Λαυρέντιος επίσκοπος

Εθνομάρτυρας επίσκοπος Κερύνειας (1816-1821). Ήταν ο ένας από τους τρεις επισκόπους της Εκκλησίας της Κύπρου που εκτελέστηκαν από τους Τούρκους μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό*, στις 9 Ιουλίου του 1821 στη Λευκωσία. Οι άλλοι εκτελεσθέντες επίσκοποι ήσαν οι Πάφου Χρύσανθος * και Κιτίου Μελέτιος*.

 

Ο Λαυρέντιος, που ήταν ιερομόναχος μέχρι το 1811, είναι γνωστός και με τον τίτλο του (χωρ)επισκόπου Λαμπούσης που είχε αναβιώσει επί ημερών του για σύντομο χρονικό διάστημα 5 χρόνων περίπου. Προκάτοχος του Λαυρεντίου στον επισκοπικό θρόνο της Κερύνειας (που είχε κατά την εποχή εκείνη την έδρα του στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος στη Μύρτου) ήταν ο επίσκοπος Ευγένιος (1791-1816). Το 1811 εκρίθη ότι έπρεπε να διορισθεί ένας κληρικός ως βοηθός του Ευγενίου, διότι ὁ Κυρηνείας Εὐγένιος εἰς γῆρας ἐλήλυθε, σύμφωνα προς καταχώρηση, τον Μάιο του 1811, στον Κώδικα Α ' της Αρχιεπισκοπής (σ. 162). Και πράγματι, ο Ευγένιος βρισκόταν τότε σε προχωρημένη ηλικία με αποτέλεσμα να μη μπορεί να εκτελεί επαρκώς τα επισκοπικά του καθήκοντα. Βοηθός του εξελέγη, τον Μάιο του 1811, ο ιερομόναχος Λαυρέντιος στον οποίο δόθηκε ο τίτλος του επισκόπου Λαμπούσης (=αρχαίας Λαπήθου), μιας από τις πρώτες επισκοπικές έδρες της Κύπρου, που είχε επιβιώσει μέχρι τον 13ο αιώνα κι είχε καταργηθεί από τους Λατίνους.

 

Με τον τίτλο του επισκόπου Λαμπούσης, και με έδρα την Μύρτου, ο Λαυρέντιος υπηρέτησε την επισκοπή της Κερύνειας για 5 χρόνια περίπου, διοικώντας την επισκοπική αυτή περιφέρεια εκ μέρους του γηραιού Ευγενίου, που πέθανε το 1816.

 

Μετά τον θάνατο του Ευγενίου, ο Λαυρέντιος εξελέγη επίσκοπος Κερύνειας, τον Αύγουστο του 1816, οπότε ο τίτλος κι ο θρόνος του επισκόπου Λαμπούσης καταργήθηκε και πάλι. Ως επίσκοπος Κερύνειας υπηρέτησε μέχρι και τον Ιούλιο του 1821, οπότε μαρτύρησε.

 

Μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, ο τότε κυβερνήτης της Κύπρου Κουτσιούκ* Μεχμέτ (1820-1822) είχε ετοιμάσει μεγάλο κατάλογο σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, συνολικά 486 άτομα, που ενεκρίθη και από τον σουλτάνο ότι έπρεπε να εκτελεστούν, με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν την επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο (βλέπε λήμμα ελληνική επανάσταση και Κύπρος, κεφάλαιο β', «οι επιπτώσεις του αγώνα για την Κύπρο». Πρώτοι στον κατάλογο προγραφών του Κουτσιούκ Μεχμέτ ήσαν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες της Κύπρου: ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι επίσκοποι Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κερύνειας Λαυρέντιος, ηγούμενοι των μοναστηριών, ιερείς κεντρικών εκκλησιών και άλλοι. Ο κατάλογος των 486 προσώπων συμπληρωνόταν από πλήθος προκρίτων κι άλλων παραγόντων από όλη την Κύπρο. Τελικά το όργιο των σφαγών, λεηλασιών, σφετερισμού περιουσιών των θυμάτων και της Εκκλησίας και διωγμών, άρχισε στις 9.7.1821 και συνεχίστηκε και τις μέρες που ακολούθησαν. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε καλέσει όλους τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους στη Λευκωσία, δήθεν για διαβουλεύσεις, και τους συνέλαβε.  Όσοι δεν είχαν προσέλθει, είτε συνελήφθησαν και μετεφέρθησαν, είτε σφάχτηκαν στους χώρους όπου ανευρέθησαν. Ελάχιστοι από τους προγραφέντες κατόρθωσαν να σωθούν, ενώ κατασφάγηκαν και πολλοί άλλοι πέραν του καταλόγου, των οποίων ο αριθμός είναι άγνωστος.

 

Πρώτοι απ' όλους εκτελέστηκαν στη Λευκωσία οι τρεις επίσκοποι, με αποκεφαλισμό. Κι απ' αυτούς, πρώτος καρατομήθηκε ο επίσκοπος Κιτίου Μελέτιος, κι αμέσως μετά κόπηκαν τα κεφάλια του Χρυσάνθου Πάφου και του Λαυρεντίου Κερύνειας. Τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό είχε υποσχεθεί ο Κουτσιούκ Μεχμέτ ότι δεν θα αποκεφάλιζε. Έτσι, διέταξε την εκτέλεσή του με απαγχονισμό, που συνέβη στον ίδιο χώρο, στην πλατεία του σεραγίου στη Λευκωσία.

 

Όπως γράφει ο Φιλήμων (Δοκίμιον Ἱστορικόν περί τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως, III, σ. 262) τα σώματα και οι κομμένες κεφαλές των επισκόπων πετάχτηκαν στη μέση της πλατείας. Παρελήφθησαν αργότερα και θάφτηκαν από τους  Έλληνες της Λευκωσίας στον περίβολο της εκκλησίας της Φανερωμένης.

 

Μετά τον τραγικό θάνατο του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ διέταξε την αποφυλάκιση τεσσάρων από τους ιερωμένους που είχε συλλάβει, τους οποίους διέταξε ν' αναλάβουν τα αξιώματα των εκτελεσθέντων. Ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα Ιωακείμ έγινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο αρχιδιάκονος Πανάρετος έγινε επίσκοπος Πάφου, ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος  έγινε επίσκοπος Κιτίου, ενώ στον θρόνο της Κερύνειας, διάδοχος του Λαυρεντίου, ανήλθε ο έξαρχος Δαμασκηνός.