Πάφος πόλη

Παλαίπαφος- Ιστορία

Image

Προϊστορικοί χρόνοι: Η Παλαίπαφος άκμασε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από τα Προϊστορικά χρόνια μέχρι και το τέλος της Αρχαιότητας. Ο Όμηρος ήδη γνώριζε την Πάφο και μάλιστα από τότε, δηλαδή πριν ακόμη κι από την άφιξη των Αχαιών στην Κύπρο, η θεά Αφροδίτη ήταν ευρύτατα γνωστή ως Παφία (=Παφίτισσα). Για αξιόλογο τέμενος της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο κάνει λόγο κι αυτός ο Όμηρος.

 

Εάν δεχθούμε ότι έδρα του μυθικού βασιλιά Κινύρα ήταν η Πάφος, κι αν δεχθούμε την παράδοση ότι ο Κύπριος αυτός βασιλιάς ήταν υπερήλικας στα χρόνια του Τρωικού πολέμου (στην Ἰλιάδα περιγράφεται το δώρο που ο Κινύρας είχε κάμει στον Αγαμέμνονα, πριν από την εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία, και που ήταν ένας θαυμάσιας τέχνης θώρακας), τότε καταλήγουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

α) Η Πάφος ήταν φημισμένη κι ευημερούσα πόλη ήδη πριν από την έναρξη της πανελλήνιας εκστρατείας κατά της Τροίας.

β) Διατηρούσε ήδη από τότε στενούς δεσμούς με τους Αχαιούς.

 

Την ευημερία της Πάφου αντιλαμβανόμαστε αφ’ ενός από το πολύτιμο δώρο του Κινύρα προς τον αρχιστράτηγο όλων των Ελλήνων Αγαμέμνονα, κι αφ’ ετέρου από αναφορές αρχαίων συγγραφέων σε μυθικά πλούτη του Κυπρίου βασιλιά (βλέπε λήμμα Κινύρας). Τους στενούς δεσμούς με την Ελλάδα φανερώνουν αφ’ ενός το δώρο του Κινύρα προς τον Αγαμέμνονα, κι αφ’ ετέρου το γεγονός ότι του είχε ζητηθεί να συμμετάσχει κι αυτός στην πανελλήνια εκστρατεία˙ προς τούτο αναφέρεται ότι είχαν επισκεφθεί τον Κινύρα στην Κύπρο ο Μενέλαος (σύζυγος της Ωραίας Ελένης κι αδελφός του Αγαμέμνονος), ο Οδυσσεύς (βασιλιάς της Ιθάκης) και ο Ταλθύβιος.

 

Τώρα, στις αρχαίες πηγές ο Κινύρας αναφέρεται όχι ως βασιλιάς της Πάφου αλλά ως Κύπριος, ή και βασιλιάς της Κύπρου. Η σχέση του με την Πάφο εξυπακούεται από το γεγονός ότι ο Κινύρας φέρεται ως ο ιδρυτής του περίφημου ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο κι ως ο μεγάλος αρχιερέας της θεάς. Εάν ο Κινύρας θεωρηθεί πράγματι ως βασιλιάς ολόκληρης της Κύπρου, τότε η Παλαίπαφος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε υπάρξει κατά κάποιο τρόπο πρωτεύουσα ολόκληρου του νησιού πριν από τα χρόνια του Τρωικού πολέμου. Πράγματι, στις ανατολικές πηγές η Κύπρος (Αλάσια*) εμφανίζεται ως ενιαία χώρα/βασίλειο, με στενές σχέσεις προς την Αίγυπτο και αλληλογραφία του βασιλιά του νησιού με το φαραώ. Από την άλλη, η θεά Αφροδίτη με την υπόσταση και τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε και σήμερα, απετέλεσε εξελληνισμένη εξέλιξη πανάρχαιας θεάς της Γονιμότητας με σοβαρότατες ανατολικές επιδράσεις. Αλλά πώς ο Κινύρας μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεμελιωτής της λατρείας μιας θεότητας που προϋπήρχε; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι καινοτομίες που καθιέρωσε ο Κινύρας στη λατρεία της θεάς στην Παλαίπαφο, με τις οποίες είχε αρχίσει και ο εξελληνισμός της Αφροδίτης. Εξ άλλου οι στενές σχέσεις του Κινύρα με τους Αχαιούς αρκετά πριν από τον μαζικό αποικισμό του νησιού από τους  Έλληνες, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είχαν αναπτυχθεί ξεκινώντας από το εμπόριο. Πράγματι, τα ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα πείθουν ότι Μυκηναίοι έμποροι και ίσως και τεχνίτες είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο αρκετά πριν από τον αποικισμό του νησιού τον 13ο-12ο π.Χ. αιώνα. Ο χαλκός του νησιού ήταν η βασική αιτία. Ο Κινύρας (δηλαδή στην ουσία η ίδια η Κύπρος) είχε συνεπώς δεχθεί τις ελληνικές επιδράσεις εξ αιτίας του εμπορίου και των εμπόρων, ήδη πριν από τα Τρωικά.

 

Ο ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο (που όπως προαναφέρθηκε ήταν γνωστός και στον Όμηρο) ήταν πανάρχαιος. Τα περισσότερα από τα υφιστάμενα ερείπιά του είναι βέβαια νεότερα (της Ρωμαϊκής περιόδου), όμως λίγα από τα κατάλοιπά του χρονολογούνται στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.). Στην ίδια εποχή χρονολογούνται ο οικισμός και οι οχυρώσεις στη Μάα-Παλαιόκαστρο, που έγιναν από Μυκηναίους/Αχαιούς αποίκους. Συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι αρχικά ο ναός είχε κτιστεί γύρω στα 1200 π.Χ.

 

Ο αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς επηρέασε σοβαρά και την Πάφο. Σύμφωνα προς την αρχαία παράδοση ο Αγαπήνωρ ο γιος του Αγκαίου, από την Αρκαδία της Πελοποννήσου, ήταν εκείνος που είχε εγκατασταθεί με τους Αρκάδες που είχε μαζί του στην περιοχή της Πάφου. Ο Παυσανίας γράφει πως ο Αγαπήνωρ, μετά τον Τρωικό πόλεμο στον οποίο είχε πάρει μέρος, οδηγήθηκε από την τρικυμία στην Κύπρο, όπου έφθασε με τα καράβια του. Στην Κύπρο Πάφου τε Ἀγαπήνωρ ἐγένετο οἰκιστής καί τῆς Ἀφροδίτης κατεσκευάσατο ἐν Παλαιπάφῳ τό ἱερόν.

 

Ο Αγαπήνωρ έκτισε, λοιπόν, μετά τα Τρωικά τη Νέα Πάφο, ενώ κατασκεύασε και το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Τα ίδια περίπου λέγει και ο Στράβων. Εάν δώσουμε πίστη στην αρχαία αυτή παράδοση, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο ναός της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, που προϋπήρχε, είχε καταστραφεί από κάποια αιτία (σεισμό ή ό,τι άλλο), οπότε ο Αγαπήνωρ τον ξανάκτισε, δίνοντας ταυτόχρονα και νέα ώθηση στην πόλη, ως κέντρου λατρείας της θεάς του έρωτα.

 

Σε επίγραμμα επί του τάφου του Αγαπήνορος, που διασώζεται στον «Πέπλον» του Αριστοτέλους, ο Αρκάδας ήρωας αναφέρεται σαφώς ως βασιλιάς των Παφίων:

 

Ἀρχός ὅδ’ ἐκ Τεγέης Ἀγαπήνωρ, Ἀγκαίου υἱός,

κεῖθ' ὑπ’ ἐμοί, Παφίων πελτοφόρων βασιλεύς.

 

Δηλαδή:

ο άρχοντας απ’ την Τεγέα ο Αγαπήνωρ, γιος τ’ Αγκαίου,

κείτεται κάτω εδώ, των πελτοφόρων Παφιτών ο βασιλιάς.

 

Όταν, μετά την ολοκλήρωση του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς, ιδρύθηκαν στο νησί τα διάφορα βασίλεια (στις πηγές μνημονεύονται δώδεκα συνολικά), η Πάφος απετέλεσε την έδρα ενός των βασιλείων αυτών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανένας ότι ο Αγαπήνωρ, αφού ίδρυσε τη Νέα Πάφο, είχε κάμει τη δική του αυτή πόλη πρωτεύουσα του βασιλείου της Πάφου. Όμως, εκτός από τις αναφορές του Παυσανία και του Στράβωνος περί Νέας Πάφου, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες και αποδείξεις ότι η πόλη αυτή είχε ακμάσει από τότε. Μήπως η πόλη την οποία είχε ιδρύσει ο Αγαπήνωρ και που θεωρήθηκε ως Πάφος, ήταν ο οικισμός στην Μάα-Παλαιόκαστρο;

 

Είναι, πάντως, περίεργο να κτίστηκε νέα πόλη που να πήρε όχι το όνομα του ιδρυτή της ή κάποιο άλλο σχετικό μ’ αυτόν, αλλά το όνομα πόλεως γειτονικής που εξακολουθούσε να υπάρχει. Βέβαια δεν είναι δυνατό παρά μόνο να κάνουμε υποθέσεις και να διατυπώνουμε θεωρίες, αφού δεν υπάρχουν σαφέστερες μαρτυρίες. Η άποψη του γράφοντος είναι ότι οι Έλληνες (με τον Αγαπήνορα ή χωρίς αυτόν) είναι στην Παλαίπαφο που εγκαταστάθηκαν κι εκεί τελικά κυριάρχησαν επί του ιθαγενούς στοιχείου, κι αυτή την πόλη είχαν κάμει έδρα του παφιακού βασιλείου. Ο θρύλος για ίδρυση της Νέας Πάφου από τον Αγαπήνορα είναι μεταγενέστερος. Όπως, εξ άλλου, συνέβη και στα άλλα μέρη της Κύπρου (Κίτιον, Έγκωμη κ.α.), οι Μυκηναίοι είχαν εγκατασταθεί, αρχικά ως έμποροι, σε ήδη υπάρχουσες κι ευημερούσες πόλεις του νησιού. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Έλληνες, πιθανώς σημειώθηκε κάποια μετακίνηση πληθυσμού από την Παλαίπαφο, την έδρα του βασιλείου που ιδρύθηκε, συγκεκριμένα δε κάποια φυγή παλαιών κατοίκων της πόλης, των λεγομένων Ετεοκυπρίων. Φυγή λόγω μη ανοχής της εξουσίας των Αχαιών, ή εκδίωξής τους λόγω αντίδρασής τους προς τη νέα τάξη πραγμάτων; Δεν γνωρίζουμε. Πάντως κάποιοι απόηχοι του συμβάντος ανευρίσκονται σε κείμενο του Φωτίου (Βιβλιοθήκη, 176), που βασίστηκε σε αναφορά του Θεόπομπου:

 

... Ἕλληνες οἱ σύν Ἀγαμέμνονι τήν Κύπρον κατέσχον, ἀπελάσαντες τούς μετά Κινύρου, ὦν εἰσίν ὑπολιπεῖς Ἀμαθούσιοι...

 

Δηλαδή οι Έλληνες, αυτοί που ήσαν (στην Τροία) μαζί με τον Αγαμέμνονα, κατέλαβαν την Κύπρο κι εξεδίωξαν αυτούς που ήσαν με τον Κινύρα (= το λαό του Κινύρα) των οποίων κατάλοιπα είναι οι Αμαθούσιοι...

 

Εφ’ όσον δεχόμεθα ότι έδρα του Κινύρα ήταν η Πάφος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μετά την κυριαρχία των Αχαιών, οι παλαιοί Πάφιοι μετακινήθηκαν προς τα νοτιοανατολικά, ιδρύοντας την Αμαθούντα. Σχετική είναι και μια αρχαία παράδοση που την αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, ότι η Αμαθούς ονομάστηκε έτσι από την Αμαθούσα, τη μητέρα του Κινύρα. Αλλά ο Βυζάντιος αναφέρει ότι και το Κούριον ονομάστηκε έτσι από το όνομα ενός γιου του Κινύρα που ονομαζόταν Κουρεύς.

 

Ο Αγαπήνωρ αναφέρεται — όπως σημειώθηκε πιο πάνω — ως εκείνος που ανοικοδόμησε τον ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Εάν ο ναός είχε πράγματι καταστραφεί από σεισμό ή άλλη αιτία, είναι πολύ πιθανό ότι εκτεταμένες καταστροφές είχε πάθει και η πόλη ολόκληρη. Έτσι ο Αγαπήνωρ και οι Αρκάδες του όχι μόνο θα πρέπει ν’ ανοικοδόμησαν τον ναό της Αφροδίτης, αλλά και την ίδια την πόλη της Πάφου. Πολύ αργότερα, όταν γνώρισε ακμή η πόλη της Νέας Πάφου, τότε προβλήθηκε ο Αγαπήνωρ ως μυθικός κτίτωρ της πόλης αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο κατά την Αρχαιότητα οι διάφορες πόλεις, πολύ περισσότερο εκείνες που άκμαζαν, να προβάλλουν κάποιο μυθικό ήρωα ως ιδρυτή τους. Στην περίπτωση της Πάφου, εκτός από τον Αρκάδα Αγαπήνορα, κατά καιρούς προβλήθηκαν διάφορα μυθικά πρόσωπα ως σχετιζόμενα προς την ίδρυση της πόλης ή και του ιερού της Αφροδίτης: ο ίδιος ο Κινύρας, ο αρχαιότερος Πάφος (πατέρας του Κινύρα), η Πάφος (κόρη του Πυγμαλίωνος), ο Αερίας (που προβλήθηκε από τους Παφίους ως πρόσωπο «πιο αρχαίο κι από τον Κινύρα») κλπ.

 

Πάντως, κατά τα Προϊστορικά χρόνια, οι φιλολογικές πηγές αναφέρουν ένα μόνο βασιλιά των Παφίων, τον Αρκάδα Αγαπήνορα (ο Κινύρας αναφέρεται ως βασιλιάς όλων των Κυπρίων κι όχι μόνο της Πάφου).

 

β) Ιστορικοί χρόνοι: Πέρα από τους μύθους και τις παραδόσεις, γνωρίζουμε από φιλολογικές, νομισματικές και επιγραφικές μαρτυρίες τα ονόματα 18 συνολικά βασιλιάδων του βασιλείου της Πάφου κατά τους Ιστορικούς χρόνους της Αρχαιότητας. Μερικά από τα ονόματα δεν σώθηκαν ολόκληρα, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι όλα ήσαν ελληνικά:

 

01. Ετέανδρος Α΄ (7ος π.Χ. αιώνας)

02. Ακέστωρ (7ος π.Χ. αιώνας)

03. Στάσις (6ος π.Χ. αιώνας)

04. Ονασίχαρις (6ος π.Χ. αιώνας)

05. Ετέανδρος Β΄ (6ος π.Χ. αιώνας)

06. Α [...] (5ος π.Χ. αιώνας)

07. Πνυ [...] (5ος π.Χ. αιώνας)

08. Στάσανδρος (5ος π.Χ. αιώνας, γύρω στο 460)

09. Πνυ [...] (5ος π.Χ. αιώνας)

10. Μινεύς (5ος π.Χ. αιώνας, γύρω στο 440)

11. ΖωFάλιος (5ος π.Χ. αιώνας, γύρω στο 430)

12. Ονασι [...] (5ος/4ος π.Χ. αιώνας, γύρω στο 400)

13. Αριστο [...] (4ος π.Χ. αιώνας)

14. Τιμοχάρις (4ος π.Χ. αιώνας, περί το 390-370)

15. Εχέτιμος (4ος π.Χ. αιώνας, περί το 360-350)

16. [...]δαμος (4ος π.Χ. αιώνας, γύρω στο 350)

17. Τίμαρχος (4ος π.Χ. αιώνας, μέχρι το 325)

18. Νικοκλής (4ος π.Χ. αιώνας, από το 325 έως το 310)

 

Στους πιο πάνω βασιλιάδες της Πάφου είναι πιθανό να προστεθεί ακόμη ένας, ο 02α Στασίφιλος. Αυτός, σε συλλαβική επιγραφή του 6ου π.Χ. αιώνα, μνημονεύεται ως πατέρας του βασιλιά Στάσιος και παππούς του βασιλιά Ονασιχάριος, χωρίς ωστόσο ν’ αναφέρεται και αυτός ως βασιλιάς:

 

ὈνασιχάριFος τῷ Πάφῳ βασιλῆFος

τῷ ΣτάσιFος τῶ Πάφῳ βασιλῆFος

Στασιφίλῳ.

 

Δηλαδή:

[Είμαι] του Ονασιχάριος του βασιλιά της Πάφου

[γιου] του Στάσιος του βασιλιά της Πάφου

[γιου] του Στασιφίλου.

 

Ο Στασίφιλος αυτός μπορεί να υπήρξε επίσης βασιλιάς, αλλά μπορεί και όχι. Θα πρέπει πάντως να ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, ίσως πρίγκιπας, αφού ο γιος του, ο Στάσις, εάν δεν διαδέχθηκε τον ίδιο, θα διαδέχθηκε έναν βασιλιά στενό συγγενή του.

 

Από τους υπόλοιπους βασιλιάδες, ο Ετέανδρος (Ituandar) μας είναι γνωστός από το «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος, χρονολογούμενο στο 673/2 π.Χ. Στο «πρίσμα» το βασίλειο της Πάφου αναφέρεται μαζί με τον τότε βασιλιά του, ως φόρου υποτελές στον Ασσύριο βασιλιά Εσσαρχαδών* (680-669 π.Χ.), όπως κι άλλα εννέα κυπριακά βασίλεια.

 

Ο βασιλιάς Ακέστωρ, πάλι, μας είναι γνωστός από επιγραφή συλλαβική επί ασημένιου κυπέλλου του 7ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στο Κούριον. Το όνομα του Ετέανδρου Β΄ μας είναι επίσης γνωστό από συλλαβική επιγραφή πάνω σε χρυσά βραχιόλια που βρέθηκαν και πάλι στο Κούριον. Και στις δυο περιπτώσεις των επιγραφών του Κουρίου, ο Ακέστωρ και ο Ετέανδρος αναφέρονται σαφώς ως βασιλιάδες της Πάφου. Μερικοί ταυτίζουν τον Ετέανδρο αυτόν με τον Ετέανδρο που μνημονεύεται στο «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος, θεωρώντας έτσι ότι δεν υπήρξαν δυο βασιλιάδες με το αυτό όνομα αλλά ένας. Ο Στάσανδρος, πάλι, μας είναι γνωστός από νόμισμα της Πάφου, όπως από νομίσματα μας είναι γνωστοί κι ο Μινεύς, ο Ζωάλιος, ο Τίμαρχος καθώς κι οι βασιλιάδες των οποίων δεν γνωρίζουμε τα πλήρη ονόματα. Από αρκετές συλλαβικές επιγραφές, κυρίως από την περιοχή της Παλαιπάφου, μας είναι γνωστός ο τελευταίος βασιλιάς της Πάφου Νικοκλής, που αναφέρεται και ως ιερέας της Άνασσας (= Αφροδίτης) και που τον γνωρίζουμε κι από φιλολογικά κείμενα. Από επιγραφές γνωρίζουμε και τον βασιλιά Τίμαρχο (που μνημονεύεται κι ως πατέρας του βασιλιά Νικοκλέους). Από παρόμοιες επιγραφές μας είναι γνωστοί και οι βασιλιάδες Τιμοχάρις και Εχέτιμος, που επίσης μνημονεύονται ως βασιλιάδες της Πάφου και ταυτόχρονα ως (αρχ)ιερείς της Άνασσας /Αφροδίτης.

 

(Σημ: Λεπτομερέστερα για τους βασιλιάδες της Πάφου βλέπε σε χωριστά για τον καθένα λήμματα).

 

Μέχρι, λοιπόν, το τέλος του θεσμού των βασιλείων, δηλαδή μέχρι και τα χρόνια του Νικοκλέους και έως το 312 π.Χ., οι εκάστοτε βασιλιάδες της Πάφου ήσαν ταυτόχρονα και οι αρχιερείς της Αφροδίτης. Έτσι, εκτός από την πολιτική και στρατιωτική, συγκέντρωναν στα χέρια τους και τη θρησκευτική εξουσία κι ήσαν απόλυτοι μονάρχες.

 

Το βασίλειο της Πάφου κατείχε κι ολόκληρη την έκταση των δυτικών παραλίων της Κύπρου, όπως και την ενδοχώρα της σημερινής επαρχίας Πάφου, εκτός από τμήμα της που αποτελούσε το βασίλειο του Μαρίου. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια τα όρια του παφιακού βασιλείου, όμως τούτο συνόρευε με τα βασίλεια του Μαρίου (στα βόρεια-βορειοδυτικά) και του Κουρίου (στα ανατολικά). Η ενδοχώρα του βασιλείου της Πάφου πιθανώς εκτεινόταν έως τα βουνά του Τροόδους. Η οργάνωση του βασιλείου φαίνεται να ήταν παρόμοια με των λοιπών κυπριακών βασιλείων: ακολούθησε δηλαδή τα ελληνικά πρότυπα, αλλά δέχθηκε και πολλές ανατολικές επιδράσεις (βλέπε λήμμα βασίλεια Κύπρου). Επιπρόσθετα, οι βασιλιάδες της Πάφου ήσαν και αρχιερείς της Αφροδίτης. Όπως και στα άλλα βασίλεια, οι βασιλιάδες ήσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και γύρω τους βρισκόταν η τάξη των αριστοκρατών, ενώ στην άσκηση της εξουσίας φαίνεται ότι διαδραμάτιζαν ρόλο και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.

 

Όπως και τα άλλα κυπριακά βασίλεια, έτσι και το βασίλειο της Πάφου διατήρησε καθ’ όλη την περίοδο της ύπαρξής του (12ος-4ος π.Χ. αιώνας) την ανεξαρτησία και την αυτονομία του. Όμως κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του, το βασίλειο ήταν φόρου υποτελές στους διάφορους κατακτητές: Ασσυρίους, Αιγυπτίους, Πέρσες. Από το «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος γνωρίζουμε ότι το βασίλειο της Πάφου ήταν μεταξύ εκείνων που πλήρωναν φόρο στους Ασσυρίους. Από άλλες μαρτυρίες κι αρχαιολογικά ευρήματα γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές την πορεία του κατά τη μακρά περίοδο της περσικής κυριαρχίας, για την οποία γίνεται λόγος πιο κάτω.

 

Η έδρα του βασιλείου, η Πάφος (=Παλαίπαφος) σε αντίθεση προς όλες τις άλλες σημαντικές αρχαίες πόλεις Κύπρου, δεν ήταν κτισμένη στην παραλία. Αντίθετα, και προφανώς για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας και άμυνας, βρισκόταν κτισμένη επί λοφώδους περιοχής, περί τα 2 χιλιόμετρα από την ακτή. Όπως φαίνεται κι από τα σωζόμενα ίχνη, η πόλη ήταν ισχυρά οχυρωμένη με τείχη. Δίπλα από την πόλη έρρεε ο ποταμός Διαρίζος, που πιθανώς από τις εκβολές του έως τις παρυφές της πόλης ήταν και πλωτός. Ως ακμάζουσα πόλη η Παλαίπαφος θα πρέπει να διέθετε βέβαια και λιμάνι. Θα είχε, δηλαδή, ένα επίνειο κάπου εκεί κοντά που θα εξυπηρετούσε τις ναυτικές της ανάγκες. Την ύπαρξη αγκυροβολίου στην περιοχή της Παλαιπάφου αναφέρει ο Στράβων, αν και στις μέρες του βρισκόταν ήδη στην ακμή της η Νέα Πάφος. Γράφει ο Στράβων:

 

...Καί Παλαίπαφος, ὅσον ἐν δέκα σταδίοις ὑπέρ τῆς θαλάττης ἱδρυμένη, ὕφορμον ἔχουσα καί ἱερόν ἀρχαῖον τῆς Παφίας Ἀφροδίτης˙ εἶτ’ ἄκρα Ζεφυρία πρόσορμον ἔχουσα...

 

Ο Στράβων σημειώνει, δηλαδή, και το γεγονός ότι η πόλη ήταν κτισμένη προς τα ενδότερα:

 

... Και η Παλαίπαφος, κτισμένη σ’ απόσταση περίπου δέκα σταδίων [= 1.840 μέτρα] μακριά από τη θάλασσα, που έχει αγκυροβόλιο και ιερό αρχαίο της Παφίας Αφροδίτης˙ έπειτα βρίσκεται το ακρωτήρι Ζεφύριον που έχει αραξοβόλι...

 

Συνεπώς η Παλαίπαφος είχε τον δικό της ὕφορμον, ενώ εκεί κοντά υπήρχε και πρόσορμος, στην περιοχή του ακρωτηρίου Ζεφύρου.

 

Η πόλη θα πρέπει να ήταν, ασφαλώς, σημαντικό κέντρο εμπορίου. Η μεγάλη της φήμη όμως σχετιζόταν με τον περίφημο ναό της Αφροδίτης που είλκυε κάθε χρόνο πλήθη επισκεπτών/προσκυνητών από πολλά μέρη της Κύπρου και όλου του τότε γνωστού κόσμου. Μάλιστα τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του ναού αυτού, ώστε από αρχαίους συγγραφείς η πόλη της Πάφου αναφέρεται ως:

 

* Γῆς ὀμφαλός: Αναφέρεται έτσι από τον Ησύχιο: γῆς ὀμφαλός Πάφοςκαί Δελφοί. Μαζί με τους Δελφούς, η Πάφος χαρακτηρίστηκε ως κέντρο της γης, λόγω της παγκόσμιας φήμης του ιερού της Αφροδίτης στην πρώτη και του ιερού και μαντείου του Απόλλωνος στους Δελφούς.

 

* Ἐπίβαθρον Ἀφροδίτης: Χαρακτηρίζεται έτσι η Πάφος από τον Νόννο, ως ἐξ’ ὑδάτων ἐπίβαθρον ἀνερχομένης Ἀφροδίτης, δηλαδή σκαλοπάτι της Αφροδίτης απ’ το οποίο βγήκε η θεά από το νερό.

 

* Στεφανηφόρος ὄρμος Ἐρώτων: Δηλαδή στεφανωμένο λιμάνι των Ερώτων, όπως χαρακτηρίζεται και πάλι από τον Νόννο.

 

* Πάφοςπεριρρύτη: Δηλαδή Πάφος θαλασσοζωσμένη, όπως λέγει ο Στράβων, αντλώντας τον χαρακτηρισμό από τον ποιητή Αλκμάν και παραθέτοντας ταυτόχρονα και την φράση του Αισχύλου: Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα [η Αφροδίτη] πάντα κλῆρον.

 

* Οἰκητήριον Ἀφροδίτης: Δηλαδή ιδιαίτερη κατοικία της Αφροδίτης, χαρακτηρίζεται η Πάφος από τον Κορνούτο: ...ἡ δέ Πάφος ἴδιον αὐτῆς [=της Αφροδίτης] οἰκητήριόν ἐστι, Παφίας λεγομένης... 

 

                                                                               * * *

Κατά την περίοδο της περσικής κυριαρχίας (από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα έως το 332 π.Χ.), το βασίλειο της Πάφου ήταν υποτελές στους Πέρσες τους οποίους ήταν υποχρεωμένο να συνδράμει όχι μόνο οικονομικά αλλά και στρατιωτικά. Όπως και τα άλλα βασίλεια της Κύπρου (πλην εκείνου της Αμαθούντος), και το βασίλειο της Πάφου είχε πάρει μέρος στους πολέμους κατά των Περσών και ιδίως στη μεγάλη επανάσταση του 499/8 π.Χ. με αρχηγό τον Ονήσιλο* της Σαλαμίνος. Αν και η συμμετοχή του βασιλείου της Πάφου στην επανάσταση αυτή δεν μνημονεύεται στις φιλολογικές πηγές, ωστόσο αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Τα φιλολογικά κείμενα ομιλούν για τη συνεργασία των Κυπρίων επαναστατών με τους Έλληνες της Ιωνίας και τονίζουν τη συμμετοχή στον αγώνα των Σαλαμινίων και των Κουριέων που τελικά και οι μεν και οι δε ετάχθησαν με το μέρος των Περσών, προδίδοντας τις λοιπές κυπριακές δυνάμεις και συντελώντας στην ήττα τους και στον θάνατο του Ονησίλου. Αναφέρονται επίσης στη συμμετοχή της πόλης των Σόλων στην επανάσταση υπό το βασιλιά Αριστόκυπρο και στη σκληρή πολιορκία της πόλης αυτής για 5 περίπου μήνες από τις περσικές και φιλοπερσικές δυνάμεις.

 

Ωστόσο και η Πάφος φαίνεται ότι είχε πολιορκηθεί στενά από τις περσικές δυνάμεις κι είχε προβάλει γενναία αντίσταση. Δεν γνωρίζουμε το όνομα του βασιλιά της αυτή την εποχή, που είχε οδηγήσει την πόλη στον αγώνα κατά των Περσών. Η πολιορκία της όμως από τους Πέρσες, το 498 π.Χ., θα πρέπει να είχε κρατήσει αρκετόν καιρό. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Πέρσες έκτισαν έξω από την ανατολική πύλη της Παλαιπάφου έναν πολιορκητικό τύμβο, πράγμα που σήμαινε πολύμηνη πολιορκία. Οι πολιορκημένοι είχαν προσπαθήσει (όπως απέδειξαν οι ανασκαφές) να εξουδετερώσουν τον τύμβο αυτό με υπόγειες σήραγγες και άλλα τεχνάσματα, πράγμα που σήμαινε προβολή αξιόλογης αντίστασης. Στην περιοχή βρέθηκαν επίσης μεγάλοι αριθμοί από πέτρινα βλήματα καταπελτών κι αιχμές από βέλη. Τελικά, άγνωστο ύστερα από πόσον καιρό πολιορκίας της, η πόλη κατελήφθη από τις περσικές δυνάμεις. Φαίνεται ότι και η Πάφος, όπως κι οι Σόλοι, τιμωρήθηκε σκληρά από τους νικητές. Περσική φρουρά είχε, μάλλον, εγκατασταθεί στην πόλη μόνιμα και ίσως βάση ή αρχηγείο της ήταν ένα μνημειώδες κτίριο που ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές. Το κτίριο αυτό ήταν κτισμένο με κανονικούς ισοδομικούς λίθους κι ο αρχιτεκτονικός του ρυθμός ήταν έντονα επηρεασμένος από περσικά πρότυπα. Σημειώνεται ότι και η πόλη των Σόλων είχε τεθεί υπό την άμεση εποπτεία των Περσών και προς τούτο είχε κτιστεί το γνωστό παλάτι στο Βουνί.

 

Το 478 π.Χ. ελληνική δύναμη με περισσότερα από 50 καράβια και με αρχηγό τον Λακεδαιμόνιο στρατηγό Παυσανία (τον γνωστό αρχηγό των Ελλήνων στη νικηφόρα μάχη κατά των Περσών στις Πλαταιές) εστάλη στην Κύπρο, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης. Τον Παυσανία συνόδευαν δυο γνωστότατοι Αθηναίοι στρατιωτικοί, ο Αριστείδης και ο Κίμων, που ήταν τότε πολύ νέος. Πόλεις κυπριακές απελευθερώθηκαν τότε, αλλά σύντομα οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κύπρο κι έπλευσαν στον Ελλήσποντο. Οι Πέρσες παρέμειναν και πάλι κυρίαρχοι της Κύπρου.

 

Δεν γνωρίζουμε τις εξελίξεις στην Πάφο κατά την ελληνική εκστρατεία του 478 π.Χ. Όμως το 450 π.Χ., όταν ο Αθηναίος Κίμων έπλευσε ξανά στην Κύπρο με ισχυρή δύναμη από 200 τριήρεις, αναφέρεται στις φιλολογικές πηγές ότι αυτός πρώτα κτύπησε κι απελευθέρωσε το Μάριον. Παραπλέοντας ύστερα τα δυτικά και τα νότια παράλια της Κύπρου έφθασε στο Κίτιον που το πολιόρκησε και τελικά πέθανε πολιορκώντας το. Παραδόξως, η Πάφος που θα πρέπει να διέθετε ισχυρή περσική φρουρά, δεν αναφέρεται ότι είχε κτυπηθεί από τον Κίμωνα που την προσπέρασε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η περσική φρουρά της Πάφου:

 

α) είτε είχε σπεύσει στο Μάριον, όπου αρχικά είχε δράσει ο Κίμων, κι είχε ηττηθεί εκεί

β) είτε μετά τη νίκη του Κίμωνος στο Μάριον τόσο η φρουρά της Πάφου όσο κι εκείνη του Κουρίου είχαν αποσυρθεί και συμπτυχθεί στο Κίτιον όπου και προβλήθηκε στους Αθηναίους ισχυρή αντίσταση

γ) είτε ο Κίμων απέφυγε να κτυπήσει την Παλαίπαφο επειδή αυτή απείχε περί τα δύο χιλιόμετρα από τη θάλασσα, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να πλησιάσει την πόλη με τα καράβια του. Θα έπρεπε να αποβιβάσει στρατό στην ακτή και να πολιορκήσει την πόλη, κι ίσως έκρινε πως δεν ήταν προς το συμφέρον του να πράξει κάτι τέτοιο εκείνη τη στιγμή.

 

Ο Αισχύλος πάντως, στην τραγωδία του «Πέρσαι», μεταξύ των ελληνικών πόλεων που είχαν απελευθερωθεί από τον περσικό ζυγό κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων αναφέρει και τις κυπριακές πόλεις Πάφο, Σόλους και Σαλαμίνα.

 

Η απελευθέρωση όμως των κυπριακών πόλεων ήταν εφήμερη και σύντομα αυτές ετίθεντο και πάλι υπό την κυριαρχία των Περσών. Οριστικό τέρμα στην περσική κυριαρχία έθεσε ο Μέγας Αλέξανδρος που κατέλυσε την αχανή αυτοκρατορία τους. Οι βασιλιάδες της Κύπρου, όλοι ανεξαίρετα, ετάχθησαν με το μέρος του Αλεξάνδρου, τον οποίο μάλιστα ενίσχυσαν και στρατιωτικά. Ο Αλέξανδρος προσάρτησε την Κύπρο στη δική του αυτοκρατορία, χωρίς όμως να καταργήσει τα κυπριακά βασίλεια. Αντίθετα, επιφέροντας λίγες μόνο αλλαγές, επέτρεψε στα βασίλεια να διατηρήσουν την αυτονομία τους και στους Κυπρίους βασιλιάδες να διατηρήσουν την εξουσία τους.

 

Αυτή την εποχή σημειώθηκε στην Πάφο μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Ο τότε Πάφιος βασιλιάς Νικοκλής απεφάσισε να μεταφέρει την έδρα του βασιλείου του από την Παλαίπαφο στη Νέα Πάφο (σημερινή Κάτω Πάφος). Η πόλη που απετέλεσε τη νέα έδρα του βασιλείου και που γνώρισε στη συνέχεια πρωτοφανή ακμή και κατέστη πρωτεύουσα ολόκληρης της Κύπρου, κτίστηκε σ’ όλη την έκταση μιας μικρής χερσονήσου όπου σήμερα βρίσκονται τα πιο αξιόλογα από τα ανευρεθέντα αρχαία μνημεία της περιοχής. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους που επέβαλαν αυτή τη σημαντική αλλαγή. Μήπως επρόκειτο απλώς για φιλοδοξία του βασιλιά Νικοκλέους να ιδρύσει μια νέα πόλη; Φαίνεται ότι οι λόγοι ήσαν σοβαρότεροι. Μάλλον θα εκρίθη ότι ο χώρος που επελέγη για τη Νέα Πάφο ήταν, υπό τις νέες συνθήκες, ο πλέον κατάλληλος. Η νέα πόλη, κτισμένη σε χερσόνησο, περιβρεχόταν στις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα. Μπορούσε να έχει επαρκή ασφάλεια με τις κατάλληλες οχυρώσεις και να διαθέτει δικό της καλό λιμάνι που την εξυπηρετούσε τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον εμπορικό και οικονομικό τομέα. Η Παλαίπαφος, απέχοντας περί τα δύο χιλιόμετρα από τη θάλασσα, φαίνεται πως είχε χάσει και το λιμάνι της εξαιτίας προσχώσεων των ποταμών Διαρίζου και Ξερού. Το γεγονός επίσης ότι η μεταφορά της έδρας του παφιακού βασιλείου από την Παλαίπαφο στη Νέα Πάφο έγινε αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κύπρου από τον περσικό ζυγό, ίσως δεν είναι τυχαίο. Πιο πριν ίσως να υπήρχε περσική αντίδραση στη μεταφορά αυτή, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, αλλά που υποθέτουμε ότι σχετίζονταν με τη στρατιωτική ασφάλεια. Πιο συγκεκριμένα, οι εκστρατείες των Ελλήνων κατά των Περσών στην Κύπρο γίνονταν βέβαια με καράβια κι έτσι η περσική φρουρά της Παλαιπάφου δεν θα δεχόταν να μεταφερθεί κοντά στη θάλασσα όπου θα βρισκόταν στο βεληνεκές των ελληνικών καραβιών. Με τις νέες συνθήκες που είχε δημιουργήσει η νικηφόρος προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οικονομικοί λόγοι υπερίσχυσαν των στρατιωτικών αντιδράσεων και η Νέα Πάφος διαδέχθηκε την Παλαίπαφο.

 

Στο εξής η Παλαίπαφος θα παραμείνει σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, εξ αιτίας του εκεί ναού της Αφροδίτης, μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας. Παράλληλα, η Νέα Πάφος θα καταστεί το διοικητικό κέντρο ολόκληρης της Κύπρου κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια.

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image