Ασκητές

Image

Όπως στον υπόλοιπο ελληνορωμαϊκό χώρο έτσι και στην Κύπρο η ασκητική αντίληψη της ζωής και η ασκητική πράξη συμφύονται με τις ίδιες τις ρίζες του Χριστιανισμού, αλλά και με προχριστιανικές ανάλογες παραδόσεις που ενσωματώθηκαν σ' αυτόν, συχνά υπερβάλλοντας σε ακρότητες τα πρότυπα και τις πηγές τους. Πιστεύεται ότι επειδή κατά την ανόρθωση της Σαλαμίνος ως Κωνσταντίας μετά τους σεισμούς του 332 και του 342 μ.Χ., το θέατρό της μετατράπηκε από χώρο μονομαχιών σε θέατρο για παραστάσεις μίμων, όπως αυτούς που ακόμη παριστάνονταν στην Κωνσταντινούπολη, αυτό απετέλεσε τροχοπέδη στη γρήγορη ανάπτυξη του ασκητισμού στην Κύπρο. Είναι πιθανό ότι η ευημερία του νησιού κατά τον 4ο αι. μ.Χ, παρά τους σεισμούς και την ανομβρία που πρέπει να τεθεί στα 332/3 —κι όχι στο 326 όπως θέλει η παράδοση για την επίσκεψη της αγίας Ελένης— και η αναβίωση των πόλεων, η ακμή του εμπορίου και της ναυπηγικής, η οικοδόμηση λαμπρών βασιλικών και η σταδιακή, ειρηνική μετάβαση από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό δεν ευνοούσαν, τουλάχιστον σε μεγάλη κλίμακα, την ανάπτυξη ακραίων ασκητικών ρευμάτων, που σ' ένα βαθμό εξ αντικειμένου εκπροσωπούσε ο άγιος Τύχων με τις βιαιότητές του κατά των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων. Κατά τον Ερμεία Σωζόμενο, όμως, τον Σαλαμίνιο, αφού η Παλαιστίνη άρχισε να ζει ασκητικά λαμβάνοντας μαθήματα από τους Αιγυπτίους, ο Ιλαρίων, μαθητής του αγίου Αντωνίου, εγκαταλείποντας το μοναστήρι του ήλθε από τη Θαβαθά, νοτίως της Γάζας, στην Κύπρο και στην περιοχή Πάφου κατοίκησε σε σπηλιά, όπου δεχόταν πολλούς επισκέπτες δίδοντας ώθηση στον ασκητισμό με το παράδειγμά του. Εκεί τον συνάντησε στα 367 μ.Χ. ο Επιφάνιος και έμεινε δυο μήνες. Στο ίδιο όρος όπου παλαιότερα είχε μείνει ο Ιλαρίων και είχε ιδρύσει την ησυχαστική και ασκητική του παλαίστρα κατά των δαιμόνων, ο Γεννάδιος τέως «αρχιεπίσκοπος» Κωνσταντινουπόλεως διάλεξε αργότερα να μείνει για λίγο, ως φαίνεται, μαζί με τον έμπιστό του Νείλο, όπως γράφει ο κατ' εξοχήν ασκητής του νησιού, ο Νεόφυτος ο Εγκλειστος* (12ος - αρχ. 13ου αι.). Ο ίδιος ο Επιφάνιος, Εβραίος στην καταγωγή, ως ασκητής είχε διαπρέψει στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο, όπου αρνήθηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος προτού έλθει από την μονή του (στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης) στην Κύπρο, πρώτα στην Πάφο και έπειτα στη Σαλαμίνα, όπου δεν μπόρεσε να αποφύγει τη χειροτονία στην έδρα Κωνσταντίας. Εκεί με χρήματα των πλουσίων Ελλήνων κεφαλαιούχων και κτηματιών ίδρυσε την περίφημη βασιλική του, θαμπώνοντάς τους με τις θαυματουργές ιάσεις του. Τις δημόσιες θέσεις στην έδρα του κατείχαν τέτοιοι πλούσιοι αιρετικοί, που ο Επιφάνιος τους υποχρέωσε να ασπασθούν την ορθοδοξία.

 

Η ίδια αντίθεση πλούτου και ασκητισμού στην περιοχή Κωνσταντίας παρατηρείται και αργότερα, στις αρχές - μέσα του 7ου αιώνα, οπότε σημαντικός αριθμός ασκητών εγκλείστων και στυλιτών ζούσαν σε σπήλαια, μοναστήρια, «στύλους» και εγκλείστρες στην περιοχή Αμμοχώστου - Κωνσταντίας· πολλές φορές σε παλαιούς θαλαμοειδείς, συνήθως, τάφους ειδωλολατρικούς που τους διασκεύαζαν κάπως, όπως και στις περιοχές Πάφου (Ελληνόσπηλιοι), Πολιτικού -Ταμασσού, Λάμπουσας - Λαπήθου, Κερύνειας, Καμπανόπετρας κ.α. Τα Τζελλάρκα, η φυλακή της αγίας Αικατερίνης, τα θαλαμοειδή σπήλαια στο χωριό Στύλλοι Αμμοχώστου, τα πλείστα με είσοδο ανατολική, ήσαν ενδιαιτήματα ασκητών στυλιτών και εγκλείστων. Στύλος σήμαινε κάθε σκαμμένο κοίλο βράχο -εγκλείστρα, όχι απαραιτήτως την κολόνα, και το χωριό Στύλλοι ακριβώς από αυτούς πήρε το όνομά του. Τα ασκητήρια αυτά, ιδίως της περιοχής Αμμοχώστου, ήταν κέντρα διαμετακόμισης ανατολικών θεολογικών ιδεών καθώς διατηρούσαν στενές σχέσεις προς το Σινά, τον κόλπο του Αγίου Αντωνίου, το Κλύσμα και γενικά τον συριακό, αιγυπτιακό και παλαιστινιακό αναχωρητισμό και μοναχισμό, προσλαμβάνοντας ιδέες όπως εκείνη του Αl Araf (ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως για τους νεκρούς αντιφατικούς χαρακτήρες, τα αβάπτιστα νήπια, τους βλάκες κλπ.), που απαντάται και στο Κοράνι. Αυτή τη θεωρία δίδαξε λίγο προ του 642/3 ο αββάς των ασκητηρίων Αμμοχώστου Καϊουμάς στους Κυπρίους επισκόπους ˙ ο ίδιος είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Κλύσμα.

 

Τέτοιος ασκητής που έζησε στην Κύπρο επί αρχιεπισκόπου Lorqedis (Αρκαδίου, 625/6 - 642/3) για πολύ, γι’ αυτό επονομάστηκε Κύπριος, ήταν ο Γρηγόριος, Συρο - Πέρσης «ορθολογιστής» Νεστοριανός, ιδρυτής της μουσουλμανικής μυστικής θεολογίας, καθώς και της νεστοριανικής. Σαν κι αυτόν υπήρχαν κι άλλοι πολλοί. Προφανώς η Κύπρος διαδραμάτιζε τότε ρόλο ενοποιητικό των ασκητικών παραδόσεων των γύρω χωρών, όπως και προηγουμένως και ιδιαίτερα επί Επιφανίου Κωνσταντίας (366/7 - 402), που αλληλογραφούσε με μοναχούς και ασκητές, κληρικούς και ιεράρχες όλων των γύρω χωρών για θεολογικά θέματα, ένδειξη αποφυγής διακρίσεων μεταξύ των ασκητικών παραδόσεων των γύρω χωρών από αυτόν.

 

Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα ακραίων ασκητών του 4ου - 5ου αι. μ.Χ. στην Πάφο, για τα οποία (όπως και για τον Γεννάδιο) μαθαίνουμε από κείμενα του αγίου Νεοφύτου, ήσαν οι Μελανδριώτες αδελφοί Αρκάδιος και Θεοσέβιος, ο πρώτος επίσκοπoς Αρσινόης Πάφου, που (όπως ο Επιφάνιος) πριν δεχθεί να χειροτονηθεί επίσκοπος, ὂρεσι καί σπηλαίοις καί ταίς ὀπαῖς τῆς γῆς κατεκρύπτετο, νηστείαις καί ἀγρυπνίαις καί προσευχαῖς διεκοσμεῖτο, κι όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Πάφου σκεπτόταν να αποδράσει στην έρημο. Είναι η ίδια ασκητική παράδοση που συναντούμε στον 7ο αι. στους Στύλλους Αμμοχώστου και στη διάρκεια των αραβικών επιδρομών, οπότε μοναχοί και ασκητές από την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τη Συρία κ.α. κατέφευγαν στην Κύπρο για προστασία.

 

Ανάμεσα στα ασκητικά μοναστικά κέντρα του 7ου αι. ήταν τα μοναστήρια στο ακρωτήρι Δάδες (=Πύλας), Συμβούλου στην Επισκοπή (=Σύμπουλας), Αγίου Νικολάου των Γάτων ή του Στύλου, που προφανώς δηλώνει ασκητήριο όπως και οι Στύλλοι Αμμοχώστου, ενώ στον 4ο αι. τίθεται με πιθανότητα το μοναστήρι Ιερέων στον Στατό Πάφου, στα χρόνια του Ιλαρίωνος.

 

Στην περίοδο των αραβικών επιδρομών, ασκητές και άλλοι μοναχοί κατέφευγαν στην Κύπρο όχι μόνο διωκόμενοι από τους Άραβες αλλά και από τις βυζαντινές αρχές για τα εικονολατρικά τους φρονήματα, π.χ. στα 770 μ.Χ. επί Κωνσταντίνου Ε' (741- 775) ο στρατηγός του θέματος Θρακησίων εξόρισε στην Κύπρο και αλλού εικονολάτρες μοναχούς και μοναχές, ενώ ο άγιος Στέφανος ο Νέος, ηγούμενος μονής στο όρος του Αγίου Αυξεντίου στη Μικρά Ασία, που πέθανε μαρτυρικό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη στα 765 για την εικονοφιλία του, συμβούλευε τους ομοϊδεάτες του να καταφεύγουν για να σωθούν στην Κύπρο ή στην Κριμαία ή στη Ρώμη, που ήσαν εκτός βυζαντινού ελέγχου τότε. Στα 780 Βυζαντινοί μοναχοί εικονόφιλοι φυγάδες στην Κύπρο συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από Άραβες και μετεφέρθησαν στη Βαγδάτη.

 

Στα 721 και στα 813 πολλοί μοναχοί και λαϊκοί Χριστιανοί από τη Συρία και την Παλαιστίνη κατέφυγαν στην ουδέτερη Κύπρο, κι απ' εκεί οι τελευταίοι (του 813) στην Κωνσταντινούπολη. Οι εικονόφιλοι μοναχοί και ασκητές πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Συρία - Παλαιστίνη και την Κωνσταντινούπολη επηρέασαν την τέχνη της Κύπρου, ιδίως τη ζωγραφική των εκκλησιών και μοναστηριών, μεταδίδοντας σ' αυτήν ανατολικά στοιχεία ή στοιχεία της τέχνης της πρωτεύουσας. Οι ασκητές ίδρυσαν και νέα ασκητήρια (όπως π.χ. στην περιοχή Κυθρέας προς το Φιλλέρι, στον Καραβά προς την Παναγία Στάζουσα, στη Λάπηθο προς τα ΝΔ. στην περιοχή Κρέμμοχας), και οι μοναχοί κοινόβια και μοναστήρια όπως των Καθάρων μεταξύ Λαπήθου και Λάρνακα της Λαπήθου, της Κρινιώτισσας στην ίδια περιοχή πάνω από τη Βασίλεια, των Αγίων Φανέντων, του Μεγάλου Αγρού, της Αψινθιώτισσας, της Μακεδονίτισσας κ.α. Ίσως ασκητές ζούσαν κατά την περίοδο αυτή στα σπήλαια του Κόρνου κοντά στη Λάπηθο - Βασίλεια, του Πιλεριού, του Κοτζιάκαγια στην Αγίρτα, του Προφήτη Ηλία 4,5 χμ. δυτικά του φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα πλάι σε πηγή, τα τρία τελευταία σε απόσταση 6-7 χμ. το ένα από το άλλο, χαρακτηριστικά όλα στον Πενταδάκτυλο, απέναντι στη Μικρά Ασία. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους των σχέσεων της Κύπρου από τη Συρία -Παλαιστίνη - Αίγυπτο προς τη Μικρά Ασία, αντανακλάται και στην ασκητική - μοναστική συγγραφική παραγωγή, που ενώ ως τις αραβικές επιδρομές περιστρεφόταν συχνά γύρω από τους βίους ασκητών των χωρών αυτών (π.χ. Βίος τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ κατά Χριστόν Σαλοῦ καί Βίος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας τοῦ Κυπρίου από τον Λεόντιο Νεαπόλεως) και βίους τοπικών αγίων, εφεξής στρέφεται και προς τους αγίους της Μικράς Ασίας και Κωνσταντινουπόλεως (π.χ. Βίος Ἰωάννου Χρυσοστόμου από τον Τριμιθούντος Θεόδωρο στα 680, Βίος τοῦ Ἁγίου Θεράποντος που ετάφη στον Ελλήσποντο κατά την εκεί μετοικεσία των Κυπρίων, 690 /1 -698 /9 ή 705, από ανώνυμο που έγραψε στην Κωνσταντινούπολη), στην εικονομαχική έριδα και στις περιπέτειες των Κυπρίων λόγω των αραβικών επιδρομών (π.χ. Βίος του Αγίου Δημητριανού Κυθρέας, που ανέλαβε αποστολή στη Βαγδάτη για τη σωτηρία του αιχμαλώτου ποιμνίου του), κλπ.

 

Τουλάχιστον σημαντικός αριθμός των κακώς λεγομένων «300 Αλαμάνων αγίων»* της Κύπρου, των οποίων οι Βίοι μαρτυρούν ασκητική αγιότητα παράλληλα προς στρατιωτική ιδιότητα και αγροτικό - ποιμενικό περιβάλλον διαβίωσης, φαίνεται ότι ήλθαν στην Κύπρο στη διάρκεια των αραβικών επιδρομών, εγκαταστάθηκαν στο νησί και ενίσχυσαν το τοπικό ασκητικό ρεύμα ζώντας σε ταπεινά σπήλαια και βουνοκορφές, και αναμείχθηκαν προς ντόπιους ασκητές τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στην αγιολογική παράδοση της Κύπρου.

 

Με την ανακατάληψη της Κύπρου από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στα 963/4 αυξήθηκε ο στρατιωτικός της ρόλος και ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις της, τα φρούρια, οι πύργοι και τα παρατηρητήρια σε επίκαιρα σημεία, ιδίως των ορεινών περιοχών και στις διαβάσεις, όπου ιδρύθηκαν ή αναπτύχθηκαν και μοναστήρια, όλα με κρατική χρηματοδότηση μέσω τοπικών διοικητών. Η σύγκρουση της κυπριακής Εκκλησίας (αρχιεπισκόπου Ν. Μουζάλωνος κ.α.) προς τους διοικητές, που ευνοούν τα μοναστήρια, εκφράζει μια νέα κατάσταση, στην οποία οι στρατιωτικοί και οι ασκητές φαίνεται να συμπίπτουν και να βρίσκονται στην πλευρά της κεντρικής εξουσίας, όντας μέρος του αμυντικού συστήματος εξ αντικειμένου.

 

Με την έναρξη των Σταυροφοριών μια άλλη μορφή μοναχού -ασκητή - στρατιώτη εισάγεται στην περιοχή, του δυτικού Σταυροφόρου, που τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια μετά την Α' Σταυροφορία δεν ιδόθηκε εχθρικά αλλά με θαυμασμό στην Κύπρο και σ' άλλες γειτονικές επαρχίες του Βυζαντίου. Αυτό εξηγεί την εισδοχή μερικών «Αλαμάνων» στρατιωτών -ασκητών στο κυπριακό αγιολόγιο και την αφομοίωσή τους στην αγιολογική θεωρία και ιδεολογία προς τους Ελληνοβυζαντινούς Κυπρίους ασκητές - στρατιώτες.

 

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας αναμείχθηκαν με το κυπριακό ασκητολόγιο Φράγκοι όπως ο John de Montfort που πέθανε στα 1248. Η περίπτωση του αγίου Μάμαντος, Μικρασιάτη μάρτυρα και στρατιωτικού - ποιμενικού αγίου προστάτη των Βυζαντινών ακριτών και των βοσκών (στo όνομα του Μάμαντος συγχέονται ιδιότητες δυο ως έξι ομωνύμων μαρτύρων του 3ου - 4ου αι.), που η λατρεία του στη Μόρφου και σε 65 άλλα χωριά και ναούς ξεκινά από τον 5ο- 6ο αι. και σε τρία ή τέσσερα στάδια φθάνει ως τις μέρες μας, με κέντρα έμφασης τον 7ο αι. και τον 14ο ή 15ο αι., δηλαδή τη Φραγκοκρατία, είναι χαρακτηριστική της ανάμειξης και της μεταφοράς ιδεών και ιδιοτήτων αγίων, μαρτύρων και ασκητών από μια εποχή και περιοχή σε άλλη.

 

Η πιο σημαντική μορφή Κυπρίου ασκητή ήταν ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος*, που έζησε στις δυο εγκλείστρες τις οποίες κατασκεύασε ο ίδιος ζωή αυστηρά ασκητική, αν και δέχθηκε τελικά, παρά τις θεωρητικές αντιρρήσεις του, μαθητές και μοναχούς ίσως λιγότερο ασκητικούς στη μονή του. Χαρακτηριστική είναι η επίμονη αναζήτηση, στα πολυάριθμα έργα του, προτύπων αγνώστων παλαιότερων ασκητών, ιδίως της περιοχής Πάφου, για τους οποίους βασική πηγή παραμένουν τα όσα αυτός έγραψε (δεύτερο μισό του 12ου -αρχές του 13ου αι.). Ο Λευκαρίτης- Κατωδρύτης αυτός ασκητής, που δύσκολα δέχθηκε να χειροτονηθεί ιερέας από τον επίσκοπο Πάφου Κίνναμο και να δεχθεί ένα μαθητή αρχικά, ύστερα κι άλλους, αυτοδίδακτος στη μόνωσή του, πρωτότυπος αφομοιωτής της βυζαντινής παράδοσης και πολυγραφότατος συγγραφέας, ήταν ένας από πλήθος ασκητών και μοναχών της Τελευταίας Βυζαντινής περιόδου της Κύπρου (963/4 - 1191), οπότε νέα μοναστήρια οικοδομήθηκαν με αυτοκρατορική χορηγία, και με όχι πάντα αυστηρά ασκητικό χαρακτήρα, π.χ. τα μοναστήρια Κύκκου, Μαχαιρά, Χρυσοστόμου, Φορβιώτισσας, Αλύπου, Αψινθιώτισσας, Κανταριώτισσας, Μαγγάνων, Χρυσορρογιάτισσας, Τροοδίτισσας κ.α. Παρά τον κοινοβιακό χαρακτήρα των μοναστηριών αυτών, και παράλληλα προς αυτά, μοναχοί τους - ιδίως του Μαχαιρά, του Κύκκου, του Αγίου Νεοφύτου, της Χρυσορρογιάτισσας και της Τροοδίτισσας — ζούσαν ασκητική ζωή στην γύρω περιοχή ως ερημίτες - αναχωρητές.

 

Επί Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας (1191- 1489, 1489 -1570) η ασκητική ζωή συνεχίστηκε κυρίως στα ορεινά, όπου κατέφυγαν οι επίσκοποι μετά το 1222, στα περιθώρια του κοινοβιακού μοναχισμού που συσσωρεύθηκε με την εκκλησιαστική ιεραρχία εκεί. Ο Γεώργιος το «σκλαβόπουλλον βοσκαρίδιν», που στα 1340 βρήκε τον κλεμμένο σταυρό της Τόχνης και έγινε μοναχός και ιδρυτής του ναού του Σταυρού Λευκωσίας προς τον Άγιο Δομέτιο στα 1341, δεν ήταν τυπικά ασκητής αφού δέχθηκε να κτιστούν με οικονομική βοήθεια της Γαλλίδας βασίλισσας της Κύπρου Αλίκης κελιά για μοναχούς γύρω. Ο ίδιος αναφέρεται ως ιδρυτής και/ ή του Σταυρού Λευκάρων σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό που ακολουθεί την αφήγηση του Στέφανου Λουζινιανού. Και στη δεύτερη περίπτωση η Αλίκη, σύζυγος του Ούγου Δ' Λουζινιανού, προσφέρει τα έξοδα οικοδόμησης, αλλά ο χώρος όπου κτίστηκε ο ναός του Σταυρού Λευκάρων χαρακτηρίζεται από τον Κυπριανό ἡσυχαστικός καί ἀρμόδιος, που μπορεί να σημαίνει ασκητικό περιβάλλον, όπως το εννοούσε ο άγιος Νεόφυτος στην Τυπικήν Σύν Θεῷ Διαθήκην: Περί ἀκτημοσύνης καί λύσεως οἰκονομικῆς: κτῆμα καί ζεῦγος καί ἀρόσιμον γῆν καί θρεμμάτων ὂχλησιν μή προσκτήσησθε ...κλπ. Παρόμοιος ήταν κι ο ασκητικός βίος των πρώτων ασκητών ιδρυτών της μονής Μαχαιρά, Νεοφύτου και Ιγνατίου, μέσα του 12ου αι., που όμως αν  και (επαν)εισάγουν στην Κύπρο την σκληρή ασκητική παράδοση των παλαιστινιακών ερήμων απ' όπου προέρχονται, ωστόσο χαρακτηριστικά επιδιώκουν και δέχονται, στα 1160, αυτοκρατορική βοήθεια, χορηγία ετήσια, κτήματα και προνόμια. Δηλαδή εντάσσονται στο αυτοκρατορικό (αμυντικό) σύστημα, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τροποποιώντας τον αρχικά δυσβάστακτο ασκητικό χαρακτήρα του βίου και της μονής των, όπως και ο Γαβριήλ στη Λευκωσία στα 1341.

 

Η Τυπική Διάταξις του Νείλου, ασκητή που από τους Αγίους Τόπους ήλθε στην Κύπρο στα 1172, γράφτηκε στα 1201, αφού είχε γίνει ηγούμενος της μονής Μαχαιρά - Σταυροπηγίου από το 1187 με αυτοκρατορικό διάταγμα. Η Διάταξις περιέχει και κανόνες για τη λειτουργία του μοναστηριού, ενισχυμένους, όπως και στην Τυπικήν Διαθήκην του Νεοφύτου, από τους Ἀσκητικούς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (κεφ. ρκα' - ρλζ'). Είναι αυτό πολύ ενδιαφέρον, διότι ενώ το μοναστήρι εξ αρχής θεωρείται κοινόβιο, ωστόσο η Τυπική Διάταξις περιέχει κεφάλαιο περί ἡσυχαστῶν καί τῆς αὐτῶν διαίτης, που ορίζει ότι θα ζουν σε κελιά σε ησυχότερους τόπους, υποβαλλόμενοι στον Κανόνα τῆς Δοκιμῆς, κάμνοντας ἐργόχειρον, τρώγοντας ψωμί, φρούτα και όσπρια μουσκεμένα για πέντε μέρες, και ερχόμενοι στο μοναστήρι τα Σαββατοκύριακα μόνο για επισιτισμό και παράδοση του εργόχειρου στον οικονόμο.

 

Επομένως και στη Φραγκοκρατία συνεχίζεται θεσμικά κατοχυρωμένος ο αναχωρητισμός - ασκητισμός, με βάση τα βυζαντινά πρότυπα, όπως φαίνεται και από την περίπτωση της Τροοδίτισσας, που πρώτη εστία της υπήρξε το ασκητικό σπήλαιο - ναός της Μεταμορφώσεως, ίσως πολύ παλαιότερο από την εποχή ιδρύσεως του μοναστηριού (τέλη 10ου αι.), από τα χρόνια της εικονομαχίας σύμφωνα προς την παράδοση. Το ίδιο ισχύει και για την Χρυσορρογιάτισσα, όπου το ασκητήριο Παναγία η Κρεμμαστή σε κρημνώδη βράχο ανάγεται από την παράδοση στην εικονομαχική περίοδο, καθώς και το Σπήλαιο της Παναγίας στα ΒΔ. της Αψινθιώτισσας, ενώ το μοναστήρι του Χρυσοστόμου δεν προσφερόταν για ασκητικό βίο. Ο ασκητισμός του νησιού εξακολούθησε να επηρεάζεται κατά την Φραγκοκρατία από τον ασκητισμό της Μικράς Ασίας, και μερικοί από τους 13 μοναχούς της Καντάρας που μαρτύρησαν στα 1231 στη Λευκωσία, οι Ιωάννης και Κόνων, ήσαν πρώτα ασκητές στο Καλόν Όρος κοντά στην Αλλαγία, απ' όπου ήλθαν στη μονή Μαχαιρά και κλείστηκαν στο ἡσυχαστήριόν της μαζί με τον μαθητή τους Ματθαίο, στον οποίο προστέθηκε ο Θεόδωρος - Θωμάς. Επειδή δεν τους ικανοποιούσαν οι συνθήκες ασκήσεως στον Μαχαιρά, αναζήτησαν καλύτερο ησυχαστήριο στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου, μάταια, και στο μοναστήρι της Κανταριώτισσας, όπου έμειναν. Εκεί ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά επτά, και έπειτα κατά δυο ακόμη Κυπρίους μοναχούς, που προσχώρησαν στην ομάδα. Έτσι η πιο ακραία εκδήλωση θρησκευτικής αντίστασης και άμυνας της κυπριακής ορθοδοξίας εναντίον του λατινισμού προήλθε από 13 ασκητές, των οποίων ο πυρήνας είχε μικρασιατική προέλευση.

 

Κατά τον 14ο αι. η ησυχαστική ασκητική φιλοσοφία, που στο Βυζάντιον εκφραζόταν από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, και τον αυτοκράτορα Ιωάννη Στ' Καντακουζηνό (1341 - 1354), υποστηρίχθηκε από Κυπρίους μοναχούς, κληρικούς και λαϊκούς. Ανάμεσα σ' αυτούς ο επίσκοπος Αμμοχώστου -Καρπασίας Ιωάννης Μαντζάς, παραλήπτης επιστολής του Ι. Καντακουζηνού μεταξύ 1369- 1371, που φαίνεται ότι επηρέασε υπέρ του παλαμικού ησυχασμού πολλούς Κυπρίους και μέχρι τέλους του 14ου αι. έκλινε το νησί στην πλάστιγγα υπέρ αυτού και κατά της αντίπαλης ιδεολογίας, του «ορθολογιστικού» βαρλααμισμού, που αρχικά ήταν επικρατέστερος στην Κύπρο (1341 -1371). Ησυχαστικών - ασκητικών τάσεων ήταν οι Κύπριοι μοναχοί που στα 1345 -1346 πήγαν στο Βυζάντιον για να μάθουν ακριβώς από τον Ιωσήφ Καλόθετο το πραγματικό νόημα του παλαμισμού και του βαρλααμισμού. Σ' αυτούς ο Ιωσήφ γράφει την τέταρτη επιστολή του, στην οποία τους μέμφεται για έλλειψη (πνευματικής) φιλοπονίας, απαραίτητης για να κατανοήσουν τη διαφορά.

 

Όντας ακόμη νέος ο περίφημος ασκητής Γρηγόριος ο Σιναΐτης (1280 - 1346) καθ’ οδόν προς το Βυζάντιον επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου βρήκε αγάπη και βοήθεια από τους Ορθοδόξους και περιβλήθηκε το μοναχικό ένδυμα από Κύπριο μοναχό. Ο Γρηγόριος υπήρξε ένας από τους φορείς του παλαιού σιναϊτικού ασκητισμού που από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες είχαν διεισδύσει στην Κύπρο˙ η διέλευση και παραμονή του στο νησί συνεχίζει, ανανεώνει και ενισχύει την παλαιά παράδοση παρά την επίδραση των δυτικών ιδεών διά της Φραγκοκρατίας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 14ου αι. επίσης έζησε για αρκετά χρονιά στην Κύπρο ως κατά Χριστόν σαλός απολαμβάνοντας τη βαθιά εκτίμηση και το σεβασμό των Ελλήνων Κυπρίων και αντιμετωπίζοντας την περιφρόνηση των Λατίνων, ο άγιος Σάββας ο Νέος, ένας άλλος κορυφαίος Ησυχαστής.

 

Κατά την υπόλοιπη Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία, την Αγγλοκρατία και την περίοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας σπάνια έχουμε ρητές μαρτυρίες ασκητισμού στο πραγματικό νόημα του όρου. Και αυτή η μετατροπή της Τροοδίτισσας σε καθεστώς κοινοβίου αντί ιδιορρυθμίας όπως ήταν ως τότε, στα 1939, (πρώτη προσπάθεια στα 1907), δεν σήμαινε πλήγμα για τον ασκητισμό, του οποίου ίχνη συναντούμε στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου του Αλαμάνου στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού με τους μοναχούς Παΐσιο και Σίλβεστρο, που υποβάλλονταν σε μεγάλες στερήσεις αν και είχαν κτήματα και τα δούλευαν. Ο Σίλβεστρος μετοίκησε στο ξωκλήσι Παναγία του Γλωσσά κοντά στο Κελλάκι στα 1912, όπου έζησε μόνος σχεδόν ασκητικά, καλλιεργώντας τα περιβόλια του. Η απόκτηση περιουσιών με δωρεές και/ ή αγορές, και η εκκοσμίκευση αποτελούν ροπές αναπόφευκτες των εποχών αυτών, που δεν ευνοούν τον ασκητισμό. Στην Τουρκοκρατία, ιδίως, η ανάγκη προσαρμογής στις σκληρές συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπε ασκητικά πειράματα, καθώς μάλιστα τα μοναστήρια εξέφραζαν γενικότερα κοινωνικά αιτήματα, είτε όντας κέντρα εκπαιδευτικά, είτε κέντρα δυνάμεως, είτε αφετηρίες για άνοδο σε επισκοπικούς θρόνους με απαραίτητη την υλική δύναμη. Το αυστηρό ασκητικό ιδεώδες μόνο οι πρώτοι και μέσοι Χριστιανικοί αιώνες είχαν αναδείξει σε μείζονα έκφραση είτε σιωπηρής κοινωνικής διαμαρτυρίας, είτε προσαρμογής και/ ή μοναχικής αυτοτελείωσης ˙ ήταν πια περιττή πολυτέλεια σε συνθήκες ξένης κατοχής, που δεν το ανεχόταν σε μεγάλη κλίμακα. Ίσως πιο γνήσιοι εκπρόσωποι του ασκητικού ιδεώδους ήσαν τότε μερικοί Μουσουλμάνοι δερβίσηδες πλανώμενοι στην Κύπρο, που δεν περιόριζαν τη διακριτική παρουσία τους μόνο στους Κυπρίους Μουσουλμάνους — πάντως όχι οι Χορεύοντες Δερβίσηδες με τη μεγάλη περιουσία και κοσμική δύναμη. Πιο πολύ ασκητικοί ήσαν μερικοί δερβίσηδες στην Τύμπου και στο Δάλι. Στο μεικτό «ιαματικό» τέμενος Ττουραπή στη Λάρνακα, (σεβόμενο από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, τέως ναό του Αγίου Θεράποντος που έγινε τζαμί, και φυλασσόμενο από τον Ττουραπή σεΐχη ως τις αρχές της Αγγλοκρατίας), η αρχική ασκητική ατμόσφαιρα διαλύθηκε στις αρχές του 1884 όταν ο σεΐχης ζήτησε να χρηματισθεί σε βάρος των Χριστιανών προσκυνητών.

 

Η Αγγλοκρατία με τη σχετική ευμάρεια και τον εκμοντερνισμό της κοινωνίας, και η Κυπριακή Δημοκρατία με την περαιτέρω ανάπτυξη και τον εξευρωπαϊσμό έδωσαν τη χαριστική βολή στον ασκητισμό, και τα μοναστήρια που απομένουν σε λειτουργία δεν τον γνωρίζουν ούτε ως όνομα.

 

Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image