Διονύσιος Ηγούμενος

Image

Διετέλεσε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χρυσσοροϊατίσσης την περίοδο 1978-2019.

Γεννήθηκε στις Κέδαρες Πάφου στις 6 Οκτωβρίου 1938, από τον Ευστάθιο Παπαχριστοφόρου (εθελοντή στους Βαλκανικούς Πολέμους) και τη Δέσποινα Στυλιανού. Πέθανε στις 25 Απριλίου 2020.

 

Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο Δημοτικό Σχολείο Κεδάρων. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό, προσελήφθη ως δόκιμος στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου, από τον Μητροπολίτη Πάφου Φώτιο και το 1952 εισήχθη, ως υπότροφος της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου. Το 1954, εξαιτίας των γεγονότων που συνέβησαν στην Πάφο, λόγω της στέψης της Βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας Ελισάβετ, η τότε αγγλική διοίκηση ήρε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος του Γυμνασιάρχη του Ελληνικού Γυμνασίου, Παύλου Παυλίδη.  Η Ιερά Μητρόπολη Πάφου, σ’ ένδειξη συμπαράστασης στο έργο του Γυμνασιάρχη Παυλίδη, διέκοψε τη φοίτηση του νεαρού δοκίμου της στο Ελληνικό Γυμνάσιο και τον ενέγραψε στο Λιασίδειο Γυμνάσιο Πάφου, από το οποίο αυτός απεφοίτησε το 1958.

 

Στις 15 Ιανουαρίου 1956, ο μέχρι τότε Δημήτρης ή Δημητράκης χειροτονήθηκε σε Διάκονο με όνομα Διονύσιος, από το Μητροπολίτη Πάφου Φώτιο, για να υπηρετήσει ως Διάκονός του. Μετά την αποστολή απειλητικής επιστολής από την ΕΟΚΑ προς τον Μητροπολίτη Φώτιο και τη φυγή του από την Κύπρο, ο Διάκονος Διονύσιος διορίσθηκε στον Ιερό Ναό Παναγίας Θεοσκέπαστης στην Κάτω Πάφο, όπου παρέμεινε για τρεις μήνες. Στη συνέχεια, από το Μάιο του 1956 μέχρι τον Ιούλιο του 1959, διορίσθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου. Με την ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου, όλοι οι μέχρι τότε υπάλληλοι της Μητρόπολης απελύθησαν, εκτός του Διακόνου Διονυσίου και του λογιστή της Μητρόπολης Νίκου Βασιλειάδη. Για την παραμονή των δύο στις θέσεις τους βοήθησε πολύ το ΕΔΜΑ που πεισματικά επέμεινε να μην απολυθούν. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1959, ο Διάκονος Διονύσιος διορίσθηκε, από το νέο Μητροπολίτη, Γραμματέας της Μητρόπολης και Διάκονος του Μητροπολίτη. Στο διάστημα αυτό (1959-1961), υπηρετούσε και στον Ιερό Ναό Αγίου Κενδέα στην Πάφο.

 

Κατά τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ (1955 - 1959), ο τότε Διάκονος Διονύσιος εντάχθηκε στις τάξεις της οργάνωσης με το ψευδώνυμο «Θάνος». Ως υπεύθυνος των Θρησκευτικών Ορθοδόξων Ιδρυμάτων, με εντολή του Διγενή, ίδρυσε σε ολόκληρη την Πάφο σαράντα πέντε Θρησκευτικά Ορθόδοξα Ιδρύματα. Ταυτόχρονα κτυπούσε σε στένσιλς στη Γραφομηχανή για τον πολυγράφο, το «Εγερτήριο Σάλπισμα», που ήταν το επίσημο όργανο της Αλκίμου Νεολαίας ΕΟΚΑ. Ήταν, επίσης, σύνδεσμος για τη μεταφορά επιστολών του Τομεάρχη της ΕΟΚΑ προς τον υπεύθυνο της ΕΟΚΑ Γεροσκήπου Μόδεστο Παπαλλά. Τις επιστολές μετέφεραν στο σπίτι κάποιας Μαρίας, που έμενε απέναντι από τη Μητρόπολη, η Μαρία Βαρνάβα και η θετή κόρη της Ριάνα Καρυολαίμου.

 

Στις 15 Μαΐου 1956, μετά από ρίψη χειροβομβίδας στην περιοχή του ξενοδοχείου «Νέος Όλυμπος» στην Πάφο, ο π. Διονύσιος συνελήφθη από Τούρκο επικουρικό αστυνομικό. Αυτός τον οδήγησε στο Σταθμό των Τούρκων Επικουρικών της Πάφου, έδρα του οποίου ήταν το κτήριο του Ευθυβουλή, στην περιοχή της οικίας του Επάρχου Πάφου. Μετά από βασανιστήρια τεσσάρων ωρών, στην παρουσία και του Άγγλου διοικητή του σταθμού, ο νεαρός Διάκονος εκρατήθη για ένα εικοσιτετράωρο, ως ύποπτος για τη ρίψη της χειροβομβίδας στο ξενοδοχείο. Έπειτα από τη συμπλήρωση των ανακρίσεων και την αθωότητα του π. Διονυσίου, ο τότε Ουαλός Αστυνόμος Πάφου τον κάλεσε στο γραφείο του και απολογήθηκε, ζητώντας μάλιστα και συγγνώμη. Ο π. Διονύσιος μετά την αποφυλάκιση του, για ένα μήνα, κυκλοφορούσε με δεκανίκια, μια και οι Τούρκοι επικουρικοί τον είχαν κτυπήσει με γκλομπς στα πέλματα των ποδιών.

 

Τον Ιούνιο του 1958, μετά από εντολή του Τομεάρχη της ΕΟΚΑ Πάφου, Τεύκρου Λοΐζου, που είχε το ψευδώνυμο «Νταλίπης», ανετέθη στον π. Διονύσιο η εντολή του σχηματισμού ομάδας της Οργάνωσης στις Κέδαρες. Με πρωτοβουλία του κάλεσε στη Μητρόπολη το μετέπειτα, από αδελφότεκνο, συμπέθερό του Χρήστο Ζορπά, τον όρκισε και του έδωσε το ψευδώνυμο «Λίνος». Η ομάδα του Ζορπά φιλοξένησε, για ένα περίπου εικοσαήμερο, τους αντάρτες της ΕΟΚΑ, που με επιτυχία έστησαν ενέδρα στις 2 Νοεμβρίου 1958 στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου στις Κέδαρες. Με τη λήξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, το Φεβρουάριο του 1959, όλη η ομάδα είχε μια συνάντηση γνωριμίας - μέχρι τότε αλληλογραφούσαν με ψευδώνυμα-, στο σπίτι του Κατσαμπή στο Αναβαργός. Αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας από την ομάδα του π. Διονυσίου δεν είχε συλληφθεί και έτσι όλοι τους εμπίπτουν στην κατηγορία των «Μη Συλληφθέντων Αγωνιστών».

 

Στις 6 Οκτωβρίου 1961, ο Διάκονος Διονύσιος αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, μετά από συστατική επιστολή του τότε Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄. Από τη Σχολή αυτή απεφοίτησε τον Ιούνιο του 1965. Με την αποφοίτησή του από τη Σχολή έλαβε τον τίτλο του «Διδασκάλου της Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας». Στο τέλος του τετάρτου έτους υπέβαλε εναίσιμη επί πτυχίω διατριβή με τίτλο «Η Εκκλησία Αντιοχείας. Ίδρυσις και δράσις αυτής μέχρι της Αποστολικής Συνόδου (36-49 μ.χ.)». Η διατριβή αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας», σε τεύχη των τόμων από Λ´ μέχρι ΛΣΤ´. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σχολή, εκτός από το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος της Σχολής, στο οποίο ιερουργούσε ως διάκονος στη σειρά του, τις άλλες Κυριακές και γιορτές μετέβαινε, με άλλους διακόνους και ιερείς φοιτητές, σε ενορίες της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή εκείνη ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη εκατό είκοσι χιλιάδες Έλληνες. Τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια λειτουργούσε πάντοτε στην Παναγία του Πέραν, όπου Αρχιερατικός Προϊστάμενος ήταν ο Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης Σελευκείας Αιμιλιανός. Μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963 στην Κύπρο, ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός ήταν ο πρώτος που απελάθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Η τελευταία Θεία Λειτουργία του Διακόνου Διονυσίου στην Παναγία του Πέραν ήταν τα Θεοφάνεια του 1964. Με την επιστροφή του στη Σχολή, ο Σχολάρχης, Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος, τον κάλεσε στο γραφείο του και του απαγόρευσε τη μετάβασή του ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο π. Διονύσιος, κατά τη διάρκεια των θεολογικών του σπουδών και για τρία χρόνια, παρηκολούθησε και μαθήματα της τουρκικής γλώσσας, που ήταν υποχρεωτικά για όλους τους μη Τούρκους υπηκόους. Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, όλοι οι μη Τούρκοι υπήκοοι φοιτητές, για να είχαν το δικαίωμα να παρακαθήσουν στις εξετάσεις των θεολογικών μαθημάτων, θα έπρεπε να είχαν επιτύχει στις εξετάσεις της τουρκικής γλώσσας.

 

Τον Ιούλιο του 1965 επέστρεψε στην Κύπρο και προσελήφθη και πάλι στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου, αυτή τη φορά ως Ιεροκήρυκας και Γραμματέας της Μητρόπολης. Στις 10 Οκτωβρίου 1967, μετά από σύσταση και εγγύηση του Μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου, ότι μετά τις σπουδές του θα επέστρεφε για να εργασθεί για την Εκκλησία Κύπρου, του παραχωρήθηκε νέα υποτροφία από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄ και ανεχώρησε για σπουδές στη Ρώμη. Στη Ρώμη, κατά τη διάρκεια των τετραετών σπουδών του, σπούδασε Συντήρηση Εικόνων στο Instituto Centrale del Restauro και συντήρηση χειρογράφων και παλαιών εντύπων κειμένων στο Instituto Di Patologia Del Libro «Alfonso Gallο».

 

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Ρώμη παρακολούθησε και Βιβλιοθηκονομία στη διεθνούς φήμης Σχολή Βιβλιοθηκονομίας του Βατικανού. Στη Σχολή αυτή οι φοιτητές ήσαν υποχρεωμένοι να υποβάλουν και διατριβή βιβλιογραφικού περιεχομένου, στην ιταλική γλώσσα. Στον Ηγούμενο Διονύσιο ανετέθη το θέμα: «Libri stampati nel ΧVI secolo cochernenti la storia di Cipro sotto i Templari, Lusignani, Genovesi e Venetiani». Ύστερα από την υποστήριξη της διατριβής αυτής, ο π. Διονύσιος, σε νέες έρευνές του στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρώμης, ανεκάλυψε νέα βιβλία, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα συμπλήρωμα είκοσι σελίδων με νέα βιβλία. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο πήγε στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών προκειμένου η εργασία του αυτή να δημοσιευθεί. Ο Διευθυντής του Κέντρου τον ρώτησε εκτός του πτυχίου Βιβλιοθηκονομίας τι άλλο πτυχίο είχε. Όταν αυτός του απάντησε ότι είχε και πτυχίο Θεολογίας ο Διευθυντής τού είπε περιφρονητικά: «Λοαρκάζεις και τη Θεολογία για επιστήμη»; και απέρριψε τη δημοσίευση της πιο πάνω εργασίας. Με την τουρκική εισβολή και την κατάληψη της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στην Τρεμετουσιά από τους Τούρκους το 1974, τόσο η διατριβή όσο και το Συμπλήρωμα παρέμειναν εκεί. Αργότερα ο π. Διονύσιος ζήτησε και πήρε από τη Σχολή Βιβλιοθηκονομίας αντίγραφο της διατριβής του, το συμπλήρωμα όμως δυστυχώς είχε χαθεί.

 

Το καλοκαίρι του 1971, όταν επέστρεψε στην Κύπρο μετά το πέρας των σπουδών του, ο Μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο και τον προεχείρισε σε Αρχιμανδρίτη, ο δε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση του Κέντρου Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων που ιδρύθηκε στην ιστορική Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα στην Τρεμετουσιά. Σκοπός του Κέντρου ήταν η κατά τρόπο επιστημονικό συντήρηση και διαφύλαξη του αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού θησαυρού της Εκκλησίας, καθώς και η προβολή τούτου τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Στο Κέντρο λειτουργούσε Αρχείο Εικόνων, Ιερών Σκευών και Αντικειμένων, Εργαστήρι Συντήρησης Εικόνων, Εργαστήρι Συντήρησης Χειρογράφων και Εντύπων Κειμένων, βιβλιοδετείο και πλήρες φωτογραφείο. Στα τρία χρόνια της λειτουργίας του Κέντρου είχαν καταγραφεί γύρω στις δέκα χιλιάδες εικόνες και ιερά σκεύη και αντικείμενα, κυρίως από τις κατεχόμενες σήμερα κοινότητες της Κύπρου. Ο π. Διονύσιος παρέμεινε στη Μονή μέχρι τις 14 Αυγούστου 1974, οπότε διετάχθη η εκκένωση της Τρεμετουσιάς.

 

Μετά τη φυγή του από την Τρεμετουσιά, ο Αρχιμ. Διονύσιος φιλοξενήθηκε για τέσσερα χρόνια στην Ιερά, Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Νεοφύτου. Στη Μονή αυτή είχαν μεταφερθεί για προστασία και όλοι οι θησαυροί της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, που τέθηκαν κάτω από την ευθύνη του. Με τη βοήθεια του τότε Ηγουμένου της Μονής, νυν Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β´, οργάνωσε μικρό εργαστήρι συντήρησης και συντήρησε όλες τις εικόνες που σήμερα βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος «Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ´». Από τον Απρίλιο του 1975 μέχρι το Δεκέμβριο του 1979, ο Αρχιμ. Διονύσιος διετέλεσε Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας Κύπρου. Παράλληλα με τις πιο πάνω δραστηριότητες, κατά την περίοδο 1976-1979, δίδαξε Ιστορία και Παθολογία του Βιβλίου στο Τμήμα Αρχειακού - Βιβλιογραφικού Υλικού, που λειτουργούσε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου. Τον Οκτώβριο του 1976 ανέλαβε ως Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2010 που διελύθηκαν τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια. Στον π. Διονύσιο ανατέθηκε πάλι η προεδρία του νεοσυσταθέντος Συμβουλίου Πνευματικής Λύσεως του Γάμου.

 

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1978 ο Αρχιμ. Διονύσιος εξελέγη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χρυσορροϊατίσσης, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 2019. Στη Μονή, με πρωτοβουλία δική του και με χορηγία του Ιδρύματος «Αναστάσιος Γ. Λεβέντης», λειτουργεί Εικονοσκευοφυλάκιο από τον Ιούνιο του 2001. Σε αυτό εκτίθενται όλοι οι θησαυροί της Μονής, που αρχίζουν από το δωδέκατο και φτάνουν μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Από το 2010 λειτουργεί στη Μονή Συνεδριακό Κέντρο και Πινακοθήκη. Στην Πινακοθήκη εκτίθενται συνολικά πενήντα εννέα έργα Κυπρίων και ξένων ζωγράφων, τα οποία αγοράσθηκαν από τον Ηγούμενο Διονύσιο κατά την περίοδο 1978-2012. Από τον Οκτώβρη του 2010 λειτουργεί, επίσης, Κέντρο Εικονολογίας, που σκοπό έχει την ανάδειξη της θεολογίας και, κατ’ επέκταση, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας και της κοσμολογίας της Ορθόδοξης Εικονογραφίας.

 

Από τον Οκτώβριο του 2010 είναι ανοιχτή για το κοινό και η «Αίθουσα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄». Όπως ο ίδιος έγραψε στο Βιβλίο Επισκεπτών της Μονής, στις 27 Σεπτεμβρίου 1948, ως Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, οι συχνές επισκέψεις του στη Μονή, ως μαθητής τότε του Δημοτικού Σχολείου Παναγιάς, του ενέπνευσαν τον ακράτητο πόθο και την αγάπη προς το μοναχικό βίο, τον οποίο και ακολούθησε αμέσως μετά την αποφοίτηση του από το Δημοτικό Σχολείο Παναγιάς. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλη ήταν και η προσφορά του στην αναστήλωση της Μονής μετά τους σεισμούς του Σεπτεμβρίου του 1953 και την πυρκαϊά του Οκτωβρίου του 1967.

 

Το 1984, ο Ηγούμενος Διονύσιος επαναλειτούργησε το παλιό Οινοποιείο της Μονής, που είχε διακόψει τις εργασίες του μετά τα Οκτωβριανά γεγονότα του 1931. Το 1988 το Οινοποιείο της Μονής, γνωστό τότε ως «Οινοποιείο Ρογιά», έλαβε μέρος σε διεθνή διαγωνισμό κρασιών στη Λουμπλιάνα της Σλοβενίας. Στο διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν συνολικά τριάντα πέντε χώρες με ισάριθμους γευστολόγους. Στο διαγωνισμό αυτό το λευκό κρασί «Άγιος Ανδρόνικος» πήρε χρυσό μετάλλιο και το ροζέ «Αγία Μαράνα» αργυρό μετάλλιο.

 

Ο Ηγούμενος Διονύσιος συμμετέσχε σε αποστολές εκπροσώπησης της Εκκλησίας Κύπρου στο εξωτερικό. Δημοσίευσε μελέτες και άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες.

 

Ο Διονύσιος αγαπούσε πολύ και το περιβάλλον. Με δική του πρωτοβουλία, το 2004 η περιοχή γύρω από τη Μονή Χρυσορρογιάτισσας εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, με στόχο τη δημιουργία δρυοδάσους, το οποίο  έγινε πραγματικότητα λίγο καιρό μετά.