Πελάγιος Pelagius

Image

Περιβόητος Λατίνος καρδινάλιος, επίσκοπος Αλβάνου, παπικός ληγάτος στην Ανατολή κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, οπότε έδρασε και στην Κύπρο (ευρισκόμενη τότε υπό την κατοχή των Φράγκων). Η δραστηριότητά του η σχετιζόμενη προς την Κύπρο αφορούσε, κυρίως, την προώθηση και καθιέρωση της Λατινικής Εκκλησίας στο νησί αφ’ ενός και τον διωγμό των Ορθοδόξων αφ’ ετέρου.

 

Ο Πελάγιος, που ήταν Πορτογάλος την καταγωγή, είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ ως ειδικός απεσταλμένος του στην Κωνσταντινούπολη, περιβεβλημένος με όλες τις ληγατικές εξουσίες και με εντολή να προσπαθήσει, ακόμη και βίαια, να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία στην εξουσία της Λατινικής Αγίας Έδρας (δηλαδή του ιδίου του πάπα). Η Κωνσταντινούπολη, που είχε αλωθεί από τους Δυτικούς και λεηλατηθεί άγρια το 1204 (στο πλαίσιο της αποτυχημένης τέταρτης Σταυροφορίας), όχι μόνο αντιτασσόταν σε υποταγή της στη Λατινική Εκκλησία, αλλά και ανθίστατο. Ο Πελάγιος απεδείχθη, δια των πράξεών του, ο «κακός δαίμων» του παπισμού. Ο φανατισμός, ο εγωισμός και η υπεροψία του τον έκαμαν μισητό, με αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχει αλλά και να ξεσηκώσει σοβαρές αντιδράσεις κατά της Δυτικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να ανακληθεί τελικά από την Κωνσταντινούπολη.

 

Στην Ανατολή, με δραστηριότητα σχετική και προς την Κύπρο, εμφανίζεται ξανά ο Πελάγιος κατά τη διάρκεια της πέμπτης Σταυροφορίας (1218-1221) και λίγο αργότερα. Η πέμπτη Σταυροφορία επηρέασε σημαντικά και την Κύπρο, αφού στρεφόταν κατά της Αιγύπτου, μετά δε την αποτυχία της — εξ αιτίας κυρίως του Πελαγίου — ο ηγέτης της Σταυροφορίας Φρειδερίκος Β΄*, αυτοκράτορας της Γερμανίας, εστράφη κατά της Κύπρου.

 

Οι δυνάμεις του Γερμανού αυτοκράτορα είχαν, αρχικά, επιτύχει να καταλάβουν τη Δαμιέττα στην Αίγυπτο, το 1219. Τότε ο πάπας έστειλε αμέσως εκεί δυο καρδιναλίους, τον Άγγλο Ροβέρτο Κούρζωνα και τον Πελάγιο. Ο πρώτος πέθανε πολύ σύντομα εκεί, ο δε Πελάγιος παρέμεινε να φέρει μόνος την παπική εξουσία. Παρά τις αντιρρήσεις, ο Πελάγιος οδήγησε τους σταυροφόρους σε νέα προέλαση με αποτέλεσμα να υποστούν βαρύτατη ήττα από τους Αιγυπτίους και, τελικά, ν’ αναγκασθούν να εκκενώσουν και αυτή τη Δαμιέττα και ν’ αποχωρήσουν, τον Σεπτέμβριο του 1221. Ας σημειωθεί ότι στην εκστρατεία αυτή, όπως και στην επόμενη Σταυροφορία των μέσων του 13ου αιώνα, συμμετείχαν και ευγενείς, ιππότες, εκκλησιαστικοί και άλλοι από την Κύπρο (βλέπε λήμμα Σταυροφορίες).

 

Με την Κύπρο ο Πελάγιος συνδέθηκε από το 1218. Όταν, τον χρόνο αυτό, πέθανε ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Α΄ (1205-1218), ο πάπας Ονώριος Γ΄ με επιστολή του ημερομηνίας 12 Ιουλίου 1218 συνέστησε την χήρα βασίλισσα της Κύπρου Αλίκη της Καμπανίας, τα παιδιά της και αυτό τούτο το βασίλειο της Κύπρου στην ειδική προστασία του παπικού εκπροσώπου στην Ανατολή, δηλαδή του Πελαγίου (βλέπε George Hill, A History of Cyprus, vol. II, p. 84).

 

Στο μεταξύ στην Κύπρο βρισκόταν σε έξαρση η έριδα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, της Ορθόδοξης και της Λατινικής, εξ αιτίας των αυθαιρεσιών και καταπιέσεων της δεύτερης επί της πρώτης. Συγκεκριμένα οι Λατίνοι κληρικοί, που είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο με την έναρξη της φράγκικης κυριαρχίας (1192), μη αρκούμενοι στην πλούσια προικοδότησή τους εις βάρος των Ορθοδόξων, απαιτούσαν τώρα να τους εκχωρηθεί ολόκληρη η κτηματική περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας του νησιού, η οποία βέβαια αντιδρούσε. Με τη μεσολάβηση του Πελαγίου πραγματοποιήθηκε ειδική σύνοδος στη Λεμεσό (Οκτώβριος του 1220) που πήρε κάποιες αποφάσεις, τις οποίες επικύρωσε η βασίλισσα Αλίκη εξ ονόματος του ανήλικου γιου της και βασιλιά Ερρίκου Α΄. Οι αποφάσεις της συνόδου εκείνης αφορούσαν κυρίως ρυθμίσεις ως προς την καταβολή στους εκκλησιαστικούς φόρους δεκάτης και κεφαλικών φόρων, σε σχέση προς εισοδήματα από κτηματικές περιουσίες και δούλους που ανήκαν στον θρόνο της Κύπρου. Τις αποφάσεις επικύρωσε τον επόμενο χρόνο (στις 21 Μαϊου 1221) στη Δαμιέττα κι ο Πελάγιος.

 

Ωστόσο η έριδα δεν ρυθμίστηκε αλλά συνεχιζόταν. Έτσι ο Πελάγιος, όταν βρέθηκε στην Κύπρο καθ’ οδόν προς τη Ρώμη, κάλεσε νέα σύνοδο υπό την προεδρία του, που πραγματοποιήθηκε στην Αμμόχωστο στις 14 Σεπτεμβρίου του 1222. Η σύνοδος αυτή επικύρωσε τις αποφάσεις της προηγούμενης. Προχώρησε όμως και πιο πέρα, και πήρε νέες, όσο και ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις που βασικά εστρέφοντο κατά των Ορθοδόξων της Κύπρου. Η κυριότερη των αποφάσεων ήταν η σταδιακή μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών της Κύπρου από 14 σε 4, όσες ήσαν και οι Λατινικές που είχαν ιδρυθεί και που ήσαν: Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λεμεσού και Πάφου.

 

Σχετικά με τη μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών της Κύπρου από 14 σε 4 θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ο Πελάγιος δεν εξετέλεσε (εξ αιτίας αντιδράσεων) πλήρως τις εντολές του πάπα Ονωρίου. Ο πάπας απαιτούσε την πλήρη κατάργηση των Ορθοδόξων επισκοπών της Κύπρου, η δε (αντι)βασίλισσα Αλίκη είχε υποβάλει προς αυτόν θερμότατη παράκληση να μη επιμένει στην αξίωσή του αυτή χάριν διατηρήσεως της ειρήνης, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε σοβαρότατη αντίδραση εκ μέρους των Ελλήνων (Ορθοδόξων) Κυπρίων. Η Αλίκη ζητούσε από τον πάπα να επιτρέψει στους Κυπρίους Ορθοδόξους ιεράρχες να εξακολουθήσουν να ποιμαίνουν τους ομοθρήσκους τους, ο δε πάπας επεσήμανε κινδύνους από τη συνέχιση αυτής της καταστάσεως (Χάκκετ- Παπαϊωάννου, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Α΄, 1923, σσ. 116-120, όπου και αναφορά στις πηγές).

 

Υπό τις συνθήκες, η υπό τον Πελάγιον σύνοδος της Αμμοχώστου της 14 Σεπτεμβρίου 1222 έδωσε μια μέση λύση: Μείωσε τις Ορθόδοξες επισκοπές από 14 σε 4. Έτσι, δεν επέτρεπε την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στην υπόσταση που βρισκόταν έως τότε, αλλά κι ούτε υιοθετούσε την εντελώς ακραία θέση του πάπα για πλήρη κατάργησή της.

 

Ωστόσο η μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών σε 4 δεν εκρίθη ικανοποιητικό μέτρο. Μια άλλη απόφαση όριζε όπως οι 4 επισκοπές που θα απέμεναν έπρεπε να μετοικήσουν από τις πόλεις και να απομονωθούν σε ορισθέντα άσημα τότε χωριά: στη Σολιά (αρχιεπισκοπή), στην Πόλη Χρυσοχούς (επισκοπή Πάφου), στα Λεύκαρα (επισκοπή Λεμεσού), στην Καρπασία (επισκοπή Αμμοχώστου).

 

Η μείωση των επισκοπών δεν ήταν άμεση. Έγινε σταδιακά με το να μη πληρώνεται οποιαδήποτε επισκοπική έδρα θα χήρευε, μέχρι να παραμείνουν μόνο 4.

 

Η σύνοδος της Αμμοχώστου πήρε κι άλλες σοβαρές αποφάσεις, που στόχευαν στην υποδούλωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στη Λατινική, όπως: η εγκατάσταση Ελλήνων εκκλησιαστικών να γίνεται από Λατίνους επισκόπους˙ ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος, κι ο βασιλιάς της Κύπρου να. ορίζουν τον αμετάβλητο αριθμό μοναχών για κάθε Ορθόδοξο μοναστήρι˙ αποφάσεις Ελλήνων επισκόπων επιτρεπόταν να εφεσιβάλλονται στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο· Ορθόδοξοι ιερωμένοι απαλλάσσονταν του τιμαριακού φόρου εάν δήλωναν υποταγή στη Λατινική Εκκλησία˙ τέλος, χειροτονίες ιερέων και μοναχών κι εκλογές ηγουμένων να γίνονται ύστερα από συγκατάθεση των φεουδαρχών της περιοχής τους.

 

Όλα αυτά προκάλεσαν βέβαια αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να επέλθει και πάλι σύγκρουση μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων. Αποκορύφωμα ήταν το μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας* το 1231. Το 1223 οι Κύπριοι, δι’ απεσταλμένων τους στον οικουμενικό πατριάρχη Γερμανό* που έδρευε στη Νίκαια τότε (η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Λατίνων), ζήτησαν βοήθεια και υποστήριξη που όμως ο πατριάρχης αδυνατούσε να προσφέρει. Απεσταλμένοι των Κυπρίων ήσαν ο επίσκοπος Σολέας Λεόντιος* και ο ηγούμενος της Αψινθιώτισσας Λεόντιος*.

 

Η Κυπριακή Διάταξη (Βούλλα* Σύπρια) την οποία εξέδωσε το 1260 ο πάπας Αλέξανδρος Δ΄* κι η οποία εν πολλοίς βασιζόταν σε αποφάσεις του Πελαγίου (λ.χ. επικύρωσε τη μείωση των Ορθοδόξων επισκοπών σε 4), ήλθε να θέσει οριστικά τις βάσεις του συνταγματικού μέλλοντος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, που διατηρήθηκε καθ’ όλη την περίοδο της Φραγκοκρατίας.