Γερμανός Παλαιών Πατρών

Image

Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών (1806 -1826), ηγετική μορφή της ελληνικής επανάστασης.  Είναι γνωστός κυρίως από την ευλογία των όπλων των επαναστατημένων Ελλήνων στις 22 ή 23 Μαρτίου του 1821, και την ύψωση του λαβάρου της επανάστασης που υποτίθεται ότι έγινε στις 25 Μαρτίου του 1821, μέρα που καθιερώθηκε αργότερα ως η επίσημη μέρα έναρξης της επανάστασης και τιμάται ως εθνική επέτειος του Ελληνισμού.

Σύμφωνα προς μια και μόνη πληροφορία, ο μητροπολίτης Γερμανός ήταν κυπριακής καταγωγής. Συγκεκριμένα ο Μηνάς Χαμουδόπουλος γράφει το 1880 ότι ο Γερμανός «ἦτο τήν πατρίδα Κύπριος» («Ἡ Πατριαρχική Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή», Ἀλήθεια, τόμος Α', 1880 - 81, σ. 220).

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που να επιβεβαιώνει την κυπριακή καταγωγή του ιεράρχη αυτού. Είναι πιθανό ένας από τους γονείς του να ήταν κυπριακής καταγωγής.

 

Η ζωή του

 

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός γεννήθηκε στη Δημητσάνα Αρκαδίας στις 25 Μαρτίου 1771 και πέθανε στο Ναύπλιο στις 30 Μαΐου 1826). Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Κόζιας. Γονείς του ήταν ο κτηματίας και χρυσοχόος Ιωάννης Κόζιας και η Κανέλα Κουκουζή.

Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων.

Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα από καθηγητές και μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης».

Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Ο Γερμανός συνέστησε τον Πελοπίδα στους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο οι οποίοι επίσης μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, ενώ ο ίδιος εμύησε διάφορους ιερωμένους και οπλαρχηγούς όπως τον Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα, τον Κερνίτζης Προκόπιο κ.ά.

Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη, ενεργώντας υπό τη σκιά των διαφόρων ειδήσεων περί του Αλή Πασά (1820) την προετοιμασία του Αγώνα. Ο Γερμανός σε συνεργασία με τους Παπαρρηγόπουλο και Βλασόπουλο κατώρθωσε να πείσει τον Αλή να συνεχίσει τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου και ότι δήθεν μεσολαβούσε προς τη Ρωσία ώστε αυτή να υποστηρίξει τον Αλή.

Πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης. Οι μυστικές αυτές κινήσεις γίνονταν υπό τον συνθηματικό τίτλο της "ίδρυσης επιστημονικής σχολής" και έτσι αναφέρονταν στην αλληλογραφία. Σώζεται κατάλογος ιδιόγραφος από τον Γερμανό με τα ονόματα των 31 προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Εκεί αναφέρεται ότι "Ο άγιος Παλαιών Πατρών κυρ-Γερμανός αφιεροί εις το σχολείον έν μούλκι", δηλ. κτήμα, που απέφερε ετήσιο εισόδημα 2.000 γρόσια.

 

Αρχές Ιανουαρίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υπέβαλλε προς τη Φιλική Εταιρεία τους "Στοχασμούς των Πελοποννησίων περί καλού συστήματος", όπου περιέγραφε την οργάνωση της Φιλ. Εταιρείας στην Πελοπόννησο. Σε απάντηση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που είχε στο μεταξύ αναλάβει αρχηγός του Αγώνα, μαζί με κάποιες οδηγίες τον διόρισε μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας.

Στις 7 Μαρτίου 1821, μαζί με τους επίσκοπο Προκόπιο, Σωτ. Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη, Ασημάκη Φωτήλα και Σωτ. Θεοχάρους από τα Καλάβρυτα αποστέλλει επιστολή προς τον Κανέλλο Δεληγιάννη στα Λαγκάδια, με την οποία του γνωστοποιεί ότι δεν θα πάνε στην Τριπολιτσά γιατί κινδυνεύουν, ότι πλησιάζει ο καιρός της εξέγερσης και ότι η Ρούμελη είναι έτοιμη και περιμένει οδηγίες τους. Ο ίδιος και άλλοι προύχοντες της Αχαΐας, όπως ο επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ανδρ. Ζαΐμης, Ασημ. Ζαΐμης, Ασημ. Φωτήλας, Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος, την 9 Μαρτίου σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γερμανού, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Λαύρα, εκτεθειμένοι όμως όλοι οριστικά στους Τούρκους με τον να μην υπακούσουν και μεταβούν στην Τρίπολη. Ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης είχε οριστεί η 25η Μαρτίου πράγμα που ανέμεναν και ξένοι ανταποκριτές. Ωστόσο, τα πρώτα χτυπήματα κατά μεμονωμένων Τούρκων σημειώθηκαν νωρίτερα σε διάφορα σημεία της Πελοποννήσου. Στις 21 Μαρτίου σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς έληξε η πολιορκία των Τούρκων των Καλαβρύτω.  Σύμφωνα με τον ιστορικό Δ. Κόκκινο στις 21 Μαρτίου οι Έλληνες επιτέθηκαν εναντίων των Τούρκων των Καλαβρύτων και τους ανάγκασαν να παραδοθούν μετά από σύντομη αντίσταση. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή οι Τούρκοι παραδόθηκαν περίπου στις 24 ή 25 Μαρτίου. Ο ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός, στα απομνημονεύματά του αναφέρει την κατάληψη των Καλαβρύτων μετά από τις πρώτες αψιμαχίες στην Πάτρα και την κατάληψη της Καλαμάτας, γράφοντας ότι οι Τούρκοι παραδόθηκαν με συνθήκες μετά από μερικών ημερών αντίσταση.

Κατά τον ξεσηκωμό της Πάτρας στις 22 Μαρτίου του 1821 και σύμφωνα με τις αναφορές του ανθέλληνα πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στο Μοριά, που είχε έδρα την Πάτρα, Φίλιπ Γκρην, και που βοηθούμενος με σπείρα κατασκόπων υποδαύλιζε εξ αρχής τις ανησυχίες των Τούρκων υπερασπιζόμενος την οθωμανική κυριαρχία, ο Γερμανός, βρισκόταν στην περιοχή των Καλαβρύτων, προκειμένου να αποφύγει την παράδοσή του στην Τριπολιτσά.

 

Φθάνοντας στην Πάτρα, κατά ορισμένες πηγές το απόγευμα της 25 και κατ' άλλους στις 26 Μαρτίου, και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση και είχε μια συνάντηση με τους ξένους πρόξενους (Πουκεβίλ Γαλλίας και Γκρην Μεγάλης Βρετανίας). Ως πρόεδρος της επαναστατικής Αρχής της Αχαΐας, του λεγόμενου Αχαϊκού Διευθυντηρίου επέδωσε επαναστατικό μανιφέστο με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1821. Στο μανιφέστο εκείνο, αφού τόνιζε ότι «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν' αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν», καλούσε τους προξένους, ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους» (Το πιο πάνω βιβλίο περιέχει μεταφρασμένο αντίγραφο του μανιφέστου). Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Πουκεβίλ στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση.

 

Κατά μια άλλη πηγή, στις 26 Μαρτίου, και ενώ πρακτικά δεν υπήρχε άλλη κεντρική Αρχή των επαναστατών, ο Γερμανός, μαζί με τον επίσκοπο Καλαβρύτων Προκόπιο και τους Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες των Πατρών την ακόλουθη διακήρυξη:

"Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει τον όλεθρον εναντίον μας, ... απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα Χριστιανικά Βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, διά τούτο ειδοποιούμεν την Εκλαμπρότητά σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να είμεθα υπό την εύνοιαν και προστασίαν του υμετέρου μεγάλου κράτους. 1821 Μαρτίου 26."

 

Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη εξιστόρηση των γεγονότων, στις 25 Μαρτίου του 1821 ο Γερμανός ύψωσε τη σημαία του αγώνα και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που χρησιμοποιούνταν ως σημείο συγκέντρωσης προεστών, οπλαρχηγών και κληρικών την περίοδο αυτή.

 

Σχετική είναι και μια επαναστατική-θρησκευτική ομιλία του Γερμανού που δημοσιεύεται στη γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel, στο φύλλο της 6ης Ιουνίου 1821 (Γρηγοριανό ημερολόγιο). Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο μητροπολίτης "Γερμανικός" εκφώνησε στις 8 (20) Μαρτίου επαναστατική ομιλία στη Μονή Αγίας Λαύρας του όρους "Βελίν" (αντί "Βελιά"). Η ίδια ομιλία δημοσιεύεται και στους Times του Λονδίνου την 11-6-1821 και στην αμερικανική Nile's Register της 4-8-1821. Κατά τον ιστορικό Β. Κρεμμυδά, η ομιλία αυτή δεν συνέβη "τουλάχιστον, στο χρόνο και στο χώρο που αναφέρεται". Κατ' αυτόν η συγκεκριμένη ομιλία πλάστηκε από το Γάλλο φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ σε συνεργασία με τον αδερφό του, Ούγο, που ήταν πρόξενος στην Πάτρα την εποχή της έναρξης της Επανάστασης και πιθανώς και με τον Γερμανό. Κριτικές προσεγγίσεις του γεγονότος εικάζουν ότι η είδηση ήταν ψευδής και είχε στόχο την αμοιβαία ωφέλεια των δύο πλευρών. Ο Κρεμμυδάς δεν αποκλείει ότι ο Γερμανός εκφώνησε άλλες επαναστατικές ομιλίες σε διάφορες ημερομηνίες.

 

Στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης που εξέδωσε ο Πουκεβίλ το 1824 αφηγήθηκε με λεπτομέρειες την κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα από το Γερμανό χωρίς ακριβή ημερομηνία, αναφέροντας απλώς ότι έγινε αφού ο Γερμανός πληροφορήθηκε τη φυγή των Τούρκων από την ορεινή Αχαΐα (Καλάβρυτα). Πιστεύεται ότι αυτό έγινε μερικές ημέρες πριν την κάθοδό του στην Πάτρα το βράδυ της 25ης Μαρτίου. Σύμφωνα με μαρτυρία του Άγγλου προξένου στην Πάτρα Philip James Green, Τούρκοι προερχόμενοι από τα Καλάβρυτα, που έφτασαν στην Πάτρα στις 23 Μαρτίου (4 Απριλίου), μετέφεραν την είδηση ότι οι Έλληνες εκεί είχαν πάρει τα όπλα. Ο Green επίσης αναφέρει την ίδια μέρα ότι στην Πάτρα με αγωνία περιμένουν τον Γερμανό ο οποίος έχει αναγορευθεί σε γενικό αρχηγό.

 

Ο Πουκεβίλ αναφέρει επίσης την τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας από τον Γερμανό σε ένα ερημικό παρεκκλήσιο κοντά στην Πάτρα, λίγο πριν την είσοδό του στην πόλη. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο λαός επαναλάμβανε το Τρισάγιο, το οποίο αντηχούσε στα τείχη του κάστρου της Πάτρας.

 

Στα απομνημονεύματα του Γερμανού, σε μη ακριβώς προσδιοριζόμενη ημερομηνία αλλά πάντως μετά την 21 Μαρτίου, αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Πάτρας έγραψαν προς τον Γερμανό στα Νεζερά (Επαρχία Καλαβρύτων) να έλθει προς βοήθειά τους.

Στα απομνημονεύματά του ο Γερμανός δεν αναφέρει τέλεση Δοξολογίας ούτε στην Αγία Λαύρα ή τη Βοστίτσα, ενώ γενικώς δεν αναφέρει ότι τέλεσε καμία ιερουργία σε όλο το χρονικό διάστημα που καλύπτουν τα απομνημονεύματα. Δεν αναφέρει ούτε την τελετή ορκωμοσίας που τέλεσε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα, ίσως για να μη θεωρηθεί δοξομανής ή γιατί δεν το θεώρησε σημαντικό. Αυτό έκανε μερικούς ιστορικούς, που γενικά αμφισβητούν το ρόλο του ανωτέρου κλήρου στην Επανάσταση, να αμφισβητήσουν το ρόλο του Γερμανού όχι μόνο στην Αγία Λαύρα αλλά και στην Πάτρα.

Ωστόσο είναι γνωστό από άλλες πηγές ότι τελούσε και τα ιερατικά του καθήκοντα και μάλιστα ότι περί την έναρξη της Επανάστασης διένεμε τις πολεμικές σημαίες και ευλογούσε τους αγωνιστές.

 

Στην οικονομική απελπισία του 1822 με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης ορίστηκε μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να μεταβεί τον Οκτώβριο του 1822 στην Ιταλία, προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα, ομογενείς, τραπεζίτες και άλλους παράγοντες με σκοπό να ζητήσει οικονομική και άλλη βοήθεια. Του εδόθησαν γράμματα προς τον Πάπα και μετά από αναβολές έφυγε για την Αγκώνα όπου έφτασε μετά από ταξίδι 50 ημερών λόγω θαλασσοταραχής.

Ο Γερμανός επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο ή Ιούλιο του 1824, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Την περίοδο όμως εκείνη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως έκανε το μοιραίο λάθος να υπερασπιστεί εντονότερα (ίσως για λόγους καταγωγής), τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο να μην επιτύχει τη συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει στη δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες διοίκηση.

 

Έτσι, ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας (Νεζερών), ο Γκούρας τον χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Γαστούνη. Σε τμήματα της διαδρομής ο Γερμανός υποχρεώθηκε να προχωρήσει πεζός λόγω του χιονιού. Εκεί λέγεται ότι υπέστη και κάποια τυραννική συμπεριφορά από τον γιατρό Νικόλαο Σοφιανόπουλο, που καταγόταν από το Σοπωτό, που είχε αναλάβει την φύλαξή του. Όταν όμως ο τελευταίος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και απέλυσε τον Γερμανό ο ο ποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του.

 

Τον Απρίλιο του 1826 εκλέχθηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών της, εκλεγείς και μέλος της επί των Εσωτερικών επιτροπής. Λίγο αργότερα όμως προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 30 Μαΐου του 1826. Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο με κάθε μεγαλοπρέπεια και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα. Την τελετή της κήδευσης του Γερμανού περιγράφει ο φιλέλληνας F.R. Schack. Έγινε στο Ναό του Αγ. Γεωργίου, και ένας αρχιμανδρίτης εκφώνησε επικήδειο λόγο με το ιστορικό της ζωής του αποθανόντος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Γερμανός ήταν ο πρώτος που σήκωσε τη σημαία του σταυρού στα Καλάβρυτα.