Εμίνης

Τουρκ. επιθεωρητής ελεγκτής, επόπτης. Απαντάται σε κείμενα της Τουρκοκρατίας (π.χ. στα τέλη του 16ου αι. αναφέρεται εμίνης των Αλυκών Λάρνακος).