Πάφος πόλη

Η Πάφος κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας

Image

Κατά τη μακρά περίοδο της Οθωμανικής  κατοχής της Κύπρου (1570/71-1878) και υπό τις νέες συνθήκες, η Πάφος έφθασε στο έσχατο όριο της παρακμής της, όπως εξ άλλου συνέβη και με ολόκληρη την Κύπρο.

 

Οι μαρτυρίες των διαφόρων ξένων επισκεπτών για την Πάφο αυτή την περίοδο, είναι απογοητευτικές.

 

Ο John Heyman (1720), γράφει:

 

... Η Πάφοςείναι σήμερα μικρή πόλη, μάλλον χωριό, πάνω στην πλαγιά ενός βουνού, σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα. Πάνω στην παραλία στέκει κάστρο για να προστατεύει τον δρόμο και γύρω του ένας μπορεί να δει αρκετά ερείπια... (Excerpta Cypria, p. 249).

 

Ο Richard Pococke, που είδε την πόλη στα 1738, γράφει:

 

... Μισό μίλι στ’ ανατολικά [της Κάτω Πάφου] βρίσκεται η νέα πόλη της Πάφου, όπου κατοικεί ο Τούρκος διοικητής. Η Νέα Πάφος ονομάζεται τώρα Παλιά Πάφος και κατοικείται μόνο από λίγους Χριστιανούς και μικρή φρουρά στο κάστρο και το λιμάνι... Ένας αγάς και λίγοι γενίτσαροι κατοικούν στο κάστρο... (Excerpta Cypria, p. 264).

 

Εκτενέστερη αναφορά κάνει ο William Turner, που επισκέφθηκε την πόλη στα 1815:

 

... Η πόλη της Πάφου, που βρίσκεται σήμερα στον χώρο της Νέας Πάφου, διαιρείται σε τρεις ενορίες. Την κυρίως πόλη, όπου ζουν οι Τούρκοι, με εκατόν πενήντα περίπου σπίτια∙ την ελληνική ενορία, που λέγεται Κτήμα, με πενήντα περίπου σπίτια και την ενορία της Μαρίνας, η οποία διατηρεί το παλαιό όνομα της Πάφου και έχει περί τις ογδόντα οικογένειες, Έλληνες και Τούρκους. Η κύρια ενορία και το Κτήμα, αποτελούν συνεχόμενη πόλη κι είναι κτισμένα πάνω σε χαμηλό λόφο περί το μισό μίλι από τη θάλασσα. Τα σπίτια είναι όλα κτισμένα από ακατέργαστη πέτρα. Πρώτα πήγαμε στο ελληνικό μοναστήρι στο Κτήμα, κι ύστερα επισκεφθήκαμε τον κοτζαμπάση του αγά, που ζούσε στην ίδια ενορία, με τον οποίο καπνίσαμε πίπα κι ήπιαμε καφέ. Κοντά στο σπίτι βρίσκεται η ελληνική ενορία, όπου υπάρχουν χαμηλά τετράγωνα σπήλαια, σκαλισμένα στο βράχο, τα οποία φανερά ήταν κάποτε τάφοι...

 

Η κύρια πόλη αποτελείται από μισογκρεμισμένα πέτρινα σπίτια και στην πετρώδη πεδιάδα, κάτω από τον λόφο που είναι κτισμένη, υπάρχουν μερικοί κήποι, οι οποίοι, επειδή βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, είναι πολύ ωραίοι...

 

Στις οκτώ πήγαμε με γαϊδούρια στη Μαρίνα, μέσα από την ίδια πεδιάδα, καλλιεργημένη αλλά γεμάτη αγκάθια, από την οποία επιστρέψαμε την προηγούμενη νύχτα. Η Πάφος, προηγουμένως βενετική πόλη, αρκετά μεγάλη, πνίγεται τώρα, όπως η Αμμόχωστος, μέσα στα ερείπιά της. Παντού βλέπεις να καταρρέουν στο έδαφος παλάτια κι εκκλησίες και γύρω στις ογδόντα οικογένειες κατοικούν μέσα στα μπαλωμένα τμήματα των πολλών παλατιών, από τις οποίες τα δύο τρίτα είναι τουρκικές. Κάθε σπίτι έχει τον κήπο του, ο οποίος προσθέτει ομορφιά στο μέρος και βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς το περιβάλλον. Ο κόλπος είναι μεγάλος   το λιμάνι ωστόσο δεν είναι καθόλου ασφαλισμένο, επειδή ο μώλος εκτείνεται μόνο μερικώς ανατολικά και δυτικά και καθόλου προς νότον, αφήνοντας το έτσι ανοιχτό. Στο λιμάνι αυτό, όσο άσχημο κι αν είναι, έρχονται συχνά καράβια για το λαθρεμπόριο του σιταριού. Όταν είμαστε εμείς, εκεί υπήρχαν δυο υδρέικα καράβια (Excerpta Cypria, p. 440).

 

Από τις πιο πάνω αναφορές των ξένων επισκεπτών γίνεται φανερό πως η Πάφος ήταν, κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, ένας μικρός και παραμελημένος οικισμός. Ιδιαίτερα για το κείμενο του William Turner διευκρινίζουμε ότι με την αναφορά σε «μοναστήρι» εννοούσε τη μητρόπολη της Πάφου. Επίσης, η αναφερόμενη Μαρίνα ήταν η σημερινή Κάτω Πάφος, δηλαδή το παραθαλάσσιο τμήμα της πόλης, η περιοχή της Νέας Πάφου της Αρχαιότητας, όπου το μικρό κάστρο και το λιμανάκι.

 

Όπως λέχθηκε και πιο πριν, η «πόλη πάνω στον λόφο», δηλαδή το Κτήμα, είχε αρχίσει πιθανότατα να σχηματίζεται ως οικισμός κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Πάντως οι πρώτες σαφείς πληροφορίες για τον οικισμό αυτό είναι του 15ου αιώνα. Ο Ισπανός ευγενής Pero Tafur για παράδειγμα, που πέρασε από την Κύπρο μεταξύ 1435 και 1439, αναφέρεται στο κείμενό του σε ένα «χωριό πάνω στο ύψωμα»:

 

... Έπειτα ξεκίνησα για το λιμάνι της Πάφου κι ο βασιλιάς έδωσε οδηγίες να καταλύσω σε ένα χωριό πάνω σε ένα ύψωμα, σε ένα υγιεινό μέρος αντίθετο από το ανθυγιεινό κλίμα της Νέας Πάφου. Εκεί έμεινα στο σπίτι του Ντιέγκο Ντενόριο, ενός αξιότιμου κυρίου από την Καστίλλη...

 

Κατά την περίοδο της βενετικής κατοχής το Κτήμα ήταν ακόμη πιο ανεπτυγμένο. Γνωρίζουμε από έκθεση του Φραγκίσκου Αττάρ (1540) ότι τότε ο πληθυσμός του ήταν 2.000 κάτοικοι. Τον πληθυσμιακό αυτό αριθμό μπόρεσε να τον φθάσει ξανά η πόλη μόλις το 1880 (αρχές της Αγγλοκρατίας). Δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο της τουρκικής κατοχής, η πόλη ουδέποτε είχε αποκτήσει πληθυσμό περισσότερο ή ισάριθμο όσου είχε λίγο πιο πριν από την τουρκική κατάκτηση.

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική..., 1788, σσ. 19 και 51) ονομάζει το Κτήμα χωρίον και το απαριθμεί μεταξύ των μεγάλων χωριών της Κύπρου.

 

Μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71) στο Κτήμα διορίστηκε — κι έδρευε έκτοτε — ως διοικητής Οθωμανός  πασάς (καϊμακκάμης). Η πόλη απετέλεσε επίσης την έδρα του περιφερειακού δικαστή (καδή) και, μετά την ανασυγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου (και την εκδίωξη της Λατινικής), απετέλεσε και την επισκοπική έδρα του μητροπολίτη Πάφου. Ήταν επίσης η πόλη έδρα κατηλλικιού (η επαρχία Πάφου ήταν, συνήθως, διαιρεμένη σε τέσσερα κατηλλίκια ή καζάδες, της Πάφου, της Χρυσοχούς, των Κουκλιών και της Αυδήμου, ενώ οι επαρχίες της Κύπρου εξακολουθούσαν να είναι μέχρι και τον 19ο αιώνα τέσσερις, Λευκωσίας, Πάφου, Λάρνακας και Κερύνειας). Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα το Κτήμα παρουσιάζεται ως έδρα των κατηλλικιών (καζάδων) Πάφου και Κουκλιών. Σύμφωνα προς έκθεση του Έλληνα προξένου Γ.Σ. Μενάρδου του 1869 (βασισμένη σε στοιχεία του 1862) το Κτήμα παρουσιάζεται ως πρωτεύουσα του κατηλλικιού της Αυδήμου. Λίγο αργότερα η Κύπρος χωρίζεται σε έξι επαρχίες (όσες και σήμερα). Η επαρχία Πάφου διαχωρίζεται σε τέσσερα κατηλλίκια (διαμερίσματα) και πρωτεύουσα έχει το Κτήμα (βλέπε περισσότερα στο λήμμα κατηλλίκι).

 

Η κακοδιοίκηση, η αυθαιρεσία των αρχών, η πλήρης σχεδόν αδιαφορία για οποιαδήποτε ανάπτυξη, η βαριά φορολογία και οι ποικίλες διώξεις, ήσαν βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Υπό τέτοιες συνθήκες η Κύπρος ολόκληρη έφθασε στα κατώτατα επίπεδα υπανάπτυξης στην ιστορία της. Βέβαια δεν εξαιρέθηκε από την κατάσταση αυτή η πόλη και η επαρχία Πάφου˙ μάλιστα η πόλη και η επαρχία, απομονωμένες από την υπόλοιπη Κύπρο, βρίσκονταν σε ακόμη χειρότερη θέση.

 

Ωστόσο από τα τέλη του 18ου αιώνα και εξής, κάποιες μικρές ευκαιρίες δίνονταν στην πόλη, ιδίως σε σχέση προς προσφερόμενες μικροϋπηρεσίες σε καράβια που στάθμευαν στην Κάτω Πάφο. Μια από τις προσωπικότητες του Κτήματος αυτή την περίοδο ήταν ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Ζυμπουλάκης, που το 1799 διορίστηκε από τον Άγγλο μοίραρχο σερ Σίτνεϋ Σμίθ «πράκτωρ» του αγγλικού στόλου στην Πάφο. Κύρια φροντίδα του ήταν η εξασφάλιση προμηθειών για τις ανάγκες των βρετανικών καραβιών. Γιος του Ανδρέα Ζυμπουλάκη ήταν ο Σμιθ (ή ΧατζησμίθΖυμπουλάκης που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Άγγλου μοιράρχου Σμιθ. Αυτός διαδέχθηκε τον πατέρα του στον ρόλο του «πράκτορα» των Άγγλων το 1826, εργαζόμενος μέχρι το 1864. Το αρχοντικό του Χατζησμίθ Ζυμπουλάκη, συντηρημένο από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, στεγάζει σήμερα το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Γεροσκήπου.

 

Εξεγέρσεις 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αρκετές από τις εξεγέρσεις ή και επαναστατικές ενέργειες επηρέασαν και την Πάφο. Αναφέρουμε την προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου από τους Οθωμανούς  το 1607, με ενέργειες του δούκα της Φλωρεντίας Φερδινάνδου που σχεδίαζε κατάληψη της Αμμοχώστου και, στη συνέχεια, όλης της Κύπρου. Τα σχέδιά του όμως αποκαλύφθηκαν και ματαιώθηκαν. Στο μεταξύ στην Πάφο είχαν ξεσηκωθεί περί τους 400 Έλληνες, που όμως αντιμετωπίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους. Σημειώνουμε επίσης ότι το 1821, όταν άρχισε η ελληνική επανάσταση, η Κύπρος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει κι αυτή την οδό του ένοπλου αγώνα. Ωστόσο αναφέρεται ότι μόνο στην Πάφο είχε σημειωθεί επαναστατική κίνηση, κυρίως λόγω της πατριωτικής δραστηριότητας του τότε επισκόπου Χρυσάνθου που εκτελέστηκε από τους  Οθωμανούς  στη Λευκωσία στις 9 Ιουλίου 1821. Στην επαναστατική αυτή ενέργεια αναφέρεται ότι μετείχαν περί τους 400 Παφίους, υπό την αρχηγία κάποιου Πέτρου, που βάδισαν κατά της πρωτεύουσας Λευκωσίας αφού εξοπλίστηκαν. Όμως κοντά  στην πρωτεύουσα  αντιμετωπίστηκαν  από  τον τουρκικό στρατό και ηττήθηκαν. Το 1833, ένα από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν, εκείνο του Λινοβάμβακου Γκιαούρ Ιμάμη (με επίκεντρο την περιοχή Πόλης Χρυσοχούς) επηρέασε και την πόλη της Πάφου. Σε τέτοιες περιπτώσεις (όπως στα 1833 και στα 1821) η άφιξη ή και διέλευση τουρκικού στρατού σήμαινε σφαγές, λεηλασίες κι άλλες βιαιότητες εις βάρος του άοπλου λαού.

 

 

Πηγή:

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια