Αραβικές Επιδρομές

Image

 Μια από τις πιο σκοτεινές και αινιγματικές περιόδους της ιστορίας της Κύπρου είναι η εποχή από το 686 έως το 965 μ.Χ. Η πρώτη χρονολογία-ορόσημο συνδέεται με την σύναψη Αραβο-βυζαντινής συνθήκης ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄(685-695) και στον Σουλτάνο Αβιμέλεχ (Άμπντ-Αλ- Μαλέκ), ενώ η δεύτερη με την επανένταξη της Κύπρου στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Με το θέμα αυτό έχουν  ασχοληθεί πολλοί μελετητές και έχουν εκφράσει εκ διαμέτρου αντίθετες

απόψεις. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι το θέμα κάθε άλλο παρά άγνωστο είναι, το ερώτημα παραμένει: σε ποιό πολιτικό καθεστώς βρισκόταν η Κύπρος, ήταν  βυζαντινή, αραβική, συγκυριαρχούμενη από Άραβες και Βυζαντινούς ή  αυτοδιοικούμενη;

 Το καθεστώς της Κύπρου παραμένει αδιευκρίνιστο την εποχή αυτή, καθώς τα  στοιχεία που σώζονται είναι εξαιρετικά περιορισμένα και ελάχιστα από αυτά  σχετίζονται με τη διοίκηση, με εξαίρεση το θέμα της συλλογής των φόρων που  γνωρίζουμε από αρκετές πηγές ότι μοιράζονταν Βυζαντινοί και Άραβες. Η  συνθήκη δεν καθορίζει τίποτε άλλο. Αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να μας

 εκπλήττει διότι τα θέματα που ενδιέφεραν τους αρχηγούς των μεσαιωνικών  κρατών τότε ήταν δύο: η οικονομική απομύζηση των επαρχιών και η στρατιωτική εκμετάλλευσή τους. Το πρώτο καθορίστηκε επίσημα, το δεύτερο είναι αρκετά  σαφές: η Κύπρος έπρεπε να μείνει πολιτικά ουδέτερη και  αποστρατιωτικοποιημένη, αν και αυτό καταστρατηγήθηκε και από τους δύο που

συνομολόγησαν την συνθήκη, αρκετές φορές. Η παραβίαση αυτού του «κανόνα» από τους Βυζαντινούς προκαλούσε τις καταστροφικές επιδρομές των Αράβων (Βίντεο Ηλεκτρονικός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)  ενώ ακόμη και η χρησιμοποίηση του τοπικού πληθυσμού για πολιτικές σκοπιμότητες  ισοδυναμούσε με καταπάτηση της συνθήκης. Γενικά η Κύπρος δεν έπρεπε να  χρησιμοποιείται για ενίσχυση της στρατιωτικο-πολιτικής θέσης του ενός  απέναντι στον άλλο με οποιοδήποτε τρόπο.

Το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείτο η Κύπρος είναι γενικά πολύ σαφές.  Βυζαντινοί και Άραβες συνεκμεταλλεύονταν το νησί, ενώ στρατιωτικά παρέμενε  ουδέτερο έδαφος επειδή η προφανώς η επίκαιρη θέση του έγερνε την πλάστιγγα της εύθραυστης ισορροπίας προς το μέρος του ενός ή του άλλου ανάλογα. Έτσι, η θέση αυτή ακυρωνόταν με τον στρατιωτικό-πολιτικό αποχρωματισμό του βασικού αυτού γεωγραφικού διαμερίσματος της Ανατολικής Μεσογείου. Η αυτοκρατορία φρόντιζε να εποπτεύει τα πράγματα με τον άρχοντα Κύπρου και το σουλτανάτο με το συμβούλιο περί Κύπρου. Τόσο ο άρχων Κύπρου, όσο και το αραβικό συμβούλιο ήταν θεσμοί με ουσιαστικό περιεχόμενο και συγεκριμένες αρμοδιότητες τις οποίες όμως δεν φαίνεται από τις πηγές να είχαν ασκήσει ποτέ πρακτικά γιατί οι αρμοδιότητές τους περιορίζονταν από την αραβοβυζαντινή συνθήκη.

Στην Κύπρο μαρτυρούνται δύο ονόματα αρχόντων, αυτό του φοβερού Λαχανοδράκοντα που συνδέθηκε από τη Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή με τους διωγμούς των εικονόφιλων μοναχών και την εξορία τους στην Κύπρο από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄(740-775) και αυτό του Λέοντα που μαρτυρείται στο De ceremoniis aulae byzantinae (Περί βασιλείου τάξεως) του αυτοκράτορα  Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου (913-959).

 

Γνωρίζουμε ότι οι Κύπριοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στους Άραβες  ετήσιο φόρο που ανερχόταν σε 7.200 χρυσά δηνάρια, ενώ παράλληλα ήταν  υποχρεωμένοι να μην παρέχουν διευκολύνσεις στους Βυζαντινούς αν και η διέλευση από τα χωρικά ύδατα του νησιού και των μεν και των δε επιτρεπόταν. Εννοείται πως οι Βυζαντινοί θα έπαιρναν και αυτοί το δικό τους αντίστοιχο

 μερίδιο από τα έσοδα της φορολογίας. Τα δύο κράτη είχαν εξασφαλίσει αυτά που τους αφορούσαν σε σχέση με την Κύπρο και αυτό τους αρκούσε. Η οικονομική  αρωγή σε καιρούς χαλεπούς για το Βυζάντιο και αντίστοιχα καιρούς έντονης  πολεμικής δραστηριότητας για τους Άραβες ήταν σημαντική. Όμως σε σχέση και  με τα όσα έχουν λεχθεί και πιο πάνω παραμένουν ένα σωρό θέματα αδιευκρίνιστα, όπως αυτό της απονομής δικαιοσύνης, της εσωτερικής

οργάνωσης, της αστυνόμευσης κ.ο.κ.

 Στα ζητήματα αυτά, με τα οποία θα ασχοληθούμε και πιο κάτω, μόνο με έμμεσο τρόπο μπορεί να τοποθετηθεί κανείς και ερμηνεύοντας στοιχεία που δείχνουν  την επιρροή των Βυζαντινών ή των Αράβων στο νησί. Εφόσον οι πηγές είναι  αντιφατικές και ενδεχομένως υπήρχε ακόμη και τότε ασάφεια γύρω από το  καθεστώς κυριαρχίας του νησιού, δεν υπάρχει κανένα νόημα ή ακόμη και

κανένα ενδιαφέρον στο να δωθούν απαντήσεις σ'αυτό το θέμα. Αντίθετα, η πραγμάτευση του θέματος πλάγια και έμμεσα μπορεί να φανερώσει κάτι πιο ουσιαστικό, όχι το σε ποιόν ανήκε το νησί αλλά τις σφαίρες επιρροής μέσα στις οποίες αυτό  κινείτο και ακόμη πως το ίδιο μπορούσε να ακολουθεί την δική του στάση στον  περιβάλλοντα χώρο, πως λειτουργούσε αυτή η αυτονομία και με βάση ποιούς  θεσμούς, καθώς και το πως ισορροπούσε σ'αυτή την εύθραυστη «ουδετερότητα».

 Απ' αυτή την άποψη είναι εξόφθαλμο ότι η η επιρροή ασκείτο κυρίως από το Βυζάντιο. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. 

 

 H πρώτη επαφή των Κυπρίων με τους Άραβες ανάγεται στα 648/9 όταν ο  Μωαβίας επέδραμε στην Κύπρο. Οι νεοφώτιστοι Άραβες άρχισαν να εξαπλώνονται με ορμή από τα βάθη της Ανατολής και πολύ γρήγορα έφτασαν να απειλήσουν βυζαντινά εδάφη. Αν αναλογισθεί κανείς ότι το 622, είναι το έτος της Εγίρας που απλοϊκά θα ονομάζαμε έτος ίδρυσης του Ισλαμισμού, τότε η μεταμόρφωση των  Βεδουίνων της ερήμου σε πολεμιστές και κυρίως ναυτικούς που επέδραμαν σε νησιά, δύο-τρεις δεκαετίες αργότερα είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Βέβαια οι  Άραβες δεν ήταν ναυτικός λαός κι έτσι δεν επιχειρούσαν ταξίδια σε μεγάλες  αποστάσεις. Μια παράδοση λέει πως οι Άραβες που βρίσκονταν στα παράλια της  Παλαιστίνης άκουγαν τα βράδια τα σκυλιά από την Κύπρο να αλικτάνε. Έτσι ενθαρρύνθηκαν από το γεγονός ότι η απόσταση ήταν πολύ κοντινή και

αποφάσισαν  να επιδράμουν σ'αυτήν.  Η βιαιότητα με την οποία προσπάθησαν να διαδώσουν την πίστη τους οι  οπαδοί του Ισλαμισμού άφησε αλγεινές αναμνήσεις. Η βυζαντινή κυβέρνηση

 αναγκάστηκε να κλείσει στα 688 μ.Χ συνθήκη πολιτικής συγκυριαρχίας για την  Κύπρο, σύμφωνα με την οποία Βυζαντινοί και Άραβες θα εκμεταλλεύονταν τους  οικονομικούς πόρους του νησιού, αλλά θα το άφηναν πολιτικά και στρατιωτικά  ουδέτερο. Ωστόσο, οι παρασπονδίες των Βυζαντινών και η διάθεση των Κυπρίων  να τους βοηθήσουν καθώς και άλλοι λόγοι, προκάλεσαν αρκετές φορές τη μήνι  των Αράβων, που επέδραμαν στο νησί προκαλώντας τρομερές καταστροφές και  αιχμαλωτίζοντας πολλούς ανθρώπους για να τους πωλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της  Ανατολής. Στην τελευταία μάλιστα επιδρομή, αυτήν του εξομώτη Δαμιανού στα  911/2, αιχμαλωτίστηκαν πολλοί κάτοικοι των Χύτρων (Κυθρέας). Τότε ο  επίσκοπος της πόλης, άγιος Δημητριανός, ακολούθησε το ποίμνιό του και με παρακλήσεις στο χαλίφη κατάφερε να τους απελευθερώσει. Σ'αυτό το αποτέλεσμα συνεπικούρησε βέβαια και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Νικόλαος  Μυστικός με τις διπλωματικές του ενέργειες. 

 Ένα άλλο σημαντικό περιστατικό που συνδέεται με την παρουσία του  Ισλαμισμού στην Κύπρο, αφορά στο θάνατο της Ουμ-Χαράμ στην περιοχή της  αλυκής της Λάρνακας στη διάρκεια της επιδρομής του Μωαβία. Η γυναίκα αυτή  συνδεόταν στενά με τον προφήτη Μωάμεθ και θεωρείτο ιερό πρόσωπο. Το είδος της σχέσης που είχαν είναι άγνωστο και οι απόψεις γι' αυτό το θέμα διίστανται. Εν πάση περιπτώσει στο σημείο όπου έλαβε χώρα το ατύχημα χτίστηκε ένα τέμενος αφιερωμένο σ' αυτή. Το μνημείο αυτό που σώζεται έως σήμερα,  σύμφωνα με το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων, το Κοράνι, είναι εξαιρετικά  σημαντικό και ο κάθε καλός Μουσουλμάνος θα πρέπει να το επισκεφθεί αφού  ιεραρχείται τέταρτο σε σημασία μετά τη Μέκκα, τη Μεδίνα και το χρυσό τέμενος των Ιεροσολύμων.

 Επιδρομές έλαβαν χώρα στην Κύπρο, εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν, στα 726 μ.Χ από το γιο του χαλίφη Χισιάμ, Μωαβία, στα 743 από το χαλίφη Ουαλίντ Β΄,  στα 790 και στα 806 από τον χαλίφη Αρούν αλ-Ρασίτ

Όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει, η επαφή των Κυπρίων με τον Ισλαμισμό ήταν  αρνητική. Το πολιτικό καθεστώς όμως στο οποίο βρισκόταν η Κύπρος, τους  προστάτεψε από τους μαζικούς εξισλαμισμούς που παρουσιάζονται σε  κατακτημένες από τους Άραβες περιοχές, μεταξύ άλλων και στη γειτονική Κρήτη.

Ισλαμικοί πληθυσμοί φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί στα παράλια αστικά κέντρα της Κύπρου. Η παρουσία τους δεν εντοπίζεται στην ενδοχώρα του νησιού επειδή οι πληθυσμοί αυτοί ασχολούνταν με το εμπόριο και ενδεχομένως και με άλλες συναφεις δραστηριότητες. Η παρουσία του ήταν μάλλον θετική και ζωογόνος για την οικονομία. Επιπλέον, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι δεν παρατηρήθηκαν τριβές ή συγκρούσεις ανάμεσα στους Κυπρίους και τους μόνιμα

εγκατεστημένους Άραβες. Μάλιστα μια μνεία ξένου επισκέπτη της Κύπρου τον 8ο αιώνα μας δίδει την πληροφορία ότι η συνύπαρξη των δύο στοιχείων ήταν αρμονική και χωρίς αντιπαραθέσεις. Στα 965, όταν η Κύπρος επανεντάσσεται στη βυζαντινή αυτοκρατορία, φαίνεται ότι το Ισλαμικό στοιχείο είχε εκφυλιστεί,  αλλά ήταν ακόμη εγκατεστημένος κάποιος αριθμός Αράβων στο παράλιο αστικό περιβάλλον του νησιού.

 

 

Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑΚΗ

 Τον 7ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη διατρέχει θανάσιμους κινδύνους τόσο από τους  Άραβες όσο και από τους Σλάβους που την απειλούν. Oι  Άραβες αφού απέσπασαν  τα εδάφη της Αφρικής, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Αρμενίας και της Συρίας κατευθύνθηκαν προς την Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Οι  αυτοκράτορες που διαδέχθηκαν τον Κωνσταντίνο Δ΄ μόνο εν μέρει στάθηκαν  ικανοί να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Ιουστινιανός Β΄ προσπάθησε να  περιχαρακώσει την πρωτεύουσα μετοικίζοντας πληθυσμούς από την Κύπρο στα  690/1, στα περίχωρα της Βασιλεύουσας, ώστε να χρησιμεύσουν ως ανάχωμα.  Φαίνεται ότι επέλεξε πληθυσμό ικανό ν'αντιμετωπίσει πολεμικά τις ενδεχόμενες  πολιορκίες ή απλές εφόδους προς την Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός βέβαια της  μετοικεσίας των Κυπρίων σε μια πολίχνη του Ελλησπόντου, την Αρτάκη πολύ  μεγαλύτερη σημασία είχε για τους Κυπρίους και την ιστορία τους παρά για την  αυτοκρατορία γενικότερα. Μετοικεσίες πληθυσμών ξαναέγιναν στην Κύπρο και θα  γίνουν πάλι μετά απ'αυτήν της Αρτάκης. Για μια σειρά από λόγους, όμως, αυτή  θεωρείται κορυφαίο γεγονός για την ιστορία της Κύπρου. Οι δύο πιο σημαντικοί  λόγοι είναι αφενός η μεταφορά του αρχιεπισκόπου και κατεπέκταση του αυτοκεφάλου στη νέα πατρίδα και αφετέρου ο μεγάλος όγκος ανθρώπων που  μεταφέρθηκε από την Κύπρο στη Αρτάκη.  Ασφαλώς η μετοικεσία δεν περιλάμβανε το σύνολο των Κυπρίων, αλλά μόνο ένα  ικανό τμήμα να ενισχύσει πληθυσμιακά μια μάλλον μικρή πόλη. Ο αριθμός λοιπόν  των Κυπρίων που μετοίκησαν δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από 10.000. Ήταν  δηλαδή λιγότεροι από το 1/7 του συνολικού πληθυσμού. Η εντύπωση που δώθηκε  για συνολική εγκατάλειψη του νησιού και μετοικεσία στην Αρτάκη προέκυψε από  το γεγονός οτι το κομμάτι αυτό του πληθυσμού που μετοίκησε ακολούθησε και ο  αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, που είχε την έδρα του στην Κωνσταντία, πρωτεύουσα  ακόμη του νησιού, αφού οι αραβικές επιδρομές δεν πρέπει να είχαν γίνει ακόμη  τόσο αισθητές, ώστε να αναζητηθεί πρωτεύουσα στο εσωτερικό κι έτσι να  αντικαντασταθεί η Κωνσταντία από τη Λευκωσία, όπως και έγινε τελικά. Ο  αρχιεπίσκοπος μετέφερε τα διακαιώματα και τα προνόμιά του στην Αρτάκη,  γεγονός όμως που έπρεπε να επιβεβαιωθεί και με συνοδική απόφαση, πράγμα που  τελικά έγινε στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο στα 691/2. Θα πρέπει όμως να  υπογραμμιστεί ότι και κάποιες πηγές όπως το De administrando imperio του  Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου μας πληροφορεί ότι η μετοικεσία έλαβε χώρα αφού  το νησί είχε ερημώσει από τις αραβικές επιδρομές. Τότε σύμφωνα με την ίδια πηγή ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ αποφάσισε να συλλέξει τον αρχιεπίσκοπο,  τους επισκόπους και τον εναπομείναντα λαό και να τους μεταφέρει στην Αρτάκη,  η οποία λανθασμένα συγχέεται με την Κύζικο από τον συγγραφέα. 

Οι Κύπριοι έμειναν στην Αρτάκη για λιγότερο από 10 χρόνια. Σύμφωνα με τον  Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο παρέμειναν 7 χρόνια. Συγκεκριμένα παρέμειναν  μέχρι το 698 μ.Χ  οπότε ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄(698-705) τους επαναπάτρισε  για τον απλό λόγο ότι τα συμφέροντα είχαν αλλάξει και οι Κύπριοι ήταν  χρήσιμοι πλέον στην πατρίδα τους όπου θα μπορούσαν να βοηθήσουν το Βυζάντιο  στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κίνηση του Τιβέριου είχε και πολιτικές σκοπιμότητες αφού ο Ιουστινιανός Β τον οποίο είχε εκθρονίσει, προσπαθούσε να επιστρέψει στο θρόνο, οι δε Κύπριοι στην Αρτάκη που είχε ονομαστεί Ιουστινιανή, θα μπορούσαν να τον υποστηρίξουν.  

 

Μετά τον επαναπατρισμό η έδρα του αρχιεπισκόπου της  Κύπρου μεταφέρθηκε στην Αμμόχωστο, δοθέντος ότι η Κωνσταντία είχε  καταστραφεί από τους Άραβες. Επιπλέον, ο τίτλος του αρχιεπισκόπου μετεβλήθη σε «Νεάς Ιουστινιανής και πασης Κύπρου», διατηρώντας τιμητικά σ'αυτόν και  την ανάμνηση της μετοικεσίας στην Αρτάκη. Η εντύπωση που δημιουργεί το  σχετικό χωρίο του De administrado imperio είναι και πάλι, ότι κατά τη  διάρκεια αυτών των 7 ετών η Κύπρος παρέμεινε έρημη και ακατοίκητη. Αυτό  προκύπτει από την αναφορά στη συμφωνία που έκανε ο  αυτοκράτορας Τιβέριος με  τον επικεφαλής των Αράβων της Συρίας για να ελευθερώσει τους Κυπρίους  αιχμαλώτους που κρατούνταν στη Συρία, ώστε να κάνει και ο ίδιος αντίστοιχη  ενέργεια. Έτσι ξανακατοικήθηκε το νησί, σύμφωνα με την ίδια πηγή, αφού  επέστρεψαν οι Κύπριοι αιχμάλωτοι από τη Συρία, οι Κύπριοι που είχαν  μετοικήσει στην Αρτάκη, καθώς και άλλοι Κύπριοι που είχαν μεταφερθεί και  εγκατασταθεί στα θέματα των Κιβυραιωτών και των Θρακησίων.

 Οι μετοικεσίες βέβαια ήταν όπλα στρατηγικής. Δεν γίνονταν μόνο από τους  Βυζαντινούς αλλά και από τους Άραβες. Όπως φάνηκε πιο πάνω, τον 7ο αιώνα  είχε ήδη λάβει χώρα μια μετοικεσία στη Συρία, ενώ και μια άλλη έγινε τον 8ο  αιώνα. Ας σημειωθεί ότι την πληροφορία για την τελευταία αναγκαστική  μετοικεσία των Κυπρίων στη Συρία μαρτυρεί στη Χρονογραφία του και ο Θεοφάνης

ο Ομολογητής ο οποίος  αναφέρει ότι αυτή έγινε στα 742 από τον σουλτάνο  Ουαλίδ.

 

 Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ζ΄ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ

  O αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄Πορφυρογέννητος υπήρξε ένας λόγιος  ηγεμόνας με μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα. Στα έργα του ασχολήθηκε  επανειλημμένα με την Κύπρο διασώζοντάς μας σημαντικές πληροφορίες. Στο έργο  του De Thematibus (Περι Θεμάτων) αναφέρει την Κύπρο ως το δέκατοπέμπτο θέμα,  δηλαδή επαρχία, της Ανατολής και απαρριθμεί τις δεκατρείς πόλεις-

επισκοπές  του νησιού. Αυτές ήταν η μητροπόλη -όπως την αποκαλεί- Κωνσταντία, δηλαδή η

 πρωτεύουσα, το Κίτιον, η Αμαθούντα, η Κερύνεια, η Πάφος, η Αρσινόη, οι  Σόλοι, η Λάπηθος, η Λευκωσία, η Κυθρέα, η Ταμασός, η Τριμυθούντα και η  Κάρπασος. Ο αυτοκράτορας την αποκαλεί μεγάλη και επιφανέστατη. Μαρτυρεί  μάλιστα ότι ο παππούς του αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ο Μακεδόνας (867-912),  επιχείρησε να την επαναφέρει στον πλήρη έλεγχο του βυζαντινού κράτους, σαν  κανονικό θέμα, στέλοντας τον στρατηγό Αλέξιο να επιβάλει τη βυζαντινή αρχή  στο νησί. Ο Αλέξιος κατάφερε να καταστήσει την Κύπρο πραγματικά και όχι μόνο  ονομαστικά, βυζαντινό θέμα για επτά χρόνια αλλά «πάλιν δε αφηρέθη υπό των  Σαρακηνών και ταύτην φορολογούσι ώσπερ και πρότερον». 

Στο ίδιο έργο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αναφέρεται στην  αραβοβυζαντινή συνθήκη ανάμεσα στον Ιουστινιανό Β΄και στον Αβιμέλεχ. Με πολύ εύστοχη διατύπωση η συμφωνία περιγράφεται ως ένας εξ'ίσου διαμοιρασμός των  φόρων που προέρχονταν από την Κύπρο, την Αρμενία και την Ιβηρία. Ο  Πορφυρογέννητος όπως έχει ήδη λεχθεί, δίνει αναλυτικές πληροφορίες για τη  μετοικεσία των Κυπρίων στην Αρτάκη. Στο έργο του De administrando imperii (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν) αναφέρεται στη διεύρυνση των δικαιοδοσιών του  αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννη και στις αποφάσεις της Πενθέκτης Οικουμενικής  Συνόδου που συνδέονται με και πάλι με τη μετοικεσία.

Τέλος πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αναδρομή που κάνει ο συγγραφέας στην  ιστορία της Κύπρου. «Εκληθη δε από Κύπρου της θυγατρός Κινύρου, η της Βύβλου  και Αφροδίτης, ως Φιλοστέφανος εν τω Περί νήσων και Ίστρος εν Αποικίαις  Αιγυπτίων ιστόρησαν», γράφει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Κατόπιν συνεχίζει  με αναφορά στα κυπριακά βασίλεια και την κατάλυσή τους από τους συνεχιστές  του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίους. Αυτούς διαδέχθηκαν οι Ρωμαίοι και

τότε  το νησί έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και διαιρέθηκε σε δεκατρείς  πόλεις. Το καθεστώς αυτό συνεχίστηκε και κατά τη μεταβολή της ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας σε βυζαντινή, μεταβολή που οι ίδιοι οι κάτοικοι του κράτους  δεν αντιλήφθηκαν ποτέ, αφού έως τον 15ο αιώνα θεωρούσαν τους εαυτούς τους  συνεχιστές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι, «του χρόνου δε παραδραμόντος  και των Ρωμαίων όπλων κατιωθέντων εξ αμελείας, εκράτησαν αυτοί οι

Σαρακηνοί  επί της βασιλείας Ηρακλείου».

Χάρη στα γεωγραφικά και διοικητικά ενδιαφέροντα και ασχολίες του  πολυγραφότατου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου, μας σώθηκαν  μοναδικές πληροφορίες, όχι πάντα ακριβείς, αλλά οπωσδήποτε μοναδικές από την  οπτική και μόνο ότι προέρχονται από τη γραφίδα ενός βασιλιά που είχε  πρόσβαση σε όλο το αρχειακό υλικό, τις βιβλιοθήκες του παλατιού κι επιπλέον  γνώριζε τα ζητήματα στρατηγικής και πολιτικών σκοπιμοτήτων που αφορούσαν

την  αυτοκρατορία. Η Κύπρος στα κείμενά του προβάλλει ως ένας χώρος στον οποίο  υπάρχει αυτοκρατορικός έλεγχος αλλά όχι απόλυτος. Πρόκειται για ένα μέρος με  τεράστια γεωστρατηγική σημασία τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους  Άραβες. Φαίνεται μάλιστα ότι η Κύπρος ήταν τόσο δυνατό χαρτί για όποιον το  κατείχε, ώστε αποφάσισαν από κοινού να το εξουδετερώσουν, περιοριζόμενοι  μόνο στα οικονομικά οφέλη. Οι  Άραβες ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν τους

όρους  της συμφωνίας για ουδετερότητα και αποστρατιωτικοποίηση του νησιού. Όταν  όμως οι Βυζαντινοί παρασπονδούσαν τότε προκαλούνταν αντίποινα αφού κι αυτοί  δεν ήταν διαθετιμένοι να τους επιτρέψουν να χρησιμοποιούν την Κύπρο σε βάρος  τους. Η απαγκίστρωση έπρεπε να είχε διττό χαρακτήρα και στη συμφωνία έπρεπε  να τηρείται η αρχή της αμοιβαιότητας. Αυτός ο βαρυσήμαντος ρόλος της Κύπρου  είναι που οδήγησε και την απόπειρα του παππού του Κωνσταντίνου Ζ΄, Βασιλείου Α΄ που ήταν ικανότατος αυτοκράτορας, να επανεδραιώσει τον βυζαντινό έλεγχο  στο νησί.

 

Η ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

 Στα 965 μ.Χ  η Κύπρος ξεκινά μια νέα φάση στην ιστορία της. Η αραβική παρουσία  στο νησί μοιάζει να έχει εκφυλιστεί. Παράλληλα, παρατηρείται -σύμφωνα με τη  σύγχρονη έρευνα- δημογραφική ανάκαμψη στον κυπριακό πληθυσμό. Το βυζαντινό  κράτος βρίσκεται σε ανοδική πορεία και έτσι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β΄  Φωκάς (963-969) μετά την ανακατάληψη της Κρήτης στα 963, στέλνει το στρατηγό  του Νικήτα Χαλκούτζη στην Κύπρο, για να ξεκαθαρίσει το καθεστώς και να  υπαγάγει το νησί στη βυζαντινή επαρχιακή διοίκηση, εκκαθαρίζοντας τα

αραβικά  υπολείμματα, όπως μαρτυρεί και ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης.

Μετά την επανεδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας το 965, τo νησί φαίνεται να  ευημερεί, ενώ σύμφωνα με το Τακτικόν Οικονομίδη (Escurial), δηλαδή τον  κατάλογο με την ιεραρχία των αξιωματούχων, ο πολιτικός ρόλος της Κύπρου ήταν  κι αυτός πολύ σημαντικός, αν κρίνει κανείς από την υψηλή θέση που βρίσκεται  ο στρατηγός Κύπρου. Αναζωγόνηση και ακμή στο νησί φαίνεται να συνεχίστηκε  και για τους επόμενους αιώνες. Αυτό οφειλόταν στην κατάληψη σχεδόν ολόκληρης

της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους Τούρκους και στην Α΄ Σταυροφορία που  καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό τις ζώνες μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας ανάμεσα  στις οποίες ήταν και η Κύπρος. Μετά την πτώση μεγάλου μέρους της Μικράς  Ασίας, στα τέλη του 11ου αιώνα, η Κύπρος αποκτά ζωτική σημασία για την  αυτοκρατορία, είναι το προκεχωρημένο φυλάκιό της στην Ανατολή. Η εμπλοκή  τόσο του δυτικού κόσμου, όσο και των Σελτζούκων στη νευραλγική περιοχή της  ανατολικής Μεσογείου, κατέστησε το ρόλο της Κύπρου ρυθμιστικό.

H Εκκλησία είναι πολύ σημαντική την εποχή αυτή για το βυζαντινό κράτος, ώστε  να παραμείνει στα χέρια των Κυπρίων. Το αυτοκέφαλο με τη μορφή που το  γνωρίσαμε στους προηγούμενους παύει να υπάρχει, ώστε κάποιοι ερευνητές  οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία της Κύπρου έχασε την αυτοτέλειά  της. Η αυτοκεφαλία ατύπως είχε ανασταλεί. Oι αρχιεπίσκοποι Κύπρου ανήκουν  πλέον στο περιβάλλον της Αυλής και στέλνονται από τους αυτοκράτορες στο

νησί  περισσότερο για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του κράτους παρά για να  ποιμάνουν τους Κυπρίους.   Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ο Βουλγαροκτόνος  (976-1025), είχε προτείνει στον Γεωργιανό πρίγκηπα και μετέπειτα άγιο,  Ευθύμιο, το θρόνο της Κύπρου αλλά αυτός δεν τον αποδέχθηκε. Ο αρχιεπίσκοπος  Κύπρου κατά τα έτη 1107-1110, Νικόλαος Μουζάλωνας, δέχτηκε τον

αρχιεπισκοπικό θρόνο μετά από τις έντονες παρακλήσεις του αυτοκράτορα  Αλεξίου Α΄Κομνηνού (1081-1118). Παραιτήθηκε μέσα σε τρία χρόνια διότι δεν  μπορούσε να διορθώσει τα κακώς κείμενα του κλήρου της κυπριακής Εκκλησίας  που κάθε άλλο παρά από Κυπρίους αποτελείτο. Γνωστός για τη δράση και τη  λογιότητά του υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Γ΄ο Κρητικός που διαποίμανε την  κυπριακή Εκκλησία περίπου τα έτη 1152-1174. Όπως μαρτυρεί το ίδιο του το

όνομα δεν ήταν Κύπριος. Ωστόσο, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη σύνοδο του  1157 που καταδίκασε το Σωτήριχο Παντεύγενο, για το θέμα της αφθαρσίας της  Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε επίσης μέρος στη σύνοδο του 1170, που ασχολήθηκε  επίσης με Χριστολογικές έριδες, τασσόμενος πάντα με την παράταξη που τελικά  επικρατούσε. Πως θα μπορούσε να ερμηνευθεί αυτή η συμπόρευση  Κύπρου-Κωνσταντινούπολης; Μήπως πραγματικά αυτή την εποχή οι ιεράρχες της  κυπριακής Εκκλησίας και ειδικά οι αρχιεπίσκοποι έγιναν εντολοδόχοι της  εκκλησιαστικής και πολιτικής αρχής της Κωνσταντινούπολης; 

 Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τις Notitiae Episcopatum του 10ου αιώνα η  Εκκλησία της Κύπρου είναι διοικητικά οργανωμένη σε δεκατέσσερεις επισκοπές.  Συγκεκριμένα αναφέρεται η Κωνσταντία, η Ταμασία, το Κίτιον, η Αμαθούς, η  Κέρβια, η Πάφος, η Αρσινόη, η Σολία, η Λαπηθος, η Κυρήνια, η Κυθέρεια, η  Τριμυθους, το Καρπάσιον, η Λευκάδα (Λευκωσία) και η Νεάπολις. Η περίοδος  965-1191 είναι μια περίοδος που αν και τα προνόμια της αυτοκεφαλίας  αναστέλλονται, η Εκκλησία ζει μια περίοδο ακμής.

Στα τέλη του 11ου αιώνα  ιδρύεται από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό η Μονή της Παναγίας του

Κύκκου.  Την ίδια εποχή φαίνεται πως ιδρύθηκε και η Μονή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου

στον Κουτσοβέντη. Το παρεκκλήσιο του εν λόγω μοναστηριού που είναι  αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα τοιχογραφήθηκε με χορηγία του δούκα της Κύπρου  Ευμάθιου Φιλοκάλη, ενώ στο γ΄τέταρτο του 12ου  αιώνα ιδρύθηκε η Μονή της  Παναγίας του Μαχαιρά που ευεργετήθηκε απλόχερα από τον αυτοκράτορα Μανουήλ  Α΄Κομνηνό (1143-1180). Θα πρέπει βέβαια να γίνει μνεία και στη Μονή της  Εγκλείστρας που ιδρύθηκε από τον άγιο Νεόφυτο στα μέσα του 12ου αιώνα.

Συνέπεια της Γ΄Σταυροφορίας ήταν και η κατάληψη της Κύπρου από τον Άγγλο  βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο στα 1191. Όμως η απειθαρχία των Κυπρίων τον  ανάγκασε να την πωλήσει στους Ναίτες ιππότες, οι οποίοι με τη σειρά τους και  για τον ίδιο λόγο την μεταπώλησαν στο Φράγκο ιππότη Γκύ ντε Λουζινιάν. Η  Κύπρος αποκόπτεται από το βυζαντινό κράτος, που την εποχή αυτή βρίσκεται σε  πολιτική αποσύνθεση. Στα 1192 εγκαινιάζεται η περίοδος της Λατινοκρατίας

που  θα διαρκέσει περίπου τέσσερις αιώνες. Η Εκκλησία της Κύπρου στους αιώνες  αυτούς θ'αναγκαστεί να επιδοθεί σε νέους αγώνες, όχι πια για τη διατήρηση  της αυτοκεφαλίας της, αλλά για την ίδια την ύπαρξη της. 

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image