, ζητώντας την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως για τον λαό της Κύπρου, σύμφωνα προς σχετική απόφαση αυτού τούτου του ΟΗΕ με την οποία καλούσε τα κράτη μέλη να προωθούν αυτό το δικαίωμα των λαών. Παράλληλα ο Μακάριος πίεζε κατά το διάστημα αυτό τις διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις να εγγράψουν προς συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του Διεθνούς Οργανισμού το θέμα της αυτοδιαθέσεως της Κύπρου. Συναντούσε όμως μεγάλη απροθυμία εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα ήταν σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας και εξαρτιόταν από αυτήν σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αντιδικήσει μαζί της, και μάλιστα από το επίσημο βήμα του Διεθνούς Οργανισμού. Ωστόσο, στο τέλος του 1953 το Κυπριακό εθίγη στις συζητήσεις στα Ηνωμένα Έθνη από την ελληνική αντιπροσωπεία και παρά τις πιέσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν*. Και τον επόμενο χρόνο 1954 η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλεξάνδρου Παπάγου* αποφάσισε να θέσει για πρώτη φορά το Κυπριακό επίσημα στον ΟΗΕ. Η ελληνική αίτηση υπεβλήθη στις 20 Αυγούστου με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1954 και με την υπογραφή του Παπάγου προς τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Μ' αυτήν εζητείτο όπως εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ιδίου χρόνου για συζήτηση το θέμα: Εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, της αρχής της ισότητος των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου. Παράλληλα ο Μακάριος υπέβαλε και δική του αίτηση, με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1954, ζητώντας από τα Ηνωμένα Έθνη να προωθήσουν το ζήτημα της αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου χρόνου ο Μακάριος πήγε πάλι προσωπικά στην έδρα του ΟΗΕ για προώθηση της ελληνικής προσφυγής υπέρ της Κύπρου.

 

Η επιτροπή για τον καταρτισμό της ημερήσιας διάταξης της Γενικής Συνέλευσης αποφάσισε, στις 23 Σεπτεμβρίου 1954, με ψήφους 9 υπέρ, 3 εναντίον και 3 αποχές, την εγγραφή του θέματος προς συζήτηση. Οι χώρες που ψήφισαν υπέρ της εγγραφής ήσαν: Κίνα, Ισλανδία, Βιρμανία, Σοβιετική Ένωση, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Σιάμ και Συρία. Εναντίον ψήφισαν: Βρετανία, Γαλλία και Αυστραλία. Αποχή τήρησαν: Ηνωμένες Πολιτείες, Ολλανδία και Κολομβία. Την επόμενη μέρα έγινε ξανά ψηφοφορία για την τελική έγκριση της εγγραφής του θέματος από την ολομέλεια. Κατά τη συζήτηση, ο εκπρόσωπος του Ιράκ υπέβαλε πρόταση να αναβληθεί η εγγραφή «για λίγες μέρες». Διεξήχθη ψηφοφορία και ψήφισαν υπέρ αναβολής 24 χώρες: Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Δανία, Δομινικανή Δημοκρατία, Αιθιοπία, Γαλλία, Ινδία, Ιράκ, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περσία, Περού, Σουηδία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ουραγουάη, Βενεζουέλα. Εναντίον της αναβολής εψήφισαν 24 χώρες επίσης: Αφγανιστάν, Βιρμανία, Λευκορωσία, Κίνα, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ελ Σαλβαδόρ, Ελλάς, Αϊτή, Ονδούρες, Ισλανδία, Ινδονησία, Λίβανος, Νικαράγουα, Φιλιππίνες, Πολωνία, Σαουδική Αραβία, Συρία, Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση, Υεμένη, Γιουγκοσλαβία. Απείχαν 12 χώρες: Αργεντινή, Βολιβία, Βρετανία, Βραζιλία, Γουατεμάλα, Ισραήλ, Λιβηρία, Λουξεμβούργο, Μεξικό, Θαϊλάνδη, Τουρκία, Νότιος Αφρική.

 

Μετά από συζήτηση, έγινε ξανά ψηφοφορία και τελικά, με ψήφους 30 υπέρ (κυρίως των σοσιαλιστικών χωρών), 19 εναντίον και 11 αποχές, η Γενική Συνέλευση ενέκρινε την εγγραφή του Κυπριακού.

 

Ο Μακάριος πήγε στην έδρα του ΟΗΕ και είχε συνεχείς επαφές και παρασκηνιακές συναντήσεις με πολλούς αντιπροσώπους χωρών. Αντίθετα, η αντιπροσωπεία της Ελλάδας δεν φαίνεται να είχε κινηθεί ιδιαίτερα δραστήρια στο παρασκήνιο (όπου συνήθως γίνεται η ουσιαστικότερη εργασία και παίρνονται οι περισσότερες αποφάσεις) προς εξασφάλιση υποστηρίξεως από τις διάφορες αντιπροσωπείες. Τελικά, σε αυτή την πρώτη παρουσίαση του Κυπριακού στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, καθοριστική στάθηκε η στάση που τήρησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες και ασκούσαν τότε τεράστια επιρροή και επηρέαζαν καθοριστικά τις αποφάσεις πολλών κρατών - μελών. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχικά βεβαιώσει την Ελλάδα ότι θα τηρούσαν ουδέτερη στάση, τελικά ο αντιπρόσωπός τους στα Ηνωμένα Έθνη Κάμποτ Λοτζ δήλωσε επίσημα στις παραμονές της συζήτησης του Κυπριακού στην Πρώτη Επιτροπή (που θα άρχιζε στις 14.12.1954) ότι η χώρα του θα καταψήφιζε την ελληνική προσφυγή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν, στο μεταξύ, αποφασίσει ότι δεν ήταν προς το συμφέρον τους να μη ικανοποιήσουν πλήρως την Μεγάλη Βρετανία. Την ίδια θέση την οποία εξέφρασε ο Κάμποτ Λοτζ, είχε ταυτόχρονα διαβιβάσει στην ελληνική κυβέρνηση και ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Κάβεντις Κάννον. Στο μεταξύ είχε επιστρατευθεί και η Τουρκία κατά της ελληνικής προσφυγής. Μια μέρα πριν αρχίσει η συζήτηση του Κυπριακού, η Τουρκία πήρε στη Νέα Υόρκη από τη Λευκωσία τον μουφτή της Κύπρου που τον περιέφερε στα γραφεία και στους διαδρόμους του ΟΗΕ για να επιδείξει την «ζωντανή δυστυχία» των Τουρκοκυπρίων.

 

Παραθέτουμε λεπτομερέστερα τα γεγονότα κατά την πρώτη αυτή επίσημη παρουσίαση του Κυπριακού ζητήματος στον ΟΗΕ όχι μόνο γιατί ήταν η πρώτη, αλλά και γιατί τα ίδια τα γεγονότα είναι χαρακτηριστικά του τρόπου που διεξάγονται συνήθως οι εργασίες στα Ηνωμένα Έθνη.

 

Πολλές διαβουλεύσεις έγιναν στο παρασκήνιο. Και στις 14 Δεκεμβρίου 1954, όταν άρχισε η συζήτηση του Κυπριακού, η ελληνική αντιπροσωπεία είχε ήδη καταλήξει στην απόφαση να προσπαθήσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες τουλάχιστον με την κατάθεση ενός ήπιου ψηφίσματος που θα εξέφραζε την ευχή όπως η αρχή της αυτοδιάθεσης εφαρμοστεί στην περίπτωση του πληθυσμού της Κύπρου. Το ψήφισμα όμως αυτό δεν πρόλαβε καν να κατατεθεί. Η αγγλική διπλωματία επιστράτευσε τον αντιπρόσωπο της Νέας Ζηλανδίας που κατέθεσε αμέσως με την έναρξη της συνεδρίας δικό του ψήφισμα που έλεγε απλώς ότι η Γενική Συνέλευση αποφασίζει να μη εξετάσει περαιτέρω το θέμα. Έγινε συζήτηση και τελικά το ψήφισμα της Νέας Ζηλανδίας ενεκρίθη με 49 ψήφους υπέρ και καμιά εναντίον. Άλλες 11 χώρες απέσχαν. Οι χώρες που απείχαν ήσαν 5 της Ανατολικής Ευρώπης, η Χιλή, η Βιρμανία, η Ουραγουάη, η Ινδονησία, ο Ισημερινός και η Θαϊλάνδη. Είναι άξιο προσοχής το ότι η ίδια η Ελλάδα που είχε εγγράψει το Κυπριακό για συζήτηση, ψήφισε διά του αντιπροσώπου της Αλέξη Κύρου* υπέρ του ψηφίσματος που τερμάτιζε κάθε συζήτηση πριν ακόμη αρχίσει!

 

Από την πρώτη αυτή παρουσίαση του Κυπριακού στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών φάνηκε καθαρά η αρνητική έναντι της Κύπρου στάση των δυτικών δυνάμεων και των φιλικών τους κρατών και, αντίθετα, η συμπάθεια των ανατολικών και αρκετών άλλων κρατών που θα αποτελούσαν αργότερα στελέχη του κινήματος των αδεσμεύτων.

 

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση του νησιού με την Ελλάδα όχι μόνο δεν είχε ευνοϊκή αντιμετώπιση στον Διεθνή Οργανισμό, αλλά αντίθετα έδινε την ευκαιρία στην αγγλική διπλωματία να υποστηρίξει με ικανοποιητική επιτυχία ότι η Ελλάδα είχε επεκτατικές βλέψεις και αποσκοπούσε στην προσάρτηση ξένων εδαφών. Όσο κι αν αυτή η άποψη εξαγρίωνε τους Έλληνες Κυπρίους που έβλεπαν το όλο θέμα μόνο συναισθηματικά, ωστόσο έπειθε πολλούς ξένους. Είναι χαρακτηριστική η θέση την οποία εξέφρασε ο εκπρόσωπος της Ινδίας Κρίσνα Μένον κατά τη διάρκεια των εργασιών της 10ης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης τον Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου, 1955:

- ...Ακούσαμε από το βήμα αυτό... ότι είναι τρία τα κυρίως ενδιαφερόμενα μέρη: Οι Βρετανοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Θα μας επιτραπεί να διαφωνήσουμε. Το άμεσο ενδιαφερόμενο μέρος είναι το Κυπριακό έθνος... Για μας οι Κύπριοι αποτελούν έθνος, ένα έθνος που δικαιούται αυτοκυβερνήσεως    και ανεξαρτησίας. Συνεπώς εμείς δεχόμεθα ως λύση του προβλήματος την εγκαθίδρυση ανεξαρτησίας και το τέλος της αποικιακής κυριαρχίας...

 

Το 1954, εν πάση περιπτώσει, το Κυπριακό έφθασε για πρώτη φορά στα Ηνωμένα Έθνη, στην 9η Γενική Συνέλευση, και ο Κυπριακός Ελληνισμός, καθώς κι ο Ελληνισμός γενικότερα, γεύθηκε την πρώτη διεθνή αποτυχία. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος δήλωσε πως το ζήτημα θα επανερχόταν εντονότερο και με «μείζονος ελπίδας επιτυχίας» στην επόμενη, 10η, Γενική Συνέλευση στα τέλη του 1955. Στην Αθήνα, όπου επέστρεψε από τη Νέα Υόρκη στις 2 Ιανουαρίου 1955, ο Μακάριος δήλωσε ότι ἡ θύρα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν παραμένει πάντοτε ἀνοικτή, αλλά δεν επρόκειτο να στηριχθούν όλες οι ελπίδες στα Ηνωμένα Έθνη και πρόσθεσε ότι ὁ  ἀγών θά στηριχθῇ κυρίως εἰς τήν ἐμμονήν, τήν πίστιν καί τήν θέλησιν τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ... Ὁ  ἀγών θά καταστῇ εἰς τήν Κυπρον ἐντονώτερος. Τοῦτο ὑπαγορεύει ἡ πεῖρα τήν ὁποίαν ἀπεκομίσαμεν ἀπό τά Ἡνωμένα Ἒθνη...

 

Τρεις ακριβώς μήνες αργότερα, άρχισε στην Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας.

 

Όπως είχε υποσχεθεί ο στρατάρχης Παπάγος, που μέσα στο 1955 αρρώστησε και πέθανε, το Κυπριακό επαναφέρθηκε για συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το τέλος του 1955, με προσφυγή της Ελλάδας. Όμως ούτε αυτή τη φορά υπήρξαν ελπίδες για ο,τιδήποτε καλύτερο. Την 21 Σεπτεμβρίου 1955 το θέμα συζητήθηκε στην επιτροπή για τον καταρτισμό της ημερήσιας διάταξης με απογοητευτικά αποτελέσματα. Από τις 15 χώρες-μέλη της επιτροπής, οι 7 ψήφισαν εναντίον της εγγραφής του θέματος (Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Νορβηγία, Νέα Ζηλανδία, Χιλή, Λουξεμβούργο), 4 ψήφισαν υπέρ (Αίγυπτος, Πολωνία, Μεξικό, Σοβιετική Ένωση) και 4 απείχαν (Αϊτή, Εθνικιστική Κίνα, Αιθιοπία, Σιάμ). Αυτή τη φορά πρωταγωνιστής των προσπαθειών για ματαίωση της συζήτησης του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση ήταν ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες που ωμά είχε αξιώσει από την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει την προσφυγή της, διαφορετικά θα καταψηφιζόταν, πράγμα που συνέβη. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1955, η Γενική Συνέλευση απέπεμψε ξανά το Κυπριακό με ψήφους 28 έναντι 22 και 10 αποχές. Υπέρμαχοι της αποπομπής του θέματος ήσαν οι δυτικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, ενώ υπέρ της εγγραφής του ετάχθησαν οι ανατολικοί εχθροί της. Έτσι, ενώ στην Κύπρο ο ένοπλος αγώνας κλιμακωνόταν, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών απέστρεφε το πρόσωπό του.

 

Σε αυτή τη δεύτερη παρουσίαση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, η κατάσταση σε ό,τι αφορούσε τους συνασπισμούς των κρατών μελών και την τοποθέτησή τους έναντι του θέματος παρέμενε περίπου η ίδια. Εναντίον τάχθηκαν: Αυστραλία, Βέλγιο, Βραζιλία, Καναδάς, Χιλή, Κολομβία, Κούβα, Δανία, Γαλλία, Ονδούρες, Ιράκ, Λιβηρία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νικαράγουα, Νορβηγία, Πακιστάν, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Σουηδία, Σιάμ, Τουρκία, Νότιος Αφρική, Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Βενεζουέλα. Υπέρ ψήφισαν: Αφγανιστάν, Αργεντινή, Λιβύη, Λευκορωσία, Κόστα Ρίκα, Τσεχοσλοβακία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ελ Σαλβαδόρ, Ελλάς, Γουατεμάλα, Ισλανδία, Λίβανος, Μεξικό, Πολωνία, Σαουδική Αραβία, Συρία, Ουκρανία, Σοβιετική Ένωση, Ουρουγουάη, Υεμένη και Γιουγκοσλαβία. Αποχή τήρησαν: Βιρμανία, Κίνα, Δομινικανή Δημοκρατία, Αιθιοπία, Αϊτή, Ινδία, Ινδονησία, Ιράν, Ισραήλ και Φιλιππίνες.

 

Στο μεταξύ, μετά την εξουδετέρωση της ελληνικής προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη από την Αγγλία και τις συμμάχους της, η κυβέρνηση του Λονδίνου προσπάθησε να πετύχει διευθέτηση του Κυπριακού με προσφορά προς τον κυπριακό λαό ενός συντάγματος αυτοκυβερνήσεως που σταδιακά θα οδηγούσε στην ανεξαρτησία. Ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου στρατάρχης σερ Τζων Χάρτιγκ* ανέλαβε να διεξαγάγει συνομιλίες με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, οι οποίες όμως κατέληξαν σε αποτυχία. Τον Μάρτιο του 1956 ο Μακάριος εστάλη στην εξορία, ενώ ήδη ένα νέο αγγλικό σχέδιο λύσεως του Κυπριακού ζητήματος ετοιμαζόταν, το περιβόητο σχέδιο Μακμίλλαν*. Εξελίξεις σημειώθηκαν και στον ελληνικό πολιτικό χώρο. Ο πρωθυπουργός στρατάρχης Παπάγος πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1955 (την ίδια μέρα που ο Μακάριος συναντούσε για πρώτη φορά τον Χάρτιγκ) κι ένα νέο πρόσωπο εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως διάδοχός του, ο άσημος μέχρι τότε νέος πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής*. Ο Καραμανλής απολάμβανε της εμπιστοσύνης του παλατιού και λέγεται ότι ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να «κλείσει» το Κυπριακό, πράγμα που τελικά πέτυχε το 1959 στη Ζυρίχη.

 

Ωστόσο τον Μάιο του 1956 η ελληνική κυβέρνηση πιεζόμενη από τα γεγονότα στην Κύπρο (εξορία Μακαρίου και εκτεταμένες επιθέσεις του Χάρτιγκ) και την ελληνική κοινή γνώμη, κατέθεσε νέα προσφυγή με θέμα το Κυπριακό στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αντιδρώντας σε αυτή την ενέργεια, το Λονδίνο κατέθεσε στις 12 Ιουνίου του 1956 αγγλική προσφυγή στον ΟΗΕ και ζήτησε τη συζήτηση του Κυπριακού στην επόμενη Γενική Συνέλευση. Όταν το Κυπριακό συζητήθηκε στην 11η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης, τον Φεβρουάριο του 1957, βάση της αγγλικής επιχειρηματολογίας ήταν η χειρονομία της βρετανικής κυβέρνησης να προσφέρει και πάλι ένα σύνταγμα στους Κυπρίους, όπως εκδηλώθηκε κατά το 1956 με την αποτυχημένη προσπάθεια του λόρδου Ράντκλιφ*.

 

Τη νέα αυτή ελληνική προσφυγή για το Κυπριακό υπερασπίστηκε στη Νέα Υόρκη ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ*. Από τον Δεκέμβριο του 1956 μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου του 1957, το Κυπριακό απετέλεσε σοβαρό θέμα παρασκηνιακών διαβουλεύσεων αλλά και συζητήσεων σε διάφορες επιτροπές του ΟΗΕ. Η συζήτησή του στην Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου και ήταν ιδιαίτερα έντονη. Στις 22 Φεβρουαρίου, η Γενική Συνέλευση ενέκρινε το ψήφισμα υπ' αριθμόν XI 1013 που κατέθεσε η Ινδία ύστερα από πολλές ζυμώσεις. Το ψήφισμα έλεγε ότι η λύση του Κυπριακού απαιτούσε ειρηνική ατμόσφαιρα και ελευθερία γνώμης, εξέφραζε τη ζωηρή επιθυμία να εξευρεθεί ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση, σύμφωνη προς τους σκοπούς και τις αρχές του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ και κατέληγε με την ελπίδα ότι θα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις.

 

Τον Φεβρουάριο του 1957 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν παρευρέθη κατά τις συζητήσεις στην έδρα του ΟΗΕ γιατί δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί από τις Σεϋχέλλες. Πήγε όμως στην έδρα του ΟΗΕ όταν το Κυπριακό συζητήθηκε πάλι τον Δεκέμβριο του 1957 στην Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν και πάλι ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που έδωσε πολλές και συνεχείς παρασκηνιακές μάχες. Στην Πολιτική Επιτροπή (συζήτηση στις 9 Δεκεμβρίου 1957) ο Αβέρωφ είχε θυελλώδεις συγκρούσεις με τους αντιπροσώπους της Τουρκίας Σελίμ Σαρπέρ* και της Αγγλίας Άλαν Νομπλ, υφυπουργό Εξωτερικών.

 

Ένα ελληνικό ψήφισμα που κατέθεσε ο Αβέρωφ και που έλεγε ότι η κατάσταση στην Κύπρο ήταν επικίνδυνη κι εξέφραζε την ελπίδα ότι θ' αναλαμβάνονταν διαπραγματεύσεις και συζητήσεις που θ' απέβλεπαν στην εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για το λαό της Κύπρου, πολεμήθηκε σκληρά από το παρασκήνιο, κυρίως από την Αγγλία, την Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά ταύτα, το ψήφισμα «πέρασε» από την Πρώτη (Πολιτική) Επιτροπή στις 12 Δεκεμβρίου 1957 με ψήφους 33 υπέρ (κυρίως των σοσιαλιστικών χωρών και των αραβικών), 20 εναντίον (κυρίως των χωρών - μελών του NATO) και 19 αποχές (μεταξύ των χωρών που απείχαν ήσαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες). Ωστόσο ήταν φανερό ότι το ψήφισμα δεν μπορούσε να εγκριθεί από την ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης (όπου απαιτείτο πλειοψηφία 2/3) κι ο Αβέρωφ δοκίμασε να κάμει κάποιες υποχωρήσεις — που θα διαφοροποιούσαν και το ψήφισμα — αλλά αντιμετώπισε τη διαφωνία του Μακαρίου. Τελικά το κείμενο του ελληνικού ψηφίσματος παρουσιάστηκε στην Γενική Συνέλευση στις 14 Δεκεμβρίου 1957. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν: 31 ψήφοι υπέρ, 23 εναντίον και 24 αποχές. Η πλειοψηφία των 2/3 δεν εξασφαλίστηκε, κι ο Μακάριος σχολίασε:

- ...Δεκάδες προσωπικοτήτων αγωνίζονται κάθε φθινόπωρο και κάθε χειμώνα εδώ στη Νέα Υόρκη, για να βρουν λέξεις, νομικούς όρους και ανώδυνα σχήματα που τους χρησιμεύουν δια να παρακάμπτουν την ουσία των προβλημάτων και να παραβιάζουν τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του οποίου η τήρησις είναι η κύρια αιτία της συναθροίσεως των...

 

Μέσα στον επόμενο χρόνο, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1958, το Λονδίνο παρουσίασε επίσημα το σχέδιο λύσης του Κυπριακού που ονομάστηκε σχέδιο Μακμίλλαν (από το όνομα του εμπνευστή του Χάρολντ Μακμίλλαν) που ήταν, στην ουσία του, διχοτομικό. Ταυτόχρονα, διαβουλεύσεις και παρασκηνιακές ζυμώσεις γίνονταν πολλές και σε διάφορα επίπεδα, που αποσκοπούσαν σε μια διευθέτηση του Κυπριακού το οποίο επηρέαζε, όπως ήταν φυσικό, τις γενικότερες ελλαδο - βρετανο - τουρκικές σχέσεις που άπτονταν και των αμερικανικών συμφερόντων και των συμφερόντων του NATO. Στην ίδια την Κύπρο ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ συνεχιζόταν. Ο Μακάριος, στην προσπάθειά του να αποκρούσει το σχέδιο Μακμίλλαν, έκαμε μια σημαντική υποχώρηση από το αρχικό αίτημα της αυτοδιάθεσης - ένωσης, με την δήλωσή του στην Μπάρμπαρα Κασλ (16.9.1958) ότι αποδεχόταν τώρα λύση ανεξαρτησίας.

 

Στο μεταξύ οι Βρετανοί σταδιακά αναμείγνυαν όλο και περισσότερο την Τουρκία στο Κυπριακό. Όταν το πρόβλημα παρουσιάστηκε πάλι προς συζήτηση στην 13η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1958, ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ βρέθηκε να κονταροχτυπιέται περισσότερο με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Φατίν Ζορλού* παρά με τους Βρετανούς.

 

Στη Νέα Υόρκη βρισκόταν για μια ακόμη φορά και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, προσπαθώντας να δρα στο παρασκήνιο (επίσημα δεν είχε δικαίωμα να μιλά στα Ηνωμένα Έθνη αφού δεν εκπροσωπούσε κράτος - μέλος).

 

Στις 4 Δεκεμβρίου 1958, η Πολιτική Επιτροπή ενέκρινε ένα νέο ψήφισμα για το Κυπριακό, με ψήφους 31 υπέρ, 22 εναντίον και 28 αποχές. Το ψήφισμα είχε κατατεθεί από το Ιράν. Στις 9.12.1958 ωστόσο, η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης προτίμησε να υιοθετήσει ομόφωνα ένα άλλο ψήφισμα που κατετέθη από το Μεξικό και που έγινε έτσι απόφαση υπ' αριθμόν XII - 1287. Το ψήφισμα αυτό και πάλι δεν έλεγε τίποτε: αφού επαναβεβαίωνε την απόφασή της του Φεβρουαρίου 1957, στη συνέχεια εξέφραζε την πίστη ότι οι προσπάθειες για επίτευξη ειρηνικής, δίκαιης και δημοκρατικής λύσης θα συνεχίζονταν.

 

Όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, τα Ηνωμένα Έθνη είναι οργανισμός ενώπιον του οποίου συζητούνται τα διάφορα προβλήματα και δεν λύονται. Ούτε και το Κυπριακό ήταν βέβαια δυνατό να λυθεί στη Νέα Υόρκη. Οι μεγάλες αδυναμίες του Διεθνούς Οργανισμού, όπου τα κράτη -μέλη δεν δρουν κατά συνείδηση αλλά με βάση τα συμφέροντά τους, δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα ήταν δυνατό να εξευρεθεί κάποια λύση. Από τα παρασκήνια όμως του ΟΗΕ, και με την ενθάρρυνση διαφόρων συμμαχικών κύκλων, άρχισαν στο τέλος του 1958 οι μυστικές επαφές και διαβουλεύσεις των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας (Ε. Αβέρωφ και Φ. Ζορλού) που λίγο αργότερα οδήγησαν στην επίτευξη των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, με βάση τις οποίες η Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο κράτος.

 

Η Κύπρος απέκτησε επίσημα την ανεξαρτησία της στις 16 Αυγούστου 1960 και ένα μήνα αργότερα (στις 20 Σεπτεμβρίου 1960) έγινε το 69ο μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image