Παρθένιος αρχιεπίσκοπος

Image

Πατριάρχης Παρθένιος Α΄, ο από Αδριανουπόλεως, με καταγωγή από την Ήπειρο. Διετέλεσε 

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου για πολύ σύντομο διάστημά το 1639-1640 (περίοδος Τουρκοκρατίας όταν εξορίστηκε στο νησί, αντικαθιστώντας κατά τους λίγους αυτούς μήνες τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Λουζινιάν). Όμως σύντομα ο Χριστόδουλος κατόρθωσε να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, οπότε ο Παρθένιος έφυγε από την Κύπρο κι εγκαταστάθηκε στη Ρωσία.

 

 Ο Παρθένιος Α΄, ο λεγόμενος Γέρων, διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1639-1644. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Το 1609 εξελέγη Μητροπολίτης Αγχιάλου και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 19 Ιουνίου 1623, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Κατόπιν, το 1639 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, αφήνοντας διάδοχό του στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως το πνευματικό του τέκνο, μετέπειτα επίσης Πατριάρχη, Παρθένιο.

 

Ήταν λόγιος και μετριοπαθής ιεράρχης. Ενεπλάκη όμως στις προστριβές μεταξύ των μοναχών του Σινά και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικηφόρου, καθώς αυτοί επέμεναν να ιερουργούν στο Σιναϊτικό Μετόχιο του Καΐρου χωρίς την άδεια του Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Σε απουσία του Νικηφόρου στην Μολδοβλαχία, ζήτησαν και πήραν άδεια του Παρθενίου, την οποία όμως αργότερα αναγκάσθηκε να ανακαλέσει υπό την διαμαρτυρία του Νικηφόρου και την διαμεσολάβηση του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Βασιλείου Λούπου.

 

Την εποχή της εκλογής του, το Πατριαρχείο είχε οικονομικές δυσκολίες και μεγάλα χρέη σε τοκογλύφους. Το 1641, ο Βασίλειος Λούπου αποπλήρωσε όλα τα χρέη και ως αντίδωρο ο Παρθένιος του απέστειλε κρυφά το σκήνωμα της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής. Την ίδια χρονιά, συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία φαίνεται ότι εισήχθη ο όρος «μετουσίωσις», για τον οποίο ο κλήρος τον κατηγόρησε για φυλετισμό και μοντερνισμό. Το 1642 δικάστηκε από οθωμανικό δικαστήριο για εγκύκλιό του προς του Επτανήσιους περί εμμονής τους στην πατρώα πίστη.

 

Ο Παρθένιος επιχείρησε να συμβιβάσει τα πράγματα μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων, τότε, παρατάξεων, των φιλενωτικών, που υποστηρίζονταν από τον Πάπα και τους Ιησουΐτες, και τους ανθενωτικούς, που ήταν οπαδοί του Κύριλλου Λουκάρεως. Το 1642 συνεκάλεσε την Σύνοδο του Ιασίου (15 Σεπτεμβρίου-27 Οκτωβρίου), η οποία ενέκρινε την ελληνική μετάφραση της λεγόμενης «Ορθόδοξου Ομολογίας» του Μητροπολίτη Κιέβου Πέτρου Μογίλα που είχε συνταχθεί για να προφυλάξει τους Ρώσους από καλβινιστικές και ρωμαιοκαθολικές θέσεις, τις οποίες η Σύνοδος έκρινε ασύμβατες με την Ορθοδοξία.

 

Η πολιτική του άφησε περιθώρια αύξησης της ρωμαιοκαθολικής επιρροής στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, το 1644 ο Ουνίτης Πανταλέων Λιγαρίδης ίδρυσε στο Πέραν ελληνοκαθολική σχολή, την πρώτη ανώτερη σχολή ουμανιστικών σπουδών. Πάντως, το 1643 έστειλε επιστολή στον Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΔ, στην οποία ξεκαθάριζε ότι δογματικές διαφορές ορθοδόξων και καθολικών εμποδίζουν την Ένωση των Εκκλησιών. Όταν εκβλήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο  εξορίστηκε στην Κύπρο. Το 1646 επέστρεψε στη Χίο, όπου και δολοφονήθηκε (με δηλητήριο) το ίδιο έτος.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια