Ούγος Δ'

Image

Λουζινιανός βασιλιάς της Κύπρου από τις 15 Απριλίου 1324 μέχρι τον θάνατό του στις 10 Οκτωβρίου 1359. Γεννήθηκε το 1300. Ήταν γιος του Γκυ ντε Λουζινιάν, κοντοσταύλη της Κύπρου και αδελφού του βασιλιά Ιωάννη Α΄ (1284-1285) και του βασιλιά Ερρίκου Β΄ (1285-1324). Μητέρα του ήταν η Εχίβη, της μεγάλης και σημαντικής μεσαιωνικής οικογένειας των Ιβελίνων. Ο Ούγος Δ΄ νυμφεύθηκε δυο φορές, και τις δυο με γυναίκες επίσης της οικογένειας των Ιβελίνων: πρώτη σύζυγός του ήταν η Μαρία ντ’ Ιμπελέν μετά τον θάνατο της οποίας ο Ούγος νυμφεύθηκε την Αλίκη ντ’ Ιμπελέν. Απέκτησε πολλά παιδιά, γύρω στα εννέα, μεταξύ των οποίων τον μετέπειτα βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α΄ (1359-1369), τον επίσης βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Α΄ (1382-1398), τον Ιωάννη, πρίγκιπα της Αντιόχειας, τον Γκυ, πρίγκιπα της Γαλιλαίας (που ήταν και ο πρωτότοκος γιος του) και την Εχίβη που παντρεύτηκε τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας.

 

Ο Ούγος Δ΄ δεν είχε απ’ ευθείας δικαιώματα στον θρόνο της Κύπρου, αφού ο πατέρας του δεν είχε υπάρξει βασιλιάς. Επειδή όμως ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ (που ήταν θείος του, αδελφός του πατέρα του) πέθανε το 1324 χωρίς ν’ αποκτήσει διάδοχο, ο θρόνος απεκτήθη από τον Ούγο.

 

Από μια αναφορά του μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά (Χρονικόν, παρ. 86) προκύπτει ότι ο Ούγος Δ΄ έστεψε βασιλιά της Κύπρου και διάδοχό του τον γιο του Πέτρο Α΄, ένα χρόνο πριν πεθάνει: .... Ηὖρα γραμμένον, ὅτι ὁ ρέ Οὖνγκες ἔστεψεν τόν υἱόν του τόν Περρήν ρήγαν τῆς Κύπρου ζῶντα του, τῇ κδ΄ νοεβρίου ᾳτνή Χριστο [= 24 Νοεμβρίου του 1358]˙ καί ἐπέθανεν ὁ αὐτός ρέ Οὖνγκες τῇ ι΄ ὀκτωβρίου ᾳτνθ΄ [= 10 Οκτωβρίου του 1359], καί ἐθάφτην εἰς τόν Σάν Τομένικον 

[= μοναστήρι του Αγίου Δομινίκου στη Λευκωσία]...

 

Όμως ο ίδιος χρονογράφος, λίγο πιο κάτω (παρ. 90), γράφει:

 

... Καί ἀλλοῦ ηὖρα γραμμένον, ὅτι μετά τόν θάνατον τοῦ ρέ Οὖνγκες ἐστέφθην ὁ ρέ Πιέρ τῇ κυριακῇ τῇ κδ΄ νοεμβρίου ᾳτνθ΄ Χριστο [= 24 Νοεμβρίου του 1359] ... ρήγας τῆς Κύπρου...

 

Συνεπώς μάλλον δεν ευσταθεί η άποψη ότι ο Ούγος είχε παραιτηθεί της βασιλείας υπέρ του γιου του Πέτρου, αλλά φαίνεται ότι το 1358 τον είχε επίσημα ορίσει ως διάδοχό του, προλαβαίνοντας άλλες απαιτήσεις επί του θρόνου της Κύπρου που, πάντως, εκδηλώθηκαν κατά του Πέτρου (βλέπε σχετικά στο λήμμα για το βασιλιά Πέτρο Α΄).

 

Στα 35 χρόνια της βασιλείας του Ούγου Δ΄ (1324-1359), συνέβησαν στην Κύπρο διάφορα τραγικά γεγονότα που απαριθμεί ο Λεόντιος Μαχαιράς: τον Νοέμβριο του 1330 πλημμύρισε ο Πεδιαίος ποταμός προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην πρωτεύουσα Λευκωσία όπου υπήρξαν και πάρα πολλά θύματα πνιγμού (πλημμύρες με χιλιάδες νεκρούς συνέβησαν και στη Λεμεσό)· το 1348 συνέβη μεγάλη επιδημία με αποτέλεσμα να πεθάνουν χιλιάδες (καί ἐπέθανεν τό ἣμισον τοῦ νησσίου, γράφει ο Μαχαιράς)˙ νέα μεγάλη επιδημία συνέβη το 1363˙ επίσης, το 1351 επιδρομή ακρίδων προκάλεσε τεράστιες καταστροφές (μέγαν κακόν).

 

Επί Ούγου Δ΄ ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις της Λευκωσίας με κτίσιμο των τειχών της, όπως σημειώνει ο Λεόντιος Μαχαιράς (παρ. 76): ... Ἀκομή ἡ χώρα δέν ἦτον πολλά κτισμένον τό τειχόκαστρον, καί ἐκτίζαν το...

 

Μια άλλη από τις αναφορές του Λεοντίου Μαχαιρά για τον βασιλιά Ούγο Δ΄, σχετίζεται με τον θαυματουργό σταυρό της Τόχνης, ένα από τα κειμήλια που είχε αφήσει στην Κύπρο η αγία Ελένη τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα προς την παράδοση. Ο σταυρός αυτός είχε κλαπεί από έναν Λατίνο ιερωμένο το 1318, αλλά ανευρέθη το 1340 από ένα νεαρό βοσκό, τον Γεώργιο. Η ανεύρεση του θαυματουργού σταυρού προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, τελικά δε ο βασιλιάς Ούγος τον πήρε στο παλάτι όπου τον κράτησε 11 μέρες. Όμως ύστερα από ένα όνειρο που τον συγκλόνισε, επέστρεψε τον σταυρό στο νεαρό βοσκό που του επέτρεψε να τον περιφέρει δημόσια για προσκύνημα. Μάλιστα ο Γεώργιος έγινε τότε μοναχός, με το όνομα Γαβριήλ. Η φήμη του σταυρού απλώθηκε, με αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν οι θαυματουργικές του ιδιότητες από έναν Λατίνο επίσκοπο, τον Μαρά. Τότε στην παρουσία του βασιλιά και της βασίλισσας, έγινε στο παλάτι μια δοκιμασία: ο σταυρός, που ήταν ξύλινος, ρίχθηκε από τον επίσκοπο σε ισχυρή φωτιά, χωρίς ωστόσο να καεί. Τότε έγινε κι ένα θαύμα σύμφωνα με την παράδοση: η βασίλισσα Αλίκη που είχε χάσει τη φωνή της επειδή είχε ασεβήσει σε επίσκεψή της στο μοναστήρι του Μαχαιρά, ξαναβρήκε τη λαλιά της και φώναξε πως πίστευε ότι ο ξύλινος σταυρός ήταν πράγματι ιερός. Ο βασιλιάς Ούγος επέτρεψε τότε στον νεαρό βοσκό/μοναχό να διακινείται ελεύθερα με τον σταυρό σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Όταν δε ζητήθηκε από τη Μαρία ντ’ Ιμπελέν (θεία της βασίλισσας) η άδεια να κτίσει ένα ναό για τον σταυρό αυτό, ο βασιλιάς έδωσε αμέσως την άδεια και η εκκλησία κτίστηκε στον Άγιο Δομέτιο με γενναία συνεισφορά και της βασίλισσας Αλίκης.

 

Από μερικές άλλες αναφορές του Μαχαιρά, προκύπτει ότι ο βασιλιάς Ούγος Δ΄ ήταν σκληρός στην απονομή δικαιοσύνης. Όταν, για παράδειγμα, δυο γιοι του (ο μετέπειτα βασιλιάς Πέτρος και ο πρίγκιπας Ιωάννης) έφυγαν κρυφά και χωρίς την άδειά του από την Κύπρο για να γνωρίσουν την Ευρώπη, συνέλαβε τον άνθρωπο που τους είχε βοηθήσει να μπαρκάρουν, τον φυλάκισε, τον βασάνισε, του έκοψε το ένα χέρι, του έκοψε το ένα πόδι και τελικά τον εκτέλεσε με απαγχονισμό τον Απρίλιο του 1349. Τελικά όταν κατόρθωσε να φέρει πίσω τους δυο γιους του, τους έρριξε και τους δυο στη φυλακή ενώ ο ίδιος θρηνούσε απ’ έξω.

 

Από άλλες, ωστόσο, πηγές πληροφορούμαστε ότι ο βασιλιάς Ούγος Δ΄ ήταν πολύ μορφωμένος, με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τις τέχνες και ιδίως τα γράμματα και τη φιλοσοφία (βλέπε λήμμα Αγαθάγγελος ο Καλλιστράτου). Είχε τη θερινή του κατοικία σε περιοχή της Λαπήθου, κι εκεί οργάνωνε φιλοσοφικές συγκεντρώσεις στις οποίες μετείχε και ο Κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης. Ο Ούγος Δ΄ ήταν καλός γνώστης της λατινικής φιλοσοφίας. Εξ άλλου, ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας Βοκκάκιος που στο Δεκαήμερό του κάνει συχνές αναφορές στην Κύπρο και στον βασιλιά της, είχε γράψει το De Genealogiis Deorum (Η Γενεαλογία των Θεών) ύστερα από παράκληση του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ΄ προς τον οποίο και το αφιέρωσε. Εκτός από τη συντροφιά του Κυπρίου Γεωργίου Λαπίθη, ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν πάντοτε από πολλούς Λατίνους σοφούς με τους οποίους συχνά ο Λαπίθης έμπαινε σε φιλοσοφικούς διαλόγους που με χαρά παρακολουθούσε ο Ούγος.

 

Η στέψη του βασιλιά Ούγου Δ΄ ως βασιλιά της Κύπρου είχε γίνει στη Λευκωσία στις 15 Απριλίου του 1324. Στις 13 Μαΐου του ιδίου χρόνου έγινε στην Αμμόχωστο και η στέψη του ως βασιλιά των Ιεροσολύμων. Ως ηγέτης, ο βασιλιάς Ούγος είχε υπογράψει συνθήκη με τη Βενετία, που αφορούσε και τις δραστηριότητες των εγκατεστημένων στην Κύπρο εμπόρων και άλλων Βενετών. Τούτο δημιούργησε πρόβλημα στις σχέσεις του με τους Γενουάτες — ανταγωνιστές των Βενετών —, με τους οποίους όμως διαπραγματεύθηκε επίσης και τελικά υπέγραψε συνθήκη το 1329. Μάλιστα η Γένουα είχε απαιτήσει από τον Ούγο την εξόφληση μεγάλων χρεών που είχε δημιουργήσει ο βασιλιάς θείος του Ερρίκος Β΄. Ο Ούγος ανέλαβε να πληρώσει τα χρέη του προκατόχου του. Με τους Γενουάτες ο Ούγος είχε προβλήματα και αργότερα, όπως και νέες διαπραγματεύσεις.

 

Υπήρχαν επίσης προβλήματα από τη δράση πειρατών στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, κατά των οποίων από καιρό σε καιρό έπλεαν τα καράβια του Ούγου.

 

Κατά μια (ανεπιβεβαίωτη) πηγή, διάφορα παραθαλάσσια μέρη της Μικράς Ασίας (Κανδηλόρον, Ανεμούρι, Αττάλεια κ.α.) πλήρωναν φόρο υποτελείας στον βασιλιά Ούγο. Είναι γνωστό, πάντως, ότι η Κώρυκος του προσφέρθηκε, με την ελπίδα ότι θα την προστάτευε από τους Τούρκους, όμως φαίνεται ότι ο φιλειρηνικός Ούγος είχε αρνηθεί την προσφορά γιατί δεν ήθελε να εμπλακεί σε πολέμους, τους οποίους αντιπαθούσε. Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 113) δίνει την ερμηνεία ότι ο Ούγος αρνήθηκε να καταλάβει την Κώρυκο επειδή ανήκε στο βασίλειο της Αρμενίας (νότια Μικρά Ασία) του οποίου ο βασιλιάς Λέων Δ΄ ήταν συγγενής του (γιος της θείας του Ελοΐζ) και δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει, αν και ο Λέων αυτός δεν είχε την ικανότητα να υπερασπιστεί τις κτήσεις του.

 

Αλλού, πάντως, ο Μαχαιράς δίνει την πληροφορία ότι ο Ούγος είχε δαπανήσει την περιουσία του, που ήταν μεγάλη, στην ετοιμασία εκστρατείας κατά των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Η εκστρατεία αυτή δεν έγινε, πιθανότατα εξ αιτίας των επιδημιών που έπληξαν την Κύπρο και που αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της, αν και μερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, συνέβησαν ιδίως όταν ο Ούγος συμμάχησε με τον πάπα και τους Ιωαννίτες ιππότες. Η συμμαχία στρεφόταν κατά των Τούρκων, ο δε Ούγος συνεισέφερε στον αγώνα αυτό τέσσερα καράβια. Αποτέλεσμα ήταν να καταληφθεί η Σμύρνη το 1334. Μεγάλη εκστρατεία σχεδίασε και εξετέλεσε με επιτυχία λίγο αργότερα ο γιος του Ούγου, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄, ο σημαντικότερος των Λουζινιανών βασιλιάδων του νησιού, τουλάχιστον από στρατιωτικής πλευράς.

Φώτο Γκάλερι

Image