Γιβλέτ ή Γκιμπλέτ ή Ζιμπλέττι οικογένεια

Image

Μεγάλη κυπριακή οικογένεια του Μεσαίωνα και της νεότερης εποχής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πνευματική ιστορία του νησιού. Ιταλικής καταγωγής, υπέστη ισχυρή ελληνική επίδραση. Το επώνυμο προέρχεται από το αραβικό- συριακό τοπωνύμιο Gibelet, όπου η οικογένεια είχε κτήσεις από την αρχή των Σταυροφοριών.

 

Ήδη κατά τον Οκτώβριο 1195 ο Ρενιέ ντε Γιβλέτ ως αντιπρόσωπος του Αμάλριχου Λουζινιανού, βασιλιά της Κύπρου, δηλώνει εκ μέρους του κυρίου του υποταγή στον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Στ'. Η επαφή αυτή φαίνεται ότι δημιούργησε δεσμούς των Γιβλέτ προς τους Γερμανούς αυτοκράτορες και τις διεκδικήσεις τους στην Κύπρο. Έτσι στα 1228 όταν ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β' έφθασε στη Λεμεσό, ενώ οι Ιβελίνοι τάχθηκαν υπέρ του βασιλιά Ερρίκου Α' Λουζινιανού και φέρθηκαν με σταθερότητα και διπλωματικότητα στον αυτοκράτορα, ο Γουίδος Α' ντε Γιβλέτ έσπευσε στη Λεμεσό, όπου ο Φρειδερίκος ανέμενε ενισχύσεις από τη Συρία, του δάνεισε 30.000 χρυσά βυζάντια και με αρκετούς άλλους Κυπρίους ευγενείς του παρείχαν κάθε υποστήριξη στις περαιτέρω εχθρικές ενέργειές του εναντίον του Ερρίκου Α' και των υποστηρικτών του. 

 

Ο Ούγος ντε Γιβλέτ ήταν από τους «ιμπεριαλιστές» Κυπρίους ευγενείς, που κατά τον Ιούλιο του 1229 προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Κύριο της Βηρυτού Ιωάννη Ιβελίνο κοντά στη Λευκωσία κατ' εντολή των πέντε βαΐλων που είχε αφήσει φεύγοντας για την Ιταλία ο Φρειδερίκος. Μετά την αποτυχία της απόπειρας, που ήταν μέρος ευρύτερου συνόλου ενεργειών των αυτοκρατορικών, ο Ούγος κατέφυγε στο φρούριο Dieudamour (=Αγίου Ιλαρίωνος;) που ο Ιβελίνος με τις δυνάμεις του πολιόρκησε για ένα σχεδόν χρόνο, ταυτόχρονα με την Καντάρα και την Κερύνεια. Στα 1232, ενώ ο αγώνας των Λουζινιανοφρόνων συνεχιζόταν, ο Ούγος μαζί με άλλους βρέθηκαν στη Συρία σ' εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ιβελίνου, που τότε είχε εγκαταλείψει την Κύπρο και μεταφέρει τον πόλεμο κατά των αυτοκρατορικών στη Συρία. Στα νότια της Τριπόλεως όμως ο Oύγoς μαζί με 80 ιππότες εγκατέλειψαν λόγω κακοκαιρίας την αποστολή τους και τον στολίσκο τους και πήγαν στην Τρίπολη, απ' όπου ο αρχιστράτηγος του Φρειδερίκου Ριχάρδος Φιλαγκιέρι με πλοίο τους μετέφερε στη Βηρυτό. Εκεί ο Ούγος ντε Γιβλέτ και οι άλλοι διακήρυξαν ότι ο ανήλικος βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος ήταν υπό την επιρροή άλλων, αυτοί αναγνώρισαν μόνο τον αυτοκράτορα ως κύριό τους και ήταν πιο πολύ προσδεδεμένοι προς αυτόν παρά στο βασιλιά. Μετά την επικράτηση του κόμματος των Ιβελίνων ο Ούγος, που στο μεταξύ είχε γυρίσει στην Κύπρο με τον Φιλαγκιέρι και άλλους και αρχικά κατήγαγαν επιτυχίες, κατέφυγαν στην Κερύνεια, απ' όπου πιεζόμενοι επέστρεψαν στην Τύρο (Ιούλ. - Αύγ. 1232). Ο Ούγος καταδικάστηκε από την Υψηλή Αυλή μαζί με άλλους σε στέρηση της περιουσίας τους, λόγω προδοσίας, και τα φέουδά τους εδόθησαν σε υποστηρικτές του βασιλιά.

 

Κατά την ίδια περίοδο ένας άλλος Γιβλέτ, ο Αρνεΐς, βαΐλος του βασιλικού σεκρέτου, έμεινε πιστός στους Ιβελίνους και στον βασιλιά Ερρίκο Α', κι όταν ο Ιωάννης Ιβελίνος έφυγε στη Συρία, ήταν ο ανώτατος αξιωματούχος του κράτους που παρέμεινε στο νησί. Όταν οι αυτοκρατορικοί, νομίζοντας τη φυγή των Ιβελίνων ως οριστική τους ήττα, ήλθαν στο νησί και κατέλαβαν όλα σχεδόν τα φρούριά του (άνοιξη 1232), ο Αρνεΐς με άλλους Ιβελινικούς κατέφυγαν στον Άγιο Ιλαρίωνα, το ένα από τα «βασιλικά» ακόμη φρούρια (το άλλο ήταν το Βουφαβέντο), ανέτοιμο για να υποστεί πολιορκία μακροχρόνια. Όταν οι αυτοκρατορικοί, που πολιορκούνταν στο κάστρο της Κερύνειας, αποφάσισαν να παραδοθούν, ο Αρνεΐς που στο μεταξύ είχε εξέλθει από τον Άγιο Ιλαρίωνα και αναλάβει τα καθήκοντά του, μαζί με τον Φιλίπ ντε Νοβάρ διεξήγαγαν διαπραγματεύσεις ˙ η φρουρά του κάστρου με όλα τα υπάρχοντά τους μεταφέρθηκαν στην Τύρο, όπου έγινε ανταλλαγή αιχμαλώτων στις 3 Απριλίου 1233.

 

Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο ψ, βαΐλος των βασιλικών κτημάτων του Ερρίκου Β' Λουζινιανού στα 1309, αναφέρεται ως ένας από τους λίγους φίλους του βασιλιά που ο αδελφός και αντίπαλός του, διεκδικητής του θρόνου «κυβερνήτης» Αμάλριχος, επέτρεψε να μένουν κοντά στον απομονωμένο Ερρίκο. Ο ίδιος εστάλη ως νέος καστελλάνος του φρουρίου της Κερύνειας τον Ιούλιο του 1310 από τον καπετάνιο του στρατού και αντιπρόσωπο του (απόντος στην Αρμενία) βασιλιά για όλη την Κύπρο, Αιγκύ ντε Μπεσσάν, όταν αντελήφθη αυτός ότι η φρουρά της Κερύνειας είχε φιλοβασιλικά αισθήματα.

 

Απεναντίας ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ, Κύριος του Μπεσμεντίν στη Συρία, ήταν μέλος του συμβουλίου του Αμάλριχου. Όταν στα 1310 ο Αιγκύ ντε Μπεσσάν κάλεσε αυτόν και άλλους ιππότες, μέλη του κόμματος του Αμάλριχου (που είχε ήδη πεθάνει) από τη Λευκωσία να έλθουν στην Αμμόχωστο για υπηρεσία, μετά από μάταιη παρέμβαση της βασιλομήτορος Ισαβέλλας Ιβελίνου υπέρ τους, αναγκάστηκαν να υπακούσουν· ο Ερρίκος τοποθετήθηκε διοικητής Τρικώμου, αλλά η βασιλομήτωρ του επέτρεψε να έλθει στη Λευκωσία, όπου έμεινε στο αρχοντικό του Ρολάν ντε λα Μπωμ, που τον εγγυήθηκε. Ο Ερρίκος μισήθηκε πολύ για τις υπερβασίες του ως μέλος του συμβουλίου του Αμάλριχου σε βάρος των ιπποτών του βασιλικού κόμματος. Μετά την επιστροφή του Ερρίκου Β' στις 26 Αυγούστου 1310, η βασιλομήτωρ του επέτρεψε να μεταβεί όπου θέλει στην Κύπρο, διαβεβαιώνοντάς τον για την ασφάλειά του. Αυτός πήγε στην αρχιεπισκοπή, όπου όμως κατά τη νύκτα της 9ης Σεπτεμβρίου 1310 άγνωστοι τον έσφαξαν στο κρεβάτι του. Όταν έφθασε από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία ο βασιλιάς, την άλλη μέρα, εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για την άγρια παρανομία.

 

Ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ, βισκούντης (=αρχιαστυνόμος) της Λευκωσίας επί βασιλιά Πέτρου Α', ήλθε σε οξεία ρήξη με αυτόν όταν ο γιος του, πρίγκιπας Πέτρος (ο κατοπινός βασιλιάς) ζήτησε τα δυο ωραία τουρκικά κυνηγετικά σκυλιά του γιου του Ερρίκου, Ιακώβου ντε Γιβλέτ, δωρεάν ή με χρήματα. Ο Ιάκωβος απέρριψε την πρόταση και ο Ερρίκος έστειλε υβριστική απάντηση στον βασιλιά, που ήδη είχε εξάψει τα πάθη των ευγενών με τις υπερβασίες του. Εξάλλου ο Πέτρος αφαίρεσε από τον Ερρίκο το αξίωμά του και τον φυλάκισε, στέλλοντας τον γιο του Ιάκωβο σε καταναγκαστικά έργα στην τάφρο στον πύργο της Μαργαρίτας στη Λευκωσία. Ταυτόχρονα υποχρέωσε την χήρα κόρη του Ερρίκου Μαρία ντε Γιβλέτ να εγκαταλείψει το μοναστήρι όπου ζούσε και να παντρευτεί τον νέο βισκούντη της Λευκωσίας Ιωάννη ντε Νωβίλ, αφού πρώτα προσπάθησε να την δώσει, ταπεινώνοντάς την, σε φτωχό ράφτη ή σταβλοκαθαριστή και την έστειλε να εργαστεί κι αυτή στην τάφρο· εκεί, αναφέρουν οι Κύπριοι χρονογράφοι, αυτή εργαζόμενη σήκωνε τα φουστάνια της όταν έφθαναν άλλοι ευγενείς, λέγοντάς τους ότι δεν είχαν διαφορά φύλου από αυτήν, και γι’ αυτό δεν τους ντρεπόταν. Τα κατέβαζε μόνο όταν έφθανε ο Πέτρος Β, ο μόνος που αυτή ονόμαζε άντρα, διότι είχε εξευτελίσει όλους τους άλλους άντρες. Αυτό συνέβαλε στην εκκόλαψη της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά και την εκτέλεσή του στην κρεβατοκάμαρά του κατά το πρωί της 17 Ιανουαρίου 1369 από τους Ερρίκο ντε Γιβλέτ, Φίλιππο ντ' Ιμπελέν και Ιωάννη ντε Γκωρέλ, με τη συναίνεση όλων των ευγενών που δεν ενέκριναν τις παρανομίες του Πέτρου, ιδίως την φυλάκιση ευγενών χωρίς την κρίση της Υψηλής Αυλής, τη χρήση βίας στα παιδιά ευγενών και στον εκβιασμό της Μαρίας ντε Γιβλέτ σε γάμο αντίθετο με τις πρόνοιες των ασσιζών. Ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1373, μαζί με τους άλλους δυο συνεργούς του, από τους Γενουάτες με υποκίνηση της χήρας του Πέτρου Α' Ελεονώρας σ' εκδίκηση για την πράξη τους.

 

Ο Τριστάνος ντε Γιβλέτ ανήκε στο κόμμα της βασίλισσας Καρλόττας και του συζύγου της Λουδοβίκου της Σαβοΐας και με άλλους οργάνωσε την αντιπολίτευση κατά του ετεροθαλούς αδελφού της Καρλόττας Ιακώβου του Νόθου· μαζί με άλλους εμπόδισαν τη στρατολόγηση πληρώματος πλοίου που θα μετέφερε το μήνυμα του θανάτου του πατέρα τους στους ηγεμόνες της Δύσης, όπως τον είχε παρακαλέσει η ίδια η Καρλόττα. Κατά τον Οκτώβριο του 1460 τον βρίσκουμε πιστό στους βασιλιάδες. Στα 1473-1474 ανήκει στο «καταλανικό» κόμμα, ήταν μάλιστα ο μόνος Κύπριος - μέλος του που αντιπολιτευόταν τη βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο και τους Βενετούς υποστηρίζοντας την πολιτική του βασιλιά Φερδινάνδου της Νεαπόλεως στην Κύπρο. Στα τέλη του 1473 ο Τριστάνος βοήθησε τον Ρίτζο ντι Μαρίνο, στέλεχος   του ιδίου κόμματος, να σκοτώσει τον Μάρκο Μπέμπο και ο ίδιος εκτέλεσε τον Ανδρέα Κορνάρο. Κατά τις 23 Ιανουαρίου 1474, καθώς η δύναμη του καταλανικού κόμματος καταρρέει και οι ηγέτες του διαφεύγουν με στόχο να καταφύγουν στον σουλτάνο της Αιγύπτου ή στη Δύση, ο Τριστάνος συλλαμβάνεται στη Ρόδο από τους Βενετούς, που τον μεταφέρουν σιδηροδέσμιο στην Αμμόχωστο. Φαίνεται όμως ότι κατόρθωσε να ελευθερωθεί είτε να διαφύγει από τη φυλακή του και στα 1485 εμφανίζεται στη Λευκωσία, όπου ερίζει μέσα στην Αγία Σοφία με κάποιον Κουέττο. Αν και συμφιλιώθηκαν, ο Τριστάνος τον μισεί και τον ακολουθεί στη Βενετία, όπου τον σκοτώνει σ’ ένα κουρείο με ξυράφι. Εξορίζεται, επικηρύσσεται για 1.000 δουκάτα και καταφεύγει στη Νεάπολη, στον Φερδινάνδο. Αλλά η ανήσυχη φύση του τον ωθεί σε νέες περιπέτειες και επιχειρεί να επικοινωνήσει με την χήρα πια Αικατερίνη Κορνάρο, με στόχο να την παντρέψει με τον Δον Αλόνσο, γιο του Φερδινάνδου. Στην Αίγυπτο, μεταμφιεσμένος σε Φραγκισκανό, συναντάται με τον άλλο συνωμότη Ρίτζο ντι Μαρίνο, ήδη «ευνοούμενο» του σουλτάνου, που του είχε αναθέσει αποστολή στη Ρόδο τον ίδιο χρόνο, να επικοινωνήσει με το φυγάδα Τζεμ, αδελφό του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζίντ, που βρισκόταν στα χέρια των Ιωαννιτών. Κατά τον Ιούλιο του 1488 ο Τριστάνος στέλλει ένα Κρητικό στη Βενετία να αποκαλύψει μια μεγάλη εναντίον της συνωμοσία, με αντάλλαγμα ασφαλή διακίνησή του από τη Ρόδο και αμοιβή ανάλογη. Οι δυο τυχοδιώκτες δοκίμασαν να διαφύγουν με γαλλικό πλοίο από την Αίγυπτο στην Κύπρο, αλλά τους παρακολουθούσαν οι βενετικές αρχές και όταν έφθασαν στη Φοντάνα Αμορόζα συνελήφθησαν και εστάλησαν στη Βενετία. Καθ' οδόν ο Τριστάνος αυτοκτόνησε, καταπίνοντας θρυμματισμένο διαμαντένιο δακτυλίδι (Οκτώβρ. 1488). Κατά τον Γ. Βουστρώνιο ο Τριστάνος πριν συλληφθεί είχε κατορθώσει να αποβιβασθεί και να φθάσει στη Λευκωσία, όπου με τη βοήθεια της αδελφής του Βέρας ντε Γιβλέτ που ήταν στην υπηρεσία της Αικατερίνης Κορνάρο, μπόρεσε να μιλήσει μαζί της φιλικά κι έμεινε στην πρωτεύουσα μια εβδομάδα προτού γυρίσει στην Πάφο και συλληφθεί. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1488 η Βέρα ντε Γιβλέτ αναφέρεται από του Νικόλα Καπέλλο, προβλεπτή του στόλου, ότι είχε πάει στη Ρόδο, όπου σκόπευε να μεταβεί κι η Αικατερίνη. Αυτό επέσπευσε την «τιμητική» εκθρόνιση της τελευταίας από την Κύπρο σε λίγο καιρό.

 

Αναφέρεται επίσης ο Ερρίκος ντε Γιβλέτ αρχιδιάκονος της Λευκωσίας και καγκελάριος, που στα 1288 ήταν ο ένας από τους δυο υποψηφίους για την εκλογή στη θέση του Λατίνου αρχιεπισκόπου της Κύπρου, αλλά απέτυχε.

 

Μέλη της οικογένειας Γιβλέτ αναφέρονται και σε διάφορες άλλες πηγές ως κάτοχοι φέουδων και κύριοι χωριών, αλλά χωρίς σημαντικό ρόλο.

 

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571 πολλοί Γιβλέτ ή Ζιμπλέτ έφυγαν στην Ιταλία και στην Ευρώπη γενικά, ενώ όσοι έμειναν στην Κύπρο ή τούρκεψαν ή εξελληνίσθηκαν.

 

Ανάμεσα στους σημαντικότερους είναι ο Ιούλιος Ζιμπλέτ (γενν. 1638) που σπούδασε στο Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και δίδαξε για λίγο αρχαία ελληνικά. Στα 1660 βρισκόταν στη Βενετία για να χειροτονηθεί από τον Έλληνα μητροπολίτη Φιλαδέλφειας και να φύγει στα Επτάνησα με τον Ιλαρίωνα Κιγάλα* για κήρυγμα. Αντ' αυτού προτίμησε να ανοίξει στην Κέρκυρα σχολείο (1661 ως τον Αύγουστο 1662), οπότε μετοίκησε στη Ζάκυνθο, όπου δίδαξε για 30 χρόνια, και κήρυττε και εργαζόταν ως συμβολαιογράφος.

 

Άλλα μέλη της οικογένειας διέπρεψαν ως λόγιοι, καθηγητές, δικηγόροι κλπ.