Καλικάντζαροι

Image

Λέγονται και Σκαλαπούνταροι. Φανταστικά πλάσματα, δαιμόνια ενοχλητικά ή βλαπτικά, που αποτελούν ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής (και της κυπριακής) λαογραφίας που δεν έχει ακόμη διερευνηθεί πλήρως παρά τις πολλές μονογραφίες γι’ αυτούς. Αρκετές διαφωνίες και ποικίλες απόψεις υπάρχουν ως προς την ετυμολογία του ονόματός τους: Άλλοι θεώρησαν ότι σχηματίστηκε από τις λέξεις καλός και κάνθαρος, άλλοι από τις λέξεις καλός - λύκος - κάνθαρος, άλλοι από τις λέξεις καλόν και τσαγγίον ή από τις λέξεις καλός και κένταυρος κ.α. Μερικοί υποστήριξαν ότι η ονομασία τους προήλθε από την λατινική λέξη caligatus και άλλοι εξέφρασαν πολλές άλλες απόψεις.

 

Άγνωστη παραμένει και η καταγωγή τους: Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης υποστήριξε πως ο λαός δαιμονοποίησε τους μεταμφιεσμένους, που τριγύριζαν κατά τις γιορτές των Καλάνδων που συνέπεσαν με τα δικά μας Δωδεκάμερα. Οι μεταμφιεσμένοι ήσαν πολύ ενοχλητικοί.

 

Ο Φαίδων Κουκουλές παραδέχεται εν μέρει την ερμηνεία του Νικολάου Πολίτη και προσθέτει ότι οι Καλικάντζαροι προήλθαν και από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή Καλικάντζαροι κατ' ευφημισμό, ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια, τους Καλικάντζαρους.

 

Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος υποστήριξε την άποψη πως οι Καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες Κήρες, δηλαδή τις ψυχές των νεκρών. Την ίδια άποψη ασπάστηκε και ο Γεώργιος Μέγας.

 

Ο Κυριάκος Χατζηιωάννου εξέφρασε τη γνώμη ότι οι Καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους και με τα αραβικά δαιμόνια Τζινν. Στη συνέχεια υποστήριξε ότι οι Καλικάντζαροι έχουν χαρακτηριστικά που για να ερμηνευθούν πρέπει να ανατρέξουμε στη γιορτή των αρχαίων Κρονίων και όχι των ρωμαϊκών Σατουρναλίων, όπως υποστήριξε ο Νικόλαος Πολίτης. Ακολούθως εισηγήθηκε την άποψη ότι οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου είναι υπολείμματα των μεταμφιεσμένων κατά τις πομπές που γίνονταν προς τιμήν του θεού Διονύσου, των υπολοίπων θεών και του Ενιαυτού Δαίμονος.

 

Η δική μας άποψη είναι η εξής: Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο φεγγαρικός με τον ηλιακό χρόνο, θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές.

 

Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ’ αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι, είναι και οι Καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της Βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζι, αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες) να επιφαίνονται πάνω στη γη. Δεν εμφανίζονται δηλαδή οι ξωτικές ψυχές των νεκρών, αλλά οι νεκρικές ψυχές τους, σαν Δαίμονες.

 

Οι Καλικάντζαροι κάνουν την εμφάνισή τους κατά τα Δωδεκαήμερα, δηλαδή από τη μέρα των Χριστουγέννων ως τη μέρα των Φώτων. Κατά τις παραδόσεις, τα βρέφη που θάβονται στα σπίτια τους αβάφτιστα μεταβάλλονται σε Καλικάντζαρους. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, οι Καλικάντζαροι, ζουν σε άλλες χώρες πολύ μακριά από την Κύπρο.

 

Είναι δαιμόνια ενοχλητικά ή βλαπτικά που παρουσιάζονται με διάφορες μορφές, ανθρώπων, ζώων, σαν τουλούπες από βαμβάκι κλπ.  Οι Καλικάντζαροι τρων, πίνουν, παίζουν βιολιά και ταμπούρλα και διασκεδάζουν. Το γνωστό τους τραγούδι είναι το ακόλουθο:

 

Πολυάνιτος τζ' αλλόνας

τζ'αι δαφνούλλα τζ'αι ελιά

να το ξέραν οι κοπέλλες

πως φελούν εις τα μαλλιά.

 

Για εξιλέωσή τους οι γυναίκες ρίχνουν πάνω στη στέγη των σπιτιών ξεροτήανα (=τηγανίτες) κατά την ημέρα που γίνεται ο αγιασμός των Καλάντων. Τότε οι Καλικάντζαροι φεύγουν τραγουδώντας:

 

Τιτσίν τιτσίν λουκάνικον

μασ΄αίριν μαυρομάνικον

κομμάτιν ξεροτήανον

να φαν οι Καλικάντζαροι

να πάσιν εις τον τόπον τους.

 

Όπως πιστεύεται, οι Καλικάντζαροι έρχονται από τα βουνά, τις ερημιές ή τον κάτω κόσμο, για να επισκεφθούν τον κόσμο μας, να διασκεδάσουν, να ενοχλήσουν τους ανθρώπους και να μολύνουν τα πάντα τώρα που αλλάζει ακριβώς ο χρόνος. Αρέσκονται να συχνάζουν στις ρεματιές και τους ποταμούς, σε μύλους και άλλα μοναχικά κτίσματα, στα αλώνια, στα γεφύρια, στις βρύσες και στα πηγάδια, στις στέγες των σπιτιών, στις καπνοδόχους,  στα σύδεντρα.  Πολλοί από τους παλαιότερους Κυπρίους διηγούνταν μέχρι κι εντελώς πρόσφατα ότι οι ίδιοι είχαν συναντήσει Καλικάντζαρους που τους είχαν ενοχλήσει ή προσπάθησαν να τους ξεγελάσουν. Συνηθισμένη ήταν η ιστορία όπου οι διασκεδάζοντες Καλικάντζαροι προσκάλεσαν στο φαγοπότι τους κάποιο μοναχικό και νυκτερινό ταξιδιώτη, προσφέροντάς του κρασί σε χρυσό κύπελλο που στο τέλος απεδείχθη ότι ήταν νύχι γαϊδάρου!

 

Χαρακτηριστικό της όλης εμφάνισης των Καλικάντζαρων είναι το γεγονός ότι μεταμφιέζονται σε άσχημους ανθρώπους ή ανθρωποειδή με μαυριδερό δέρμα, κέρατα και ουρά που εμφανίζονται γυμνά, αλλά και σε γαϊδάρους, χοίρους, γκαμήλες, λαγούς κλπ. Ο αρχηγός τους είναι κουτσός (γι' αυτό και φθάνει πάντα τελευταίος) και σημαδεμένος. Άλλοτε πάλι διηγούνται όσοι ισχυρίζονται ότι τους συνάντησαν, ότι ψηλώνουν ξαφνικά και μεγαλώνουν.

 

Υπάρχει ακόμη στην Κύπρο και η δοξασία ότι σε Καλικαντζαράκια μετατρέπονται και τα μικρά παιδιά που πεθαίνουν αβάφτιστα και που γι' αυτό εκφράζουν το παράπονό τους τραγουδώντας:

 

Η μάνα μου ’λυπήθηκεν

το μύρος τζ΄αι το λάδιν

τζ' έκαμεμ' με σκαλαπουνταρίν

να γυρίζω στο φεγγάριν

με το παλιοματσουκάριν

 

Υπάρχουν, στην Κύπρο, και πολλές άλλες δοξασίες για τους Καλικάντζαρους, μερικές από τις οποίες φαίνεται να τους συνδέουν και προς τα ουράνια σώματα καθώς και τα στοιχεία του ζωδιακού κύκλου. Γι’ αυτό και πολλές φορές βρίσκονται στις στέγες των σπιτιών, απ’ όπου κατεβαίνουν στο εσωτερικό τους από την καπνοδόχο, μολύνοντας έτσι την εστία.

 

Τελικά, οι Καλικάντζαροι είναι όντα που δημιούργησε η λαϊκή φαντασία, ύπουλα και βλαπτικά που μπορούν όμως να δαμαστούν (λέγεται πως όποιος κατορθώσει να δέσει στο πόδι ενός Καλικάντζαρου μια κόκκινη κλωστή, τότε ο Καλικάντζαρος θα γίνει πιστός του υπηρέτης) και που πάντοτε νικώνται κι αποσύρονται στους δικούς τους μυστηριώδεις κόσμους, απ’ όπου θα επιστρέψουν τον επόμενο χρόνο.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια