Επίτροπος

Image

Ελληνική απόδοση του ρωμαϊκού όρου procurator. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Κύπρου δεν ιδρύθηκαν στο νησί latifundia (=μεγάλα αγροκτήματα), αλλά στην ενδοχώρα της Σαλαμίνος οι γαίες ανήκαν στην κατηγορία ager publicus populi Romani (=δημόσιες γαίες του ρωμαϊκού λαού). Αυτές κάποτε ανήκαν στον τελευταίο βασιλιά της Σαλαμίνος και κατασχέθηκαν από τους Πτολεμαίους για να καταλήξουν ιδιοκτησία του Ρωμαϊκού κράτους [=λαού] και να διοικούνται από επίτροπο, όπως τα μεταλλεία. Γνωρίζουμε επιγραφή που αναφέρει τον Πατροκλέα Βοήθου, ἐπί[τροπον Σαλαμῖνος], / ἐπίτροπον ἐπαρχείας Π [όντου και Βιθυνίας] / [κληρο]νομικόν, ἐπίτροπον ἐπαρχείας κλπ. Ένας απελεύθερος του Βοήθου τιμά τον γιο του Βοήθου, που είχε υπηρετήσει τον Αδριανό ως υφιστάμενος επιτρόπων στον Πόντο και στη Βιθυνία. Τώρα εξασφαλίζει θέση [επιτρόπου;] στην πατρίδα του Σαλαμίνα, θέση σχετική προς τις δημόσιες γαίες της περιοχής. Είναι γνωστοί τέσσερις Ρωμαίοι επίτροποι του νησιού, του 2ου αι. μ.Χ.: α) Ο Τ. Statilius Apollinarius. Πισ[ιδίας ἐπιτροπείας ἒτυχεν ἃμα καί Κιλικίας] Παμφυλίας   Κύπρου επί Αδριανού, β) Ο Μ. Campanius M.F. Fal. Marcellus, που ήταν procurator provinciae Cypri, στα μέσα -τέλη 2ου αι. μ.Χ. γ) Ο L. Valerius Valerianus, τέλ. 2ου αι. μ.Χ. δ) Ο Fl. Glaucus procurator Cypri, 180-220 μ.Χ.

 

Για τη σημασία του όρου στα Βυζαντινά χρόνια έχουμε κυρίως μαρτυρίες από τον μοναστικό βίο: Στην Τυπικήν Διάταξιν της μονής Μαχαιρά (1210), κεφ. ρξθ', ο Νεῖλος ἱερομόναχος καί καθηγούμενος καί κτήτωρ του μοναστηριού ορίζει ότι τόν τιμιώτατον καθηγούμενον τόν μετ' ἐμέ ἐνεστησάμην ἐπίτροπον σύν τῷ εὐλαβεστάτῳ  ἱερομονάχῳ κυρῷ Νεοφύτῳ  ἐπιτηρεῖν καί διϊθύνειν καί συνευδοκεῖν ἐφ' ἃπασι τό τοῦ Θεοῦ ποίμνιον στο ἱερόν φροντιστήριον γυναικεῖον ἐν Ταμασίᾳ που είχε ανεγείρει ἐξ αὐτῶν τῶν κρηπίδων. Αφ' ἑτέρου ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος στην Τυπικήν σύν Θεῷ Διαθήκην του, (1214), κεφ. Ζ', ομιλεί Περί τοῦ τῆς Κύπρου Ταγο [=του αρχιεπισκόπου] και Ἐπιτρόπου τῆς Παρούσης Ἐγκλείστρας [=της μονής του]. Ἀλλά καί, ὡς Ἐπίτροπος μετά Θεόν, κηδέσθω παρακαλῶ τῆς ἁγίας μου ταύτης Ἐγκλείστρας... ὡς εὐεργέτης, ὡς Ἐπίτροπος καί ὡς Ἀδελφός, ἀΐδιον καί τό μνημόσυνον ἓξεις πρός τήν ἁγίαν μου Ἐγκλείστραν. Περαιτέρω ζητεί από τον Ἐπίτροπον, δηλ. τον αρχιεπίσκοπο, να βοηθεί τους αδελφούς αν στείλουν αποστολή στον βασιλιά για κάποια κατεπείγουσαν χρῆσιν: συνεργήσεις πρός τοῦτο καί λαλήσεις [τῷ βασιλεῖ] ὑπέρ τῶν Ἀδελφῶν πρός ἀπόβασιν τῆς αἰτήσεως. Ο επίτροπος εδώ = προστάτης, βοηθός, υπερασπιστής.

 

Για τη σημασία του όρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, βλ. λήμμα επιστάτης.