Αρχων, άρχοντας, άρκοντας

Image

Η έννοια του άρχοντος από την αρχαιότητα ως σήμερα στην Κύπρο ακολουθεί την ίδια σημασιολογική πορεία όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές επαρχίες, με ειδική όμως έμφαση στα νεότερα χρόνια στη σημασία του πλούσιος, δυνατός. Και στην αρχαιότητα σήμαινε τον διοικητή, κυβερνήτη, αρχηγό, βασιλέα, τις «αρχές» (όπως στη Σπάρτη), ιδίως των πόλεων, για τις οποίες οι κύριες μαρτυρίες ανάγονται στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή εποχή. Από το άρχων ή το άρχος ως πρώτο συνθετικό με την έννοια του πρώτου, του πρωτεύοντος, του προέδρου, στην Ελληνιστική εποχή απαντώνται τα σύνθετα ἀρχιδικαστής, ἀρχ(ι)ιερεύς, ἀρχιοικονόμος, ἀρχικυνηγός, ἀρχισωματοφύλαξ, ἀρχηγέτης κλπ. Ως δεύτερο συνθετικό απαντώνται τα σύνθετα ναύαρχος, φρούραρχος, ἱππάρχης, γυμνασίαρχος, κλπ. Πρβλ. επίσης: ἠρχευκώς τῆς πόλεως από το ρήμα ἀρχεύω, ἂρχων και γραμματεύς [τῆς πόλεως] στο Κούριον, απλά ἂρχων στην Αμαθούντα και στους Λήδρους, παισί λαμπαδαρχῶν στους Χύτρους κλπ.

 

Ρωμαϊκή εποχή

Στη Ρωμαϊκή περίοδο βρίσκουμε π.χ. στο Κούριον προνοητοῦ Διονυσίου τοῦ Τρύφωνος τοῦ Κράτητος ἂρχοντος˙ Ἒδοξεν Κουριέων τῇ βουλῇ˙ οἱ ἂρχοντες εἶπον, τῶν ἀρχόντων καί ἀρξάντων, L' ἐπί ἀρχόντων Μοσχίωνος Εὒφρονος Νικάνορος/ Ἀλεξάνδρου, γρ(αμματεύοντος) Ἐπιθέρ(σου).

 

Ο διοικητής της Κύπρου στην Πτολεμαϊκή εποχή έφερε τον τίτλο του στρατηγού, αν και ακριβείς πληροφορίες για την φύση του όρου δεν έχουμε. Ωστόσο η προσθήκη του όρου άρχων ή σατράπης Πτολεμαίου στο στρατηγός καθώς και του συγγενής βασιλέως, του ἐπιστάτης, του ναύαρχος, του ἀρχιερεύς κλπ., δείχνει ότι πέραν της πρωταρχικής στρατιωτικής εξουσίας του είχε και αστικές και άλλες εξουσίες, όπως ακριβώς συχνά και στη Βυζαντινή εποχή.

 

Βλέπε λήμμα: Πτολεμαίοι και Κύπρος

 

Στη Ρωμαϊκή περίοδο απαντάται ο proconsul ή ανθύπατος, αρχικά ανθύπατος και στρατηγός, αργότερα άλλοτε consularis ή ὑπατικός, ή απλώς ἡγεμών τῆς ἐπαρχίας τῆς Κύπρου (τελ. 3ου αι. μ.Χ.). Στα χρόνια του Διοκλητιανού, στα 293 μ.Χ. η Κύπρος υπήχθη υπό τον Πρήφεκτο του Πραιτωρίου, που έδρευε στην Αντιόχεια, και αργότερα έγινε vicarius. Μετά το 331 μ.Χ. επί Μεγάλου Κωνσταντίνου έγινε κόμης τῆς Ἐώας (Comes Orientis), και διόριζε διοικητή της Κύπρου για 1-2 χρόνια, που λεγόταν praeses, κάποτε όμως πάλι consularis ή ὑπατικός της τάξεως των clarissimi με πολυσύνθετες δικαιοδοσίες για όλους τους τομείς της διοικήσεως. Απ' όλους αυτούς η στρατιωτική εξουσία είχε μικρή σημασία εφόσον ως τα 332/3 μ.Χ., που εσωτερική αναταραχή επέβαλε την αποστολή στρατού για να διασφαλιστεί η εσωτερική τάξη και ασφάλεια, η Κύπρος ήταν αποστρατιωτικοποιημένη ρωμαϊκή επαρχία. Κι όταν επί Ιουστινιανού η Κύπρος συνδέθηκε για πρώτη ίσως φορά σε σημαντικό βαθμό με στρατιωτικά προβλήματα, υπήχθη στην πολιτικοστρατιωτική praefectura exercitus (535) στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονταν το Αιγαίο και άλλες επαρχίες.

 

Αραβικές επιδρομές

Όταν κατά την πρώτη αραβική επιδρομή εναντίον της Κύπρου (άνοιξη -καλοκαίρι 649) οι αραβικές πηγές αναφέρουν τον Urkun (=άρχοντα) της Κύπρου, εννοούν προφανώς τον στρατιωτικό και ταυτόχρονα πολιτικό διοικητή της, σύμφωνα με την τρέχουσα βυζαντινή ορολογία, αν και σ’ αυτήν υπάρχει συχνά εναλλαγή και/ ή σύγχυση.

 

Βλέπε λήμμα: Βυζάντιο και Κύπρος- Αραβικές επιδρομές

 

Αφετέρου η κεφαλή κάθε θεσμού στο Βυζάντιον λεγόταν ἂρχων, π.χ. ἂρχων τοῦ ἀρμαμέντου, ἂρχων τῶν ἐργοδοσίων, ἂρχων τοῦ στάβλου, ἂρχων τοῦ τάγματος τοῦ ἀριθμοῦ, ἂρχων τῶν ταγμάτων κλπ. Αργότερα ο πρωτονοτάριος τοῦ θέματος ήταν ο τῆς πολιτικῆς διοικήσεως ἂρχων. Υπήρχαν ακόμη άρχοντες πολιτικοί, στρατιωτικοί, θεματικοί, ταγματικοί, ἐκκλησιαστικοί, λαοῦ, πολέμου, ἒργου, κτηματικοί, που έχουν γενική έννοια διευθύνσεως και /ή διακρίσεως χωρίς να καθορίζονται οι ακριβείς λειτουργίες τους στην κάθε ειδική περίπτωση. Αυτό ίσχυε φυσικά και για την Κύπρο, όπως και οι αρχές που επέβαλε ο Ιουστινιανός (Κωδ. Ιουστιν. 1.3.35) κάθε πόλη να έχει ἐκ παντός τρόπου ἀχώριστον καί ἲδιον ...ἐπίσκοπον, και αν κάποιος φορολογούμενος έχει αμφιβολίες για το ύψος του φόρου που οφείλει στο δημόσιο και για το κτήμα του που φορολογείται, οι φύλακες τῶν δημοσίων ἀπογραφῶν να υποχρεώνονται ὑπό τοῦ τῆς ἐπαρχίας ἂρχοντος ἢ ἐκείνου ἀμελοῦντος παρά τοῦ τῶν τόπων ὁσιωτάτου ἐπισκόπου να δηλώσουν στους φορολογουμένους με σαφήνεια το τι και γιατί χρωστούν και έτσι να εισπράττονται οι φόροι. Αυτή η σχεδόν συνταύτιση και εξομοίωση πολιτικού άρχοντος και επισκόπου βέβαια εισάγει και τους επισκόπους, και τυπικά, στον κύκλο της έννοιας άρχοντες όπως και η Novella του Ιουστίνου Α' του 569: προτρέπομεν τούς ἑκάστης ἐπαρχίας ὁσιωτάτους ἐπισκόπους, κτητόρων τε καί οἰκητόρων τούς ἂγοντας τά πρωτεῖα, διά κοινῆς δεήσεως ἀναφέρειν ἐπί τό ἡμέτερον  κράτος   τούς  αὐτοῖς  ἐπιτηδείως ἒχειν προς τήν ἀρχήν τῆς αὐτῶν ἐπαρχίας νομιζομένους. Δηλαδή οι επίσκοποι θα υπεδείκνυαν στον αυτοκράτορα ποιοι από τους πρωτεύοντες, δηλ. τους προκρίτους κάθε επαρχίας ήταν καταλληλότεροι για την αρχήν, την διοίκηση της επαρχίας, τους, ώστε, εννοείται, αυτός να επιλέξει ανάμεσά τους τον καλύτερο για διοικητή, και άλλους για μικρότερα αρχοντικά αξιώματα. Σ' άλλη Novella ο Ιουστινιανός Α' ζητεί από τους επαρχιακούς επισκόπους και προκρίτους να του καταγγέλλουν τις υπερβασίες και αδικίες των τοπικών αρχόντων, ώστε να στείλει εξεταστή για να δικάσει και επιβάλει ποινές, όπως είχε πράξει παλαιότερα και ο Βαλεντινιανός Α'.

 

Τους παρακμασμένους από την Ύστερη Ρωμαϊκή εποχή αρχαίους αιρετούς αστικούς θεσμούς των ελληνιστικών πόλεων διαδέχονται τώρα οι άρχοντες που διορίζει ο αυτοκράτορας, οι τοπικοί ἐπίσκοποι καί πρωτεύοντες που είναι οι πρώτοι υπεύθυνοι έναντι του αυτοκράτορα, και δεύτεροι οι υποψήφιοι για μικρότερες θέσεις στις οποίες πάλι τους διορίζει ο ίδιος. Όλοι αυτοί, μια μάλλον κλειστή κοινωνικά και οικονομικά ομάδα, στη λαϊκή ορολογία είναι οι πραγματικοί και οι δυνάμει άρχοντες κάθε πόλης, κώμης και χωριού ή επαρχίας με την γενική έννοια του όρου. Απ' εδώ ακριβώς πηγάζει ο νεότερος κυπριακός όρος οι αρκόντοι, με οικονομικό, κοινωνικό και ταυτόχρονα διοικητικό νόημα, οι συνήθως ταυτόχρονα και προύχοντες, και δυνατοί, και πλούσιοι, που είτε ντε γιούρε είτε ντε φάκτο κατευθύνουν τις τύχες του τόπου, τον διοικούν και τον εκπροσωπούν. Είναι οι ἂρχοντες μείζονές τε καί μικροί που συναντούμε στο Φανάρι της Θεσσαλίας στα 1342 και αλλού πριν και κατόπιν: η ἂρχουσα τάξη ή ομάδα που σύγκειται από διάφορα διευθυντικά στρώματα, που αλλού λέγονται πρωτοπολῖται ή πρωτεύοντες, ή πατέρες τῆς πόλεως, που πρέπει να διακρίνονται από τον άρχοντα ή έπαρχο ή δούκα ή διοικητή ή στρατηγό της Κύπρου (και άλλων επαρχιών). Στην ύπαιθρο οι ἂρχοντες αυτοί ήταν κυρίως γαιοκτήμονες, αυτοί που στη Δύση λέγονταν φεουδάρχες και θεωρούνταν συνήθως τόσο στη Δύση όσο και στο Βυζάντιον ευγενείς.

 

Ο ἂρχων της Κύπρου διορίζεται κατ' ευθείαν από τον αυτοκράτορα, όπως και εκείνος της Κρήτης, της Χαλδίας, της Χερσώνος, της Δαλματίας και του Δυρραχίου, και διευθύνει (συνήθως) τον τοπικό στόλο που σταθμεύει στην Κύπρο (10ος αι.) για να ελέγχει και επιθεωρεί την γύρω περιοχή, ενώ ο δούκας διοικεί τον στρατό ξηράς και ο στρατηγός είναι ο γενικός διοικητής όλων.

 

Στις αρχές του 10ου αι. και ενώ από το (649 ή 653 /4) 680 (ώς το 963/4 με μικρά διαλείμματα) στην Κύπρο επικρατούσε το ιδιότυπο καθεστώς συγκυριαρχίας Αράβων - Βυζαντινών και μαζί ουδετερότητας, αναφέρεται πρωτοσπαθάριος Λέων καί  Ἂρχων Κύπρου ὁ τοῦ Συμβατίκη, που έστειλε κατασκόπους στην Ταρσό, προφανώς από την Κύπρο, και πρέπει να είχε και στρατιωτική και πολιτική εξουσία, ενώ ο (ναύαρχος) Ιμέριος με βάση την Κύπρο εξεστράτευσε κατά της Συρίας. Στα μέσα του 9ου αι., όταν ο Βασίλειος τήν Κύπρον εἰς θέματος τάξιν κατέστησεν, διεπέρασεν ἐν αὐτῇ Ἀλέξιον στρατηγόν ...Στα 773 αναφέρεται ο ἐκπροσώπου Λαχερβάφος και λίγο έπειτα ο Σταυράκιος ὁ σπαθαροκανδιδάτος για την είσπραξη των φόρων. Κατά την περίοδο της αραβοβυζαντινής συγκυριαρχίας αναπτύχθηκαν οι τοπικοί θεσμοί των αστικών δημοτικών αρχόντων (άγνωστο αν αιρετοί ή με διορισμό). Παράλληλα δημιουργήθηκαν και ανάλογοι θεσμοί για την αραβική μειονότητα που ζούσε στην Κύπρο: imam, emir (=ναύαρχος), hakem (=δικαστής - διοικητής) και ένας πατρίκιος. Με την ανακατάληψη του νησιού στα 963/4, αναφέρονται ο Κατεπάνω Θεόφιλος Ερωτικός (1042), ο δούκας Ραψομάτης (1092), ο (άδικος) στρατηγός Ευμάθιος Φιλοκάλης (1105 -1110), ο (δίκαιος) δικαστής και φοροεισπράκτορας Καλλιπάριος σε αντιστάθμισμα εκείνου, κ.α. Όλοι βέβαια ήσαν άρχοντες στη γενική λαϊκή έννοια του όρου, και πρέπει, όπως και οι πρωτοπολῖται και πρωτεύοντες, να διακρίνονται από το πλήθος των αρχόντων της Εκκλησίας: ἂρχων τοῦ ἀντιμηνσίου, ἂρχων τῶν μοναστηρίων, ἂρχων τῶν φώτων, ἂρχων τῶν ταβουλ(λ)αρίων, ἂρχων τῶν κοντακίων κλπ., που εξακολουθούν και επί Τουρκοκρατίας ως σήμερα, με μικρές παραλλαγές κι εξελίξεις σ' ολόκληρο τον ελληνικό και ορθόδοξο χώρο και στην Κύπρο.

 

Βλέπε λήμμα: Εκκλησία της Κύπρου

 

Φραγκοκρατία

Κατά την Φραγκοκρατία (1191 - 1570) όταν οι πλείστοι Βυζαντινοί Κύπριοι άρχοντες -γαιοκτήμονες εγκατέλειψαν το νησί, ἀρχοντολόγιν (=πλούσιοι και δυνατοί) ήσαν προπάντων Φράγκοι και άλλοι ξένοι, αλλά και Έλληνες αστοί. Π.χ. βλ. Λ. Μαχαιρά Χρονικόν, παρ. 157: οὗλον τό ἀρχοντολόγιν τούς πουρζέζιδες τῆς Λευκωσίας. Πρβλ. αυτ.: ἡ ἀρχοντία τοῦ πατρός του ρε Οὖτζε (=ο πλούτος, αυτό που λέμε και σήμερα αρκονκιά και δηλώνει και τον πλούτο, την ευμάρεια αλλά και την καλή ανατροφή και το ήθος). Πρβλ. αυτ., παρ. 172: πύργον γεμάτον ἀξαζόμενα πράγματα καί ἀρκοντίες (=πολύτιμα είδη και πλούτη). Αυτ., παρ. 92: μερτικόν ἀπέ τήν ἀρχοντίαν τήν εἶχεν ὁ σίρ Φρασές Οὐλαχᾶ(=πλούτος). Πρβλ. παρ. 104: ἀρχοντικόν παναγῦριν ὀκτώ ἡμέρες εἰς τό κουρουνίασμάν του (=σύναξη ευγενών). Πρβλ. παρ. 636: καί οἱ ἂρχοντες ἀρχοντυνίσκασιν καί οἱ δελοιποί ἀπού τά κούρση (=και οι άρχοντες πλούσιοι και/ ή κυβερνώντες και οι υπόλοιποι πλούτιζαν από τις λείες των πειρατειών).

 

Πρβλ. επίσης τη νεότερη κυπριακή παροιμία Ἂρκος με τήν ἀρκογκιάν του καί ὁ φτωχός με τά παιδκιά του (Κυπρ. Χρον., ii, σ. 17). Σ' αυτή μπορούν να προστεθούν και άλλες στου Παύλου Ξιούτα, Παροιμίες του Κυπριακού Λαού (Ευχές - Κατάρες - Μαντέματα), τ. Α' (Α-Β-Γ-Δ-Ε), Λευκωσία, 1984, Εκδ. Ιδρ. Αρχιεπ. Μακαρίου Γ', σσ. 199-201 αρ. 643-647.

 

Οθωμανοκρατία

Οι άρχοντες της Κύπρου στην πρώτη κυρίως φάση (1570-1700) της Οθωμανικής περιόδου, λαϊκοί και κληρικοί, ήσαν συσπειρωμένοι γύρω από τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους, και προέρχονταν σε σημαντικό βαθμό από τους παλαιούς επιζήσαντες ἂρχοντες καί καβαλλαράδες [ἱππότες], που στα 1570-1572/3 γύριζαν στο νησί σαν στρατοκόποι, με άλογα και φοράδες για να μην τους γνωρίσουν οι Τούρκοι, ζητώντας ελεημοσύνη από τους παροίκους τους, ντυμένοι τους καπάδες, ή πουλώντας κρασί για να ζήσουν. Σύντομα όμως συνεργάστηκαν με όσους άλλους άρχοντες συγγενείς και φίλους τους είχαν ήδη προσχωρήσει στο νέο καθεστώς και είτε τούρκεψαν είτε εξελληνίστηκαν και μαζί όλοι απετέλεσαν τη νέα μεικτή άρχουσα τάξη του νησιού σε πόλεις και χωριά, ελέγχοντας πάλι τους πόρους και τα αξιώματα, όπως πριν από το 1570, αλλά με νέα ονόματα.

 

Βλέπε λήμματα: Αστική ζωή και Τουρκοκρατία

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια