Λυσιώτης Ξάνθος

Image

Λυρικός ποιητής και πεζογράφος, με ποιητικό έργο πλούσιο σε ποσότητα και σημαντικό σε ποιότητα. Ο Ξάνθος Λυσιώτης ανήκει στους Κυπρίους ποιητές του 20ού αιώνα που εξασφάλισαν πανελλήνια αναγνώριση.

 

Γεννήθηκε στη Λάρνακα στις 6 Οκτωβρίου του 1898 και πέθανε στις 7 Ιανουαρίου του 1987. Γονείς του ήσαν ο Κοσμάς Λυσιώτης, ο οποίος υπήρξε για πενήντα χρόνια εθνικός δάσκαλος και διευθυντής της Αστικής Σχολής στη Λάρνακα, και η Αγγελική Λοΐζου Μαυροΐδη, από γενιά εθνικών αγωνιστών και απόγονος του τουρκομάχου Καπετάν Γιαννάκη. Το οικογενειακό του περιβάλλον υπήρξε καθοριστικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, των ιδεολογικών του προσανατολισμών και της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας, που τον έσπρωξε προς την ποίηση.

 (Βιντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ

Οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του δεν του επέτρεψαν να αποκτήσει πανεπιστημιακή μόρφωση. Εν τούτοις, μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακος, ακολούθησε ανώτερες σπουδές εμπορικών και ξένων γλωσσών με αλληλογραφία. Επιδόθηκε ακολούθως στο εμπόριο, όπου με εργατικότητα και σύστημα κατόρθωσε να διακριθεί, ιδρύοντας εισαγωγικούς εμπορικούς οίκους και άλλες εταιρείες.

 

Η οικογενειακή του ζωή δοκιμάστηκε σκληρά από τον θάνατο, μέσα στην ίδια δεκαετία, δυο παιδιών του, της Βέρας και του Γλαύκου. Ο πόνος του τραγικού γονιού αποκρυσταλλώθηκε σε μεγάλο μέρος του έργου του και ειδικότερα στις ποιητικές συλλογές του Λήκυθος και Αὐλός καί Βάρβιτος.

 

Ο Ξάνθος Λυσιώτης άρχισε να δημοσιεύει πολύ ενωρίς, στην αρχή με ψευδώνυμα («Φιόρος Ανθηρός», «Πανελλήνιος Πόθος» κ.ά.), σε λογοτεχνικά έντυπα του καιρού του στην Κύπρο και την Ελλάδα («Ηχώ της Κύπρου» του Μελή Νικολαΐδη, «Αβγή» του Αιμίλιου Χουρμούζιου, «Διάπλασις των Παίδων» του Γρηγ. Ξενόπουλου κλπ.). Το πρώτο εν τούτοις βιβλίο του παρουσίασε μόλις το 1937, σε ηλικία 39 χρόνων. Έκτοτε εξέδωσε περισσότερες από 25 ποιητικές συλλογές και 4 τόμους πεζών. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει περιληφθεί στις συγκεντρωτικές εκδόσεις Συγκομιδή 1937-1977 (1978) και Συγκομιδή Β 1979-1983 (1983).

 

Το έργο του έχει κριθεί ευνοϊκά από πλήθος κριτικών της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού. Πλείστα έργα του τιμήθηκαν με βραβεία σε παγκύπριους και πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και με άλλες διακρίσεις στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Αγγλία. Το 1979 του απονεμήθηκε από το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου το κρατικό βραβείο συνολικής προσφοράς στην ελληνική κυπριακή λογοτεχνία. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, εβραϊκά, ρουμανικά, ισπανικά και πορτογαλικά και δημοσιεύθηκαν σε ευρωπαϊκά περιοδικά και άλλα έντυπα.

 

Ο Ξάνθος Λυσιώτης διετέλεσε κατά καιρούς μέλος των διοικητικών συμβουλίων πνευματικών, μουσικών και αθλητικών σωματείων της Λάρνακας και της Λευκωσίας. Ασχολήθηκε με τον τεκτονισμό και ανήλθε σε μεγάλους βαθμούς ελληνικών και αγγλικών τεκτονικών στοών. Στον χώρο της λογοτεχνίας υπήρξε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών Αθηνών, του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου, της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών Αθηνών, της Εταιρείας Ποιήσεως Λονδίνου και του Συλλόγου ΠΕΝ Κύπρου. Ονομάστηκε επίσης επίτιμος εταίρος του Ελληνικού Ινστιτούτου του Λονδίνου και του Διεθνούς Συνδέσμου Ποιήσεως Γιουλγκρέηβ της Αγγλίας. Από το 1980 ως το 1983 διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, ακολούθως δε ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της. Το 1984 ανακηρύχθηκε επίσης επίτιμος διδάκτωρ της πορτογαλικής Ακαδημίας Φελγκουέιρας.

 

Ο Ξάνθος Λυσιώτης συνδέθηκε με στενές φιλικές σχέσεις με διακεκριμένες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Άγγ. Σικελιανός, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Ηλ. Βενέζης, ο Μελής Νικολαΐδης, ο Στρ. Μυριβήλης και άλλοι.

 

Ο Ξάνθος Λυσιώτης διακρίθηκε κυρίως ως λυρικός ποιητής. Στην υπερπενηντάχρονη ποιητική του δημιουργία παρουσίασε τα ακόλουθα έργα: Ἐφήμερα (1937), Λήκυθος (1941), Αὐλός καί Βάρβιτος (1947), Κύπριον Ἄσμα (1949), Νιφάδες (1952), Ὠδές τοῦ Νότου (1959), Θρόμβοι καί Σταλαχτίτες (I960), Ἀποδημία (1961), Ἀναδρομή (1968), Παλίρροιες (1971), Fragments (αγγλικά ποιήματα, 1973), Ἀσφόδελοι (1974), Ἄνθη της Πίκρας (1975), Δώδεκα χάντρες στό κομπολόι τῆς ἀπαντοχῆς (1976), Ψηφίδες σε ραγισμένο μάρμαρο (1977), Ὑστερόγραφο (1979), Χῶμα τῆς γῆς μου (1979), Ἕνα σμάρι πουλιά (1980), Ὑστερόγραφο Β΄ (1980), Προσευχές (1981), Κάλεσμα γιά ταξίδι (1981), Τό Βουλιαγμένο Καράβι (1982), Τραμπαλίσματα (ποιήματα για παιδιά, 1983), Αππιδάκι Βουνό μου (1984), Οἱ Δεκαπεντασύλλαβοι το Δεκαπενταυγούστου (1984), Ὠδή Ἀναστάσιμη (1984), Τό Πορτραῖτο τῆς Ὡραίας Χαρίκλειας (1985), Ἑξασύλλαβα τοῦ Ξαγρυπνισμένου Καλοκαιριοῦ (1985). Στην πεζογραφία τα: Ἀμφορεύς (δοκίμια, 1947), Καπετάν Γιαννάκης (1953), Ἐκεῖνα τά Χρόνια (1972), Ἡλιοτρόπια (1982). Μετέφρασε επίσης το ποίημα του Βύρωνα Τά Ἑλληνικά Νησιά.

 

Ο λυρισμός του Ξάνθου Λυσιώτη κινήθηκε σε τρία επίπεδα: το ατομικό - προσωπικό, το ομαδικό - εθνικό και το καθολικό-παγκόσμιο. Πέρασε από τον χώρο του ρομαντισμού, του κλασσικισμού και του συμβολισμού, ακολούθησε δε την παραδοσιακή τεχνοτροπία ακόμη κι όταν χρησιμοποίησε τα μορφικά στοιχεία της μοντέρνας ποίησης και του ελεύθερου στίχου.

 

Οι πηγές της έμπνευσής του απλώνονται σ’ όλο το φάσμα της ζωής, στο ιδανικό και στο όνειρο. Τον εμπνέουν ο έρωτας και ο πόθος, η συζυγική αφοσίωση και αγάπη, η πανανθρώπινη αγάπη και φιλαλληλία, η αθώα χαρά του παιδιού, τα απλά καθημερινά συναισθήματα, η αρετή, η μνήμη και η νοσταλγία, η αναπόληση και η ρέμβη, η ενδοσκόπηση, ο φιλοσοφικός στοχασμός, το παρελθόν ως πολύτιμη πηγή εμπειριών και διδαχής για το παρόν, οι έντονοι κραδασμοί των καιρών μας, ο βαθύς προβληματισμός για τον σπαρασσόμενο σύγχρονο κόσμο κι η προσδοκία για ένα ευτυχισμένο μέλλον. Ανάμεσα σε όσα τον εμπνέουν, ξεχωρίζουν ιδιαίτερα μερικά θέματα. Πρώτα η πατρίδα και η ελευθερία. Οι ιδέες αυτές ενισχύθηκαν μέσα του και εκδηλώθηκαν στην ποίησή του μέσα από τις ιστορικές στιγμές του εθνικού προβλήματος της Κύπρου που ο ποιητής έζησε σε όλες του τις φάσεις στις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, ο Ξάνθος Λυσιώτης δέθηκε οργανικά με τις τραγικές πτυχές των περιπετειών και των καημών του κυπριακού Ελληνισμού, που κορυφώθηκαν με την τραγωδία του 1974. Έπειτα ο χρόνος, η ασημαντότητα της ύπαρξής μας και ο θάνατος απασχόλησαν επίμονα την ποίηση του Ξάνθου Λυσιώτη, που δονήθηκε ιδιαίτερα από τον θάνατο των δυο παιδιών του. Ο πατρικός αυτός πόνος, πηγή έμπνευσης αμέτρητων ποιητών στο παρελθόν, σημάδεψε και την ποίηση του Λυσιώτη. Η πίστη στον Θεό, η μεταφυσική ανησυχία και αγωνία, η πεποίθηση στην αθανασία της ψυχής ως στήριγμα της παρούσας ζωής και ως πρόλογος της ευδαιμονίας στην άλλη ζωή, αποτελούν σημαντικό θέμα της ποίησής του. Ακόμη, η φύση με τη σπαρταριστή ομορφιά της ή την υποβλητική της μεγαλοπρέπεια και στερεότητα, το χώμα και το νερό, τα δειλινά χρώματα και οι εσπερινές αρμονίες, όπως έχουν σε πλήρη ωριμότητα εκφρασθεί στη συλλογή του Αππιδάκι Βουνό μου.

 

Όλος ο πλούτος των εμπνεύσεών του εκφράζεται στην ποίησή του με κατασταλαγμένη σκέψη, με ώριμο συναίσθημα, με ευγένεια, τρυφερότητα και λεπτότητα έκφρασης. Διαύγεια, πλαστικότητα, γλώσσα πλούσια σε χρώματα, ποικιλία ρυθμών, μουσικότητα, πρωτότυπες, πυκνές και τολμηρές λυρικές εικόνες, χαρακτηρίζουν την ποίησή του. Κι ακόμη η πηγαία έκφραση, το θερμό πάθος και η μεγαλόπνοη φαντασία, η ειλικρίνεια των συναισθημάτων και η αγνότητα των προθέσεων. Και παντού, ακόμη και μέσα από τις δυσκολότερες ώρες, μια λυτρωτική διάθεση απαλλαγής από τον πόνο, το άγχος και την απελπισία. Αυτή η μόνιμα θετική προσέγγιση του κόσμου αποτελεί καίριο χαρακτηριστικό της ποίησης του Ξάνθου Λυσιώτη.

 

Στην τεχνική του επέδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια στην κατεργασία του υλικού και των εμπνεύσεών του. Ο στίχος του άρτιος, προϊόν της επιμονής του για τελειότητα και ισορροπία. Ο ρυθμός του αβίαστος και αρμονικός. Ο λόγος του σε πολλά συμπυκνωτικός και επιγραμματικός. Ο Ξάνθος Λυσιώτης στη μακρά ποιητική του πορεία δεν παρουσίασε απότομες μεταπτώσεις. Πέρασε ομαλά από τον παραδοσιακό ρυθμικό ομοιοκατάληκτο στίχο στον ανομοιοκατάληκτο κι από εκεί στον ελεύθερο στίχο, διατηρώντας όμως πάντοτε το μέτρο. Χρησιμοποίησε τον ελεύθερο στίχο όχι από τάση μοντερνισμού αλλά γιατί διέκρινε ότι και εκεί ο ρυθμός, η μουσική, το νόημα, μπορούσαν να διατηρηθούν δίνοντας και στον ελεύθερο στίχο μουσικότητα και ευλυγισία. Έτσι μπόρεσε να αξιοποιήσει τις νεότερες ποιητικές τάσεις διατηρώντας κάθε τι ποιητικό και παραμερίζοντας ό,τι αντιποιητικό. Στην ποίησή του κυριαρχεί πάντοτε το λογικό στοιχείο. Ο Ξάνθος Λυσιώτης απέφυγε με επιμέλεια το εξωλογικό, το παραληρηματικό, πετυχαίνοντας, ακόμη και στις πιο μοντέρνες του αναζητήσεις, την ισορροπία του κλασσικού.

 

Αλλά και στην πεζογραφία του χαρακτηρίζεται από αφηγηματική δύναμη, ύφος λιτό, τόνο διακριτικό χωρίς μεγαλοστομίες, καθαρότητα και πλούτο των εικόνων, ζωντανό διάλογο και ψυχαναλυτικές διεισδύσεις στους ήρωές του, που είναι μορφές σωστές και αληθινές.