Άνθιμος Γ΄

Image

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1822-1824), Νάξιος. Όταν απαγχονίστηκαν ή εσφάγησαν οι αρχιερείς και άρχοντες της Κύπρου τον Ιούλιο του 1821 για «συμμετοχή» στο επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας, οι διάδοχοί τους που ορίστηκαν από τον κυβερνήτη Κουτσιούκ Μεχμέτ στις επισκοπικές έδρες με αρχιεπίσκοπο τον Ιωακείμ, ζήτησαν από τον οικουμενικό πατριάρχη Ευγένιο, προκάτοχο του Ανθίμου Γ', να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ να στείλει τρεις επισκόπους του στην Κύπρο να τους καθιερώσουν. Αυτό έγινε τον Δεκέμβριο του 1821. Αλλά ο Ιωακείμ αντιμετώπιζε προβλήματα και ήρθε σε οξεία σύγκρουση με τον κλήρο και τον λαό, γιατί πουλούσε σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις και μπαξίσια στους Τούρκους. Για συμφιλίωσή τους επενέβηκε ο Άνθιμος με ειρηνοποιά γράμματα, όπως το συνοδικό γράμμα του Σεπτεμβρίου 1823 προς τον κλήρο και το λαό, και άλλο του ίδιου μήνα προς τον Ιωακείμ, που εκατηγορείτο ως αμαθής και άμοιρος πολιτικής και διοικητικής ικανότητας. Ο Άνθιμος προειδοποιούσε το λαό να μην υβρίζει τον αρχιεπίσκοπο και τόνιζε ότι τέτοιες έριδες θεωρούνται ενοχλητικές, δυσαρεστούν τον σουλτάνο και την αυτοκρατορία, και πρέπει να παύσουν διότι είχε λάβει ο ίδιος γνώση των παραπόνων του λαού και του κλήρου από την Υψηλή Πύλη, στην οποία είχαν διαβιβαστεί από τους παραπονούμενους. Στον αρχιεπίσκοπο ο Άνθιμος εξέφραζε απορία πώς προκάλεσε την δυσαρέσκεια του ποιμνίου και του κλήρου του, παραμελώντας τις πνευματικές τους ανάγκες, και του ζητούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία του με τους Χριστιανούς και να γίνουν ξανά όλοι πειθαρχικοί στον σουλτάνο. Ταυτόχρονα εμέμφετο τους μητροπολίτες γιατί δεν συνέβαλαν στη συμφιλίωση και συντηρούσαν τους καβγάδες, που ήσαν ολέθριοι στο γένος σε τόσο δύσκολους καιρούς.

 

Στις 27 Σεπτ. 1823 ο Άνθιμος πήρε γράμμα του Ιωακείμ που τον βεβαίωνε ότι η ειρήνη είχε αποκατασταθεί και ότι είχε εγκαινιαστεί μεταρρύθμιση στη διοίκηση. Στις 14 Νοεμβρίου ο κλήρος και ο λαός της Κύπρου υποδέχθηκαν τον πατριάρχη Αντιοχείας Μεθόδιο, που περνώντας από το νησί μάταια προσπάθησε να αποκαταστήσει την εκκλησιαστική τάξη και γαλήνη. Στις 21 Ιανουαρίου 1824 ο Άνθιμος Γ' έγραψε πως με λύπη του είχε μάθει ότι τα συμβουλευτικά γράμματά του στους Κυπρίους μητροπολίτες και τον λαό δεν είχαν φθάσει σ' αυτούς, προφανώς γιατί παρεμποδίστηκαν από τον Ιωακείμ, προς τον οποίο (στις 17 Φεβρουαρίου και 13 Ιουνίου 1824) παραπονείται ότι μάταια περίμενε απάντηση. Σε άλλο γράμμα του προς τον Ιωακείμ, στις 23 Δεκεμβρίου 1823, ο Άνθιμος αποκαλύπτει ότι η αταξία στην Κύπρο οφειλόταν (και) στην εχθρότητα των Ορθοδόξων Χριστιανών του νησιού κατά των Γάλλων εμπόρων και κληρικών, για την οποία ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη κάμνει παράπονα στον πατριάρχη, ιδίως για τα εμπόδια των Κυπρίων στη διεξαγωγή του εμπορίου των Γάλλων. Τέλος ο Ιωακείμ παραιτήθηκε, ίσως και λόγω της αντιδράσεως των Γάλλων και του Ανθίμου. Ο Άνθιμος αρνήθηκε να δεχθεί την γνώμη μερικών συνοδικών του πατριαρχείου του να καταργήσει το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Κύπρου εκμεταλλευόμενος τις έριδές της.