Αμμόχωστος επαρχία

Image

Από την Ακεραμεική Ι Νεολιθική ήδη εποχή (7.000 - 6.000 π.Χ.), έχουμε ίχνη κατοικιών στην επαρχία Αμμοχώστου, στο ανατολικό ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα-Κάστρος, μόλις 76 μίλια από τη Συρία και απέναντι από τη Μικρά Ασία, καθώς και στο ακρωτήρι Γκρέκο στα νότια. Επικρατέστερη ασχολία στο Κάστρος ήταν η αλιεία, όπως πιθανώς και στο Γκρέκο. Κατά την υπόλοιπη Νεολιθική εποχή στοιχεία και μαρτυρίες βρίσκουμε κυρίως από συνοικισμούς στη βόρεια, νότια και κεντρική Κύπρο, πεδινή και ορεινή, κι όχι από την ανατολική και την Καρπασία, που φαίνεται ότι ήσαν είτε ακατοίκητες είτε αραιότατα κατοικημένες, ενώ η δυτική Κύπρος φαίνεται να κατοικήθηκε στη Χαλκολιθική περίοδο (3900 - 2500 π.Χ.). Πρέπει να φθάσουμε στην εποχή του Ορειχάλκου (2500 - 1900 π.Χ.) για να συναντήσουμε συνοικισμούς στην ανατολική Κύπρο και στην Καρπασία, με κέντρα όπως η Καλοψίδα, η Έγκωμη, ο Αλαάς, η Νιτοβίκλα, τα Παλαιοσκούτελλα κλπ. Αν και μερικά όστρακα ερυθράς στιλβωμένης κεραμεικής της Α' εποχής του Ορειχάλκου (2500 - 2075 π.Χ.) που βρέθηκαν στην Καλοψίδα πιθανό να είχαν εισαχθεί από τη δυτική Κύπρο, σταδιακά η ανατολική Κύπρος με το εμπόριο αυτό αφομοίωσε τον πολιτισμό του Ορειχάλκου, ιδίως στην περίοδο 2000 - 1900 π.Χ. (Πρωτοχαλκή Ι περίοδος).

 

Στην εποχή του Ορειχάλκου νέος λαός εισήλθε στην Κύπρο, πιθανώς από τη Μικρά Ασία, που πρέπει να κατοίκησε και στην ανατολική Κύπρο. Εν όψει αυτού του γεγονότος που συνάγεται με την εις άτοπον απαγωγή και για άλλους λόγους, είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η άποψη του Gjerstad ότι από την εποχή αυτή αρχίζει, παρά τη συνένωση των επηλύδων με τους αυτόχθονες, η τάση διαίρεσης του νησιού σε δυτικό —που υπερασπίζεται τους πόρους του και ειδικά τα ορυχεία χαλκού — και σε ανατολικό — που επιδιώκει να τα αποκτήσει διότι δεν τα έχει. Σε μεταγενέστερη, όμως, εποχή αυτή η διαίρεση φαίνεται πως είχε υπάρξει, γιατί μαρτυρείται από οχυρώσεις κατά πλάτος από βορρά προς νότον, που τα πρώτα ίχνη τους ανάγονται στην περίοδο αυτή. Όμως παραμένει το γεγονός ότι στην ανατολική Κύπρο σε ελάχιστες τοποθεσίες βρέθηκαν τα χαρακτηριστικά αγγεία της Φιλιάς της κεντροδυτικής Κύπρου. Αφετέρου τα όπλα που βρέθηκαν σε τάφους στους Βουνούς και στη Λάπηθο μπορεί να χρησίμευαν για προληπτική άμυνα κατά πιθανών αντιπάλων από την ανατολική Κύπρο, αλλά μαρτυρίες πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσά τους δεν βρέθηκαν. Απεναντίας η πολιτιστική ενότητα των δυο τμημάτων του νησιού είναι έκδηλη. Τα πήλινα ομοιώματα ιερών από τον Κοτσιάτη στα νότια της κεντρικής πεδιάδας που ανήκει στην επαρχία Λάρνακας, πρέπει να ανήκουν σε ευρύτερο σύνολο θρησκευτικής ζωής της ανατολικής Κύπρου.

 

Στη Μεσοχαλκή εποχή (1900 -1650 π.Χ.) η αντιπαράθεση των δυο τμημάτων εντείνεται καθώς πυκνώνει ραγδαία ο πληθυσμός της ανατολικής Κύπρου, με κέντρα στην Καρπασία, στο Ριζοκάρπασο και δυτικότερα στο Ψιλλάτο, στο Λάπαθος, στην Κυθρέα, στο Μαραθόβουνο, στο Τρίκωμο, και με την Καλοψίδα να αυξάνει σε σπουδαιότητα κι ίσως να γίνεται ακόμη και πρωτεύουσα της ανατολικής Κύπρου όπως η Λάπηθος έγινε η πρωτεύουσα της δυτικής, καθώς και λιμάνι εξαγωγής χαλκού, ενώ οι Βουνοί σταδιακά παρακμάζουν. Εκτός από τα φρούρια στην κεντρική Κύπρο, τώρα έχουμε φρούρια και στη Νιτοβίκλα στην Καρπασία συροπαλαιστινιακού τύπου, του τέλους της περιόδου (1700-1650 π.Χ.) Χτισμένο σε χαμηλό παράκτιο λόφο, το φρούριο ήταν ορθογώνιο με δυνατό τοίχο γύρω από ανοικτή αυλή που περιστοιχιζόταν από δωμάτια και με στέρνα στη μέση. Στην Καλοψίδα δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής της Μεσοχαλκής περιόδου III (1725- 1650 π.Χ.) έχουμε ένα σπίτι που συνέχεται με άλλο στα ανατολικά του και με δρόμο στα νότια, συνολικά δέκα δωμάτια από τα οποία οκτώ τετράγωνα, που ανοίγουν σε εσωτερική αυλή, με οροφή επίπεδη, και με ίχνη σημαντικής «βιομηχανικής» δραστηριότητας στα πατώματα. Το άλογο, νέο για την Κύπρο ζώο (από τα τέλη της Πρωτοχαλκής III εποχής [20000-1900 π.Χ.] ή λίγο αργότερα), συνέβαλε στην πρόοδο των μεταφορών και στους δυο τομείς του νησιού. Η κεραμεική όμως του ανατολικού τομέα ήταν ζωγραφισμένη, λευκή, με γραμμική διακόσμηση, ενώ εκείνη του βορειοδυτικού τομέα με βασική εστία τη Λάπηθο ήταν γεωμετρική και μονόχρωμη όπως και στην Ύστερη Χαλκή εποχή Ια (1650-1575 π.Χ.). Στην Καρπασία έχουμε ερυθρή διακόσμηση σε ερυθρό φόντο ή ερυθρή σε μαύρο, που ξεχωρίζει από όλες τις άπειρες ποικιλίες της υπόλοιπης Κύπρου. Στη δυτική Καρπασία κατά τη Μέση Χαλκή εποχή Ι (1900-1800π.Χ.), κατασκευάζονταν (ή απλώς επιχωρίαζαν;) ερυθρά στιλβωμένα αγγεία με καλοσχεδιασμένη διακόσμηση και ανεπτυγμένα σχέδια, ποιότητας και τύπου που βρίσκεται και στο Πέλλα Πάις-Βουνούς. Στην Καρπασία επίσης, στη Μέση Χαλκή περίοδο III (1725-1650 π.Χ.) και στην Ύστερη Χαλκή Ι (1650-1575 π.Χ.), κατασκευαζόταν λευκή κεραμεική με κυματοειδή γραμμική διακόσμηση. Σύμφωνα προς μια νεότατη ερμηνευτική ανάλυση (R.S. Merrillees, 'Pottery Trade in Bronze Age Cyprus', RDAC, 1979, σ.129), στη Μεσοχαλκή περίοδο (1900-1650 π.Χ.), το εμπόριο του χαλκού μπορούσε να οδηγήσει σε ανταλλαγή τόσο ιδεών όσο και υλικών, ή σε μετανάστευση ανθρώπων, είτε μόνιμα είτε για σύντομες περιόδους ...Οι ομοιότητες της κεραμεικής [ανάμεσα στις διάφορες περιοχές και ειδικά τους δυο τομείς, ανατολικό και δυτικό] μπορούν να εξηγηθούν με βάση τις επαφές [ανάμεσά τους]... Αγγειοπλάστριες γυναίκες ανταλλάσσονταν μεταξύ της βόρειας ακτής και του κέντρου του νησιού, είτε προς χαλκό είτε πιο πιθανό, κατά αμοιβαιότητα που συνέβαλλε στη χρησιμοποίηση των δεσμών συγγενείας που εγκαθιδρύονταν έτσι ως βάση για εμπορικούς συνασπισμούς. Σ' αυτούς οι γυναίκες έφερναν στα νέα τους σπίτια τις έννοιες της αγγειοπλαστικής βιομηχανίας και διακόσμησης των χωριών καταγωγής των. Μερικές άλλες επαφές μεταξύ χωριών, ομοιότητες ομάδων τάφων, και η διάδοση νέων τεχνοτροπιών κεραμεικής και τεχνικής, μπορούν να εξηγηθούν και από όμοια πρότυπα ανδροκρατικών γαμικών συστημάτων.

 

Το ουσιώδες στην υπόθεση αυτή είναι η έμφαση στην ανταλλαγή χάλκινων προϊόντων (της δυτικής Κύπρου) προς κεραμεικά - αγγειοπλαστικά (της βόρειας [και ανατολικής]) κατά τις παλαιότερες ανταλλακτικές συνήθειες των χωριών του νησιού. Ειδικά η Καρπασία αντάλλασσε αγγεία κ.ά. δικά της προϊόντα προς ακατέργαστο ή κατεργασμένο χαλκό αλλά και τύπους αγγείων που δεν παρήγε η ίδια, όπως τα πρωτολευκά με ταινιώδη διακόσμηση (white slip) που βρέθηκαν στο Φλαμούδι - Βουνάρι, στην Ακανθού-Μούλος, στην Έγκωμη -Άγιος Ιάκωβος, καθώς και τα πρωτοδακτυλιόσχημα στη βάση (base ring), όλα της Υστεροχαλκής Ι περιόδου (1650-1475 π.Χ.). Τα ασπρόμαυρα κύπελλα που βρέθηκαν στην Καρπασία δεν απαντώνται αλλού και τίθεται το ζήτημα γιατί δεν εζητούντο από αγοραστές πέραν του τόπου κατασκευής των. Ως προς τα πρωτολευκά και τα πρωτοδακτυλιόσχημα, καθώς και μερικά άλλα με μαύρη ταινιώδη διακόσμηση (black slip), μπορεί, κατά μια εκδοχή, να κατασκευάζονταν από Καρπασίτες περιοδεύοντες αγγειοπλάστες οι οποίοι αντέγραφαν μορφές που έβλεπαν στις περιοδείες των, ή μορφές που εισήχθησαν από εμπόρους στα πρώτα στάδια, ή κατασκευάζονταν από μη Καρπασίτες περιοδεύοντες αγγειοπλάστες στην (ή για την) Καρπασία (Merrillees, RDAC, 1979, σσ. 129-134). Οπωσδήποτε από την Υστεροχαλκή II περίοδο (1475-1225 π.Χ.) ολόκληρη  η Κύπρος αποκτά πολιτιστική ομοιομορφία που μπορεί να οφείλεται στην υποταγή του ενός τομέα (του δυτικού χαλκοφόρου) στον άλλο (ανατολικό), μετά από αρκετό καιρό διαιρέσεως. Εντούτοις υπήρχαν και τοπικές διαφορές στο στυλ και στον πολιτισμό, οφειλόμενες σε απομόνωση ή άλλες αιτίες και όχι στην πολιτική διαίρεση. Τέτοιες είναι οι διαφορές στην κεραμεική της Έγκωμης και της Σίντας τον 13ο π.Χ. αι. οπότε κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, υπήρχε στο νησί πολιτική ενότητα, που καθ’ εαυτήν δεν μπορούσε να αποκλείσει πολιτιστικές διακυμάνσεις και διαφορές.

 

Όταν στον 18ο π.Χ. αιώνα πρωτοεμφανίζεται στις γραπτές πηγές η Αλασία*, οικονομικοπολιτικά (και στρατιωτικά) κυρίαρχος φαίνεται ότι ήταν ο βορειοδυτικός τομέας του νησιού ˙ παρά ταύτα η συνέχιση των ορειχάλκινων και άλλων μεταλλικών τύπων εργαλείων από τη Μεσοχαλκή στην Υστεροχαλκή εποχή (1650 π.Χ. κ.ε.) μπορεί άριστα να σημαίνει πολιτιστική (μόνο ή προπάντων) ενότητα. Πάντως η πολιτιστική υπεροχή του βορειοδυτικού τομέα θεωρείται δεδομένη και λόγω της δυτικής προέλευσης και καταγωγής των δακτυλιόσχημων και των λευκών με ταινιώδη διακόσμηση αγγείων, και λόγω της ώθησης του χαλκού προς την πολιτιστική και οικονομική πρόοδο. Αν στον 18ο αιώνα δεχθούμε ότι Αλασία λεγόταν η βορειοδυτική Κύπρος (και όχι η Έγκωμη όπως συνήθως πιστεύεται), τότε η νοτιοανατολική Κύπρος θα πρέπει να εφέρετο με άλλο όνομα που πρέπει να έγινε όνομα ολόκληρης της Κύπρου όταν ο νοτιοανατολικός τομέας επεβλήθη στον βορειοδυτικό κατά την Υστεροχαλκή περίοδο. Εφόσον η Έγκωμη ιδρύθηκε στα τέλη της Μεσοχαλκής III εποχής, δεν μπορούσε να ήταν αυτή η Αλασία των γραπτών μνημείων του 18ου π.Χ. αιώνα κ.ε. Επίσης υποστηρίζεται πως ο πηλός των πινακίδων της Τελ ελ Αμάρνα*, που εστάλησαν από τον βασιλιά της Αλασίας προς τον φαραώ της Αιγύπτου Αμενχοτέπ Δ' ή Ακενατόν (1402-1364 π.Χ.) δεν μοιάζει από άποψη χημικής συνθέσεως προς εκείνον της Έγκωμης ή άλλων κοντινών περιοχών, αλλά μοιάζει προς τον πηλό της Παλαιπάφου (Κουκλιών), ειδικά προς μυκηναϊκά όστρακα IIΙC1 της τελευταίας περιοχής (Lennart Helbing, Alasia Problems, Göteborg, S.I.M.A., vol. LVII, 1979, σσ. 68-78). Αυτό όμως μπορεί να ίσχυε μόνο για τότε και δεν αποκλείει ο όρος Αλασία αργότερα να σήμαινε ολόκληρη την Κύπρο. Τούτο, επίσης, δεν αποκλείει και την Έγκωμη ως πρωτεύουσα της Αλασίας, τουλάχιστον σε μεταγενέστερο χρόνο, ιδίως στα χρόνια της ακμής της. Ούτε υπάρχει ειδικός λόγος για να δεχθούμε ότι η Αλασία που επεσκέφθη ο ιερέας Βεναμόν* στα 1100 π.Χ. ήταν στη δυτική ή νοτιοδυτική Κύπρο όπως δέχεται ο Helbing (σ. 75) και όχι η Έγκωμη που ήταν ο φυσικότερος τόπος αποβίβασής του, εφόσον ερχόταν από τη Συρία με πλήρωμα από τη Βύβλο. Εάν γίνει δεκτή η ερμηνεία της ιστορίας του Βεναμόν από τον Helbing (σ. 68) ότι οι κάτοικοι της Αλασίας αγνοούσαν την αιγυπτιακή γλώσσα αλλά όχι αναγκαία και τη «συριακή» γλώσσα του πληρώματος του πλοίου του Βεναμόν, τότε η Έγκωμη δυνατό να ήταν το πιο πιθανό λιμάνι αποβίβασης, όπου η «συριακή» γλώσσα δεν μπορεί να ήταν άγνωστη, λόγω γειτνιάσεως. Πάντως όμως προβάλλονται σοβαρά επιχειρήματα κατά της ταυτίσεως της Έγκωμης (ως πρωτεύουσας) προς την Αλασία. που όμως δεν μπορούν να ισχύουν για όλη την περίοδο από τον 18ο ως τον 11ο π.Χ. αι. Ο ίδιος ο Helbing, που πολύ διστάζει για όλα, δέχεται ότι μετά την περίοδο της Αμάρνα (14ος π.Χ. αι.), η Έγκωμη δεν είναι αδύνατο να ήταν η πρωτεύουσα του κράτους της Αλασίας (σ. 75). Ο Stewart δέχεται ότι, αν αποδεχθούμε πως η Αλασία ήταν η Έγκωμη κατά την Υστεροχαλκή εποχή, τότε η Καλοψίδα πρέπει να ήταν η Αλασία της πρώτης περιόδου (18ος αι. κ.ε.).

 

Η  Έγκωμη ασφαλώς διαδέχθηκε την Καλοψίδα ως κέντρο της ανατολικής Κύπρου στην Ύστερη εποχή του Χαλκού, όταν πια παρήκμασε κι εγκατελείφθη. Οπωσδήποτε η ακμή της Έγκωμης κατά τον 13ο π.Χ. αι. κ.ε., έδωσε ώθηση στην πρόοδο και της επαρχίας Αμμοχώστου και της ανατολικής Κύπρου γενικότερα, όπου κι άλλα κέντρα ακμάζουν (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, Κίτιον κ.ά.), αναλαμβάνοντας, τουλάχιστον μερικώς σε μεγάλο βαθμό, και τους ρόλους της Λαπήθου και κυρίως της Καλοψίδας, στην επεξεργασία και στο εμπόριο του χαλκού.

 

Από το 1400 π.Χ. κ.ε. η μυκηναϊκή παρουσία στην Έγκωμη, όπως και σε άλλα μέρη της Κύπρου, είναι χαρακτηριστική και η μυκηναϊκή κεραμεική —είτε από την Ελλάδα είτε κατασκευασμένη στην Κύπρο — εξάγεται στην Ουγκαρίτ όπου και συναντάται μαζί με αγγεία καθαρώς κυπριακά. Ανάμεσα στα κύρια κέντρα εξαγωγής ήσαν η Έγκωμη και το Κίτιον, όπου βρέθηκαν αρκετά μυκηναϊκά αγγεία του λεγόμενου εικονιστικού ρυθμού (pictorial style). Άλλα έξοχα έργα τέχνης που βρέθηκαν στους τάφους της Έγκωμης του 14ου-13ου αι., μοιάζουν πολύ με αντίστοιχα της μυκηναϊκής Αχαΐας (βλ. Thanasis J. Papadopoulos, Mycenaean Achaea, I, S.I.Μ.Α., vol. LVI, Göteborg, 1979, σσ. 73, 103, 109, 159, 160, 180). Άλλα υστεροχάλκινα ευρήματα στην Έγκωμη και στον Άγιο Ιάκωβο έχουν αιγυπτιακή επίδραση, π.χ. χρυσά ενώτια σε μορφή ροδιού, χάντρες με την ίδια μορφή κλπ. Οι καταστροφές της Έγκωμης και άλλων πόλεων, που έχουν ήδη Κυκλώπεια τείχη ως οχύρωση, στα 1222, στα 1190 κλπ., συνδυάζονται προς τις επιδρομές των Λαών της Θάλασσας, που περιλαμβάνουν και Μυκηναίους και οδηγούν στην παρακμή τους, ή στην επανοικοδόμησή τους, που στην περίπτωση της Έγκωμης έγινε στις αρχές του 11ου αι. π.Χ. στα νότια, στους λόφους που δεσπόζουν του φυσικού λιμανιού στις εκβολές του Πηδιά. Οι κάτοικοι της νέας πόλης φαίνεται ότι ήσαν μέτοικοι από την Έγκωμη. Ένας λόγος της μετοικεσίας ήταν πιθανώς και η πρόσχωση του λιμανιού της Έγκωμης, πολύ πιθανόν από σεισμό ή σεισμούς. Τότε ακριβώς μαρτυρούνται και τα υστερομυκηναΐκά αγγεία IIIC: 2 ρυθμού σιτοβολώνος στην Έγκωμη, όπου τα έφερε νέο κύμα Αχαιών κατοίκων από την Ελλάδα, που σχετίζονται προς τους θρύλους για την ίδρυση της Σαλαμίνος από τον Αχαιό Τεύκρο*.

 

Η θρησκεία που είχαν φέρει τα πρώτα κύματα Αχαιών στην 'Εγκωμη, καθώς και στο Κίτιον, Παλαίπαφο κ.α., επηρεάστηκαν από την παλαιά θρησκεία του τόπου με τα ανατολικά της στοιχεία, αν και οι τύποι των ναών που έφεραν επεβλήθησαν. Ο κερασφόρος θεός Απόλλων Κεραιάτης ή Reshef ή Αλασιώτης της Έγκωμης είναι δείγμα της ανάμειξης που επακολούθησε.

 

Η ιστορία της Σαλαμίνος επισκιάζει εφεξής τη ζωή της περιοχής και όλης της ανατολικής Κύπρου. Η Σαλαμίς ιδρύθηκε στους λόφους γύρω από το λιμάνι, και δυτικά της βρισκόταν η νεκρόπολη, που όμως αργότερα καλύφθηκε από την προς τα δυτικά προέκταση της πόλης, και χρειάστηκε να γίνει νέα νεκρόπολη ακόμη δυτικότερα, πιθανώς στον 8ο αι. π.Χ., από τον οποίο χρονολογούνται οι αρχαιότεροι τάφοι που ανέσκαψε το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Πράγματι η αρχαϊκή και η κλασσική Σαλαμίς καλύπτουν τη νεκρόπολη της πόλης του α' μισού του 11ου αι. π.Χ. Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, όταν η πόλη εκτάθηκε προς τα βόρεια, εκεί όπου βρέθηκαν το θέατρο και το γυμνάσιο, η νεκρόπολη της προεκτεινόμενης πόλης μετακινήθηκε δυτικότερα. Αλλά τα αρχαϊκά και κλασσικά νεκροταφεία εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και στις μεταγενέστερες αυτές εποχές (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή) πιθανώς για τους φτωχότερους Σαλαμινίους (π.χ. βλ. Τάφο 79). Οι μεγάλοι, πλούσιοι τάφοι της Ρωμαϊκής εποχής, σκαμμένοι σε βράχους βρίσκονται στα ανατολικά προάστια του Αγίου Σεργίου, δυτικά από την καθαυτό ρωμαϊκή πόλη της Σαλαμίνος. Μεταξύ του δάσους της Σαλαμίνος και του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα βρίσκονταν οι κτιστοί αριστοκρατικοί ή «βασιλικοί» τάφοι της Σαλαμίνος, ενώ στα Τζελλάρκα, στα νότια, υπάρχουν άλλου είδους τάφοι με δωμάτια σκαμμένα στον βράχο και ταφικές συνήθειες διαφορετικές, πιθανώς για ειδική κατηγορία πολιτών (V. Karageorghis, Excavations in the Necropolis of Salamis, I [texts and Plates], N.c, Salamis vol. 3.1967, σσ. 15 κ.ε. Βλ. και τόμους II και III του ίδιου έργου, Salamis Vol. 4, 1970 και Vol. 5, 1973).

 

Η ένδοξη και πολύπλεγκτη ιστορία και ο πολιτισμός της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής Σαλαμίνος εκτίθενται στο λήμμα Σαλαμίς. Εδώ σημειώνουμε μόνο ότι οι «βασιλικοί τάφοι» (στον τόμο Ι του πιο πάνω έργου) μαρτυρούν τον πλούτο και τη σπουδαιότητα των Σαλαμινίων βασιλέων και την αυτονομία τους στη διάρκεια της ασσυριακής κυριαρχίας (7ος αι. π.Χ.), ενώ οι άλλοι αρχαϊκοί τάφοι έξω από την βασιλική νεκρόπολη δείχνουν την ευμάρεια των συνήθων (μέσης τάξεως) πολιτών.

 

Τα αρχαϊκά ελληνικά αττικά και ανατολικά ελληνικά αγγεία, χιακοί κ.ά. αμφορείς, καθώς και τα αττικά και δωδεκανησιακά ταφικά έθιμα, που αποκαλύπτονται στους αρχαϊκούς τάφους, οδηγούν στο πόρισμα ότι η Σαλαμίς τουλάχιστον διεδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη δεύτερη αποικιακή εξάπλωση των Ελλήνων στην Ανατολή: υπήρξε βάση των Ελλήνων μεταναστών προς τη Συρία και τη ΝΑ. Μικρά Ασία, όπου ίδρυαν νέες πόλεις, όπως η Ταρσός και η Αλ Μίνα ή Ποσίδειον, όπου βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες κυπριακής κεραμεικής.

 

Μαζί με τους Ελλαδίτες μετανάστες, και Σαλαμίνιοι συμμετείχαν στις αποικιστικές εξορμήσεις στην Εγγύς Ανατολή. Στο ζωηρό εμπόριο Αιγαίου και ανατολικής Μεσογείου κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα οι Κύπριοι και ειδικά οι Σαλαμίνιοι κατείχαν εξέχουσα θέση με τα πλοία και τον πλούτο των χαλκοφόρων ορυχείων τους, όπως δέχεται η νεότερη έρευνα (αυτ.. και V. Karageorghis, Excavations at the Necropolis of Salamis, II [Text], Salamis vol. 4, 1970, σ. 234 και σποράδην, πρβλ. = Salamis vol. 3, 1967). Ο διαμετακομιστικός αυτός ρόλος της Σαλαμίνος δεν μπορεί να μη επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη περιοχή της ανατολικής Κύπρου, δηλαδή της επαρχίας Αμμοχώστου και της Καρπασίας. Εφόσον η επιστήμη δέχεται ότι ο ελληνικός εποικισμός της Σαλαμίνος και της Μεσαορίας στον 11ο αι. π.Χ. (κ.ε.) έγινε από την ΒΑ. ακτή της Κύπρου, δηλ. την Καρπασία, την πιο εύτρωτη περιοχή της βόρειας ακτής, και κατά μήκος της Ν. ακτής της Μικράς Ασίας, όπως παλαιότερα είχαν διενεργηθεί από την ίδια κατεύθυνση οι επιδρομές των Lukki (=Λυκίων;) στον 14ο αι. π.Χ., είναι δύσκολο να μη δεχτούμε συνέχιση του ιστορικού ρόλου της ΒΑ. ακτής και γενικότερα της ανατολικής Κύπρου στα Αρχαϊκά χρόνια ως ενότητος εθνικοοικονομικής, παρά τις τυχόν πολιτικές διαιρέσεις της σε βασίλεια πόλεις. Η Αχαιών Ακτή στην κεντρική Β. παραλία της Καρπασίας (ανατολικά του Αφροδισίου, κοντά στην Επτακώμη και δυτικά της πόλης Καρπασίας, πιθανώς κοντά στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας, στο ακρωτήρι Πλακωτή, ΑΚΕΠ, Ε', 1983, σσ. 187 - 188), ήταν κατά την παράδοση το σημείο απόβασης των Αχαιών (και των Λαών της Θάλασσας, που τους συνόδευαν στις πρώτες φάσεις της άφιξής τους). Από το σημείο αυτό διασχίζοντας την οροσειρά έφθασαν στην Έγκωμη, όπως ακριβώς ο Δημήτριος ο Πολιορκητής* στα 306 π.Χ. έφθασε από την Κιλικία στην Καρπασία, κατέλαβε τις πόλεις Καρπασία και Ουρανία, και προχώρησε κατά της Σαλαμίνός. Οι Αχαιοί, κατά τον G. Hill (A Hist. of C, I, 1949, σσ. 64, 85 - 86), από την Αχαιών Ακτή προχωρώντας στην πεδιάδα πιθανώς βρήκαν στην Έγκωμη κάποιο παλαιότερο όνομα με όμοιο ήχο προς το Σαλαμίς, το οποίο και απέδωσαν στην πόλη που έχτισαν (ή ξανάχτισαν). Ανεξάρτητα από την ακρίβεια της ονοματολογικής αυτής υποθέσεως, βέβαιο είναι ότι και για την εγκατάστασή τους στον υστεροχαλκό συνοικισμό II Γ της Σίντας, τον οποίο κατέστρεψαν (γύρω στα 1225 π.Χ.) οι Λαοί της Θάλασσας και οι συνοδοί τους Αχαιοί ακολούθησαν την ίδια πορεία από το Αιγαίο, στη Ν. Μ. Ασία, Καρπασία, Μεσαορία. Η Σίντα των Αχαιών χτίστηκε τότε (1225 π.Χ.) ως στρατιωτικό οχυρό και προγεφύρωμα για την κατάληψη της ακμαίας τότε Έγκωμης (Αλασίας), όπως ακριβώς η Μάα στην Πάφο για την κατάληψη της ακμάζουσας Παλαιπάφου και η Πύλα-Κοκκινόκρεμμος για την κατάληψη της όμοια πλούσιας πόλης του Κιτίου. Η «πορεία του Τεύκρου» από την Αχαιών Ακτή στην Έγκωμη (γύρω στα 1050 π.Χ.; Υστεροχαλκή III Γ [1150-1050 π.Χ.]), ακολούθησε, λοιπόν, ένα γνωστό δρομολόγιο που κάλυπτε την ανατολική Κύπρο. Οι ελληνικές αλλά και ανατολικές διασυνδέσεις του Τεύκρου κατά την παράδοση (προς την Τροία και την Κιλικία, όπου ως τα Ρωμαϊκά χρόνια κυβερνούσαν την πόλη Όλβια βασιλιάδες  ιερείς, απόγονοι του Αίαντος, γιου του Τεύκρου, απ’ όπου έφεραν στην Κύπρο οι άποικοι χορούς και ρυθμούς φρυγικούς, τον πρύλιν ή την πυρρικήν κλπ. όπως και τα ονόματα Ακανθού;- Άλκανθος, Αφροδίσιον-Αφροδισιάς κλπ,), συμβολίζουν ελληνοανατολικές ομάδες λαών ή εξερευνητών κατακτητών που από το 1200 π.Χ. εισβάλλουν στην Κύπρο (V. Karageorghis, Cyprus From the Stone Age to the Romans, London, 1982, σσ. 115-116).

 

Η κυπρογεωμετρική κεραμεική του Τάφου Τ.Ι της Σαλαμίνος συνοδεύεται με κεραμεική από την συροπαλαιστινιακή ακτή, καθώς και αθηναϊκή πρωτογεωμετρική κεραμεική και αμφορείς που μιμούνται χαναανιτικούς τύπους και χρυσά και φαγεντιανά αντικείμενα από την Εγγύς Ανατολή. Αυτό θυμίζει ακόμη μια διασύνδεση του Τεύκρου, που εξυπακούεται στην παράδοση ότι κατέλαβε τη Σαλαμίνα με τη βοήθεια του Βήλου, βασιλιά της Σιδώνας (αυτ. σσ. 116-117). Αλλά και δείχνει τις πολιτιστικές σχέσεις ολόκληρης της ανατολικής Κύπρου προς τους γύρω λαούς στις πρώτες φάσεις του βίου της Σαλαμίνος, όπως και στις μετέπειτα.

 

Κατά την Αιγυπτιακή (570-545 π.Χ.) ως την Περσική περίοδο (545 κ.ε.) φαίνεται ότι ο πλούτος της πόλης και της περιοχής μειώθηκε και παράκμασε, αποτέλεσμα των πολιτικών και οικονομικών πιέσεων και του ανταγωνισμού των Φοινίκων, συμμάχων πια των Περσών. Αυτό αντανακλάται και στη φτώχεια των τάφων στα Τζελλάρκα, με απλά λευκά αγγεία και τοπικά αλάβαστρα (5ος-4ος αι. π.Χ.), αν και διατηρήθηκαν τα ελληνικά ταφικά έθιμα και οι προσφορές δώρων σε πυρές προς τους νεκρούς και η εισαγωγή ελληνικής κεραμεικής.

 

Η ήττα της επανάστασης του 499 π.Χ., ήταν σταθμός στη διαδικασία αυτή για όλη την Κύπρο και ειδικότερα για τη Σαλαμίνα, όπου οι Πέρσες τελικά νίκησαν και σκότωσαν τον βασιλιά της Ονήσιλο* στην τραγικότερη μάχη ελευθερίας που είχε δώσει ως τότε η Κύπρος. Τα βέλη και τα κομμάτια ασπίδων που σώζονται στους τάφους της Σαλαμίνος θεωρούνται τεκμήρια του κυριάρχου εφεξής ιδεώδους της ελευθερίας αντί της υλικής ευμάρειας (Karageorghis, Excavations in ...Salamis, II, 1970, σ. 234). Τόσο ο Ονήσιλος, ωστόσο, όσο και ο Ευαγόρας Α'* (415-374/3 π.Χ.) προσπόρισαν φήμη και δόξα στην πόλη με τους αγώνες τους για την ελευθερία και τον «ελληνικό τρόπο ζωής», του οποίου ο Ευαγόρας υπήρξε πρόμαχος και συντελεστής με τους στενούς δεσμούς του προς την κλασσική Αθήνα και τους ηγέτες της, αν και όχι χωρίς ανατολικές επιδράσεις και ανθρώπινα ελαττώματα. Το ιδεώδες του Ευαγόρα για την ενοποίηση και ηγεμονία της Κύπρου ματαιώθηκε τελικά λόγω των διχονοιών των Ελλαδιτών, που βοήθησαν στην επικράτηση των Περσών, και της αντίδρασης άλλων κυπριακών βασιλείων. Όμως είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το ιδεώδες αυτό γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην ανατολική Κύπρο, την εσχατιά του κυπριακού Ελληνισμού, σε συνδυασμό προς μια σπάνια άνθηση του ελληνικού πολιτισμού στον χώρο αυτό, τέτοια που αφομοίωσε ακόμη και αρκετούς Φοίνικες (όπως ο «Ἀρύβαλος, ὑιός τοῡ Μόλυ», στον Τάφο 33 της Σαλαμίνος, που χαράσσει το όνομά του σε κυπριακή συλλαβική γραφή και ελληνική γλώσσα).

 

Επιπλέον, το ιδεώδες της ενοποίησης των Ελλήνων που υιοθέτησαν λίγο αργότερα ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας, καθώς και ο Ζήνων ο Κιτιεύς και οι Στωικοί φιλόσοφοι, προεκτείνοντάς το σε οικουμενικό κράτος, ιστορικά ανιχνεύεται στις ρίζες που έρριξε ο Ευαγόρας με την πανελληνοκυπριακή ιδεολογία του. Από την τοπική κλίμακα του ανατολικού κυπριακού χώρου η ιδέα ανδρώθηκε και υψώθηκε σε ευρύτερο εθνικό και παγκόσμιο ιδεώδες. Αν και επίδραση των ανατολικών μοναρχικών ενιαίων κρατών και αυτοκρατοριών στη σκέψη του Ευαγόρα δεν πρέπει να αποκλείεται, κι αυτή πρέπει να συσχετιστεί και προς τη γεωγραφική θέση της Σαλαμίνος και της όλης περιοχής έναντι της ακτής της Εγγύς Ανατολής. Η πρωτεύουσα θέση της Σαλαμίνος στην πολιτική ζωή της Κύπρου έστω και χωρίς την επίτευξη της εθνικής και πολιτικής ενοποίησης όλης της Κύπρου, έδινε στη Σαλαμίνα ρόλο πρωτεύουσας του νησιού, πολιτιστικής και εθνικής στο ευρύτερο νόημα του όρου. Ταυτόχρονα ανεδείκνυε την όλη ανατολική επαρχία του νησιού σε καίριας σημασίας γεωπολιτικό χώρο, πέραν της όσης φυσιολογικά κατείχε ανέκαθεν.

 

Η ακόμη μεγαλύτερη πενιχρότητα των τελευταίων χρονολογικά τάφων (4ου αι. π.Χ.) στα Τζελλάρκα, χωρίς προσφορές, τεκμήριο εσπευσμένης ταφής, συνδέεται προς μάχες και συσχετίζεται μερικώς προς τη μάχη του 306 π.Χ. στη Σαλαμίνα μεταξύ Δημητρίου του Πολιορκητή και Μενελάου, στην οποία 1.000 άνδρες έχασαν τη ζωή τους (Karageorghis, αυτ., σ. 235. Hill, ε.α. Ι, σ. 167).

 

Σημαντική μεταβολή στον ρόλο της επαρχίας Αμμοχώστου επήλθε κατά την Πτολεμαϊκή εποχή, οπότε η Πάφος πήρε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. τη θέση της πρωτεύουσας του νησιού για διάφορους λόγους, κυρίως οικονομικούς και γεωγραφικούς: γειτνίαση προς την Αλεξάνδρεια και προς τα δάση του Τροόδους με την πολύτιμη για τη ναυπήγηση στόλου ξυλεία του και απόσταση από τη συριακή ακτή που εκυριαρχείτο από τους αντιπάλους των Πτολεμαίων Σελευκίδες.

 

Οι επιγραφικές κ.ά. μαρτυρίες της εποχής αναφέρονται σε γυμνασιάρχους, γραμματείς, χρεωφύλακες, αγωνοθέτες, στρατηγό της Σαλαμίνος, που κέντρο της ζωής της ήταν το γυμνάσιο. Σημαντικές ειδήσεις για τη διοικητική και κοινωνική δομή της παρέχει μια δυσερμήνευτη επιγραφή, κατά την οποία οἱ κωμῆται καί [κατοικ;}οῦντες στρατιωτικοί καί πολιτικοί τιμούν τον Διονύσιο, τῶν φίλων καί [βασι]λικόν δικαστήν τόν γενόμενον πολιτικόν στρατηγόν τοῦ λδL. και λεL. Η επιγραφή, που προέρχεται από αγρό κοντά στη Σίντα, χρονολογείται με πολλή πιθανότητα στα 148-146; ή στα 135/4 π.Χ. Ο R.S. Bragnall ('The Administration of the Ptolemaic Possessions Outside Egypt', στο Columbia Studies in Classical Tradition, IV, Leiden, Brill, 1976, σσ. 59-60) παρατηρεί ότι η Σίντα και η γύρω αγροτική περιοχή ήταν η ενδοχώρα της Σαλαμίνος, όπως δείχνει και η ιδιότητα των τιμώντων, κωμήται=χωριάτες, που τιμούν όλοι μαζί, στρατιωτικοί και πολιτικοί, τον (Σαλαμίνιο) Διονύσιο. Ο Διονύσιος εκλέχθηκε επί τόπου στο αξίωμα του πολιτικού στρατηγού, ο πρώτος Κύπριος που αναφέρεται ότι έλαβε αυλικό αξίωμα υπό τους Πτολεμαίους. Το αξίωμα του βασιλικού δικαστή προστέθηκε στο πρώτο αξίωμα, συνδυάζοντας βασιλική εξουσία προς πολιτική-αστική κυβερνητική εξουσία. Η χώρα ή ενδοχώρα, βέβαια η Μεσαορία, προφανώς εξαρτάται από την γειτονική μεγάλη πόλη Σαλαμίνα, όπως όλες οι ενδοχώρες από αντίστοιχες πόλεις και ειδικότερα από τους διοικητικούς αξιωματούχους των πόλεων. Οι χωρικοί και τα χωριά είχαν επαρκή τοπική διοικητική αυτονομία και εμφανίζονταν και ενεργούσαν ως ενότητα (πρόσωπο δημοσίου δικαίου), όπως φαίνεται από την παρούσα και άλλες περιπτώσεις, όμως ήσαν ασφαλώς υπεύθυνοι στους αξιωματούχους της γειτονικής Σαλαμίνος και μέσω αυτών προς το στέμμα. Όσο για τους στρατιωτικούς, ήσαν μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις εγκατεστημένες σε όλες τις πόλεις με τις οικογένειές τους, πιθανώς όμως εδώ πρόκειται για αποστράτους που προτιμούσαν να ζουν στην ενδοχώρα της Σαλαμίνος, στη γεωργική Σίντα (αυτ. σσ. 57, 56,5-6, 73,85 κ.ά.), σε κληρουχική ή άλλη γη που τους εκχωρούσαν μετά ή πριν από την αποστράτευσή τους.

 

Μια από τις πόλεις με το όνομα Αρσινόη , που ιδρύθηκαν στην Κύπρο, ήταν μεταξύ Αμμοχώστου και του μικρού λιμανιού της Λεύκολλας (σημερινού Πρωταρά), η κατοπινή Αμμόχωστος. Η Λεύκολλα με εύλογα επιχειρήματα εθεωρείτο παλαιότερα, ύστερα από συνδυασμό ενδείξεων, ως ο τόπος όπου ο Αντίγονος Γονατάς κέρδισε μια ναυμαχία στα 265 ή 262 ή 258 ή 256 π.Χ. (Hill, Ι, σσ. 165-167). Σήμερα μάλλον γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για τη Λεύκολλα της Κώας. Αν όμως πρόκειται για τη Λεύκολλα της Κύπρου, όπου μερικοί (απίθανα) υποθέτουν ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στα 306 π.Χ. απέκρυψε το στόλο του, αυτό μαζί με την ίδρυση της Αρσινόης (μέσα 3ου αι. π.Χ.) συνηγορεί υπέρ της διατήρησης της σπουδαιότητας της ανατολικής Κύπρου για αρκετό καιρό κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο.

 

Η οικοδόμηση της Αρσινόης στα νότια της Σαλαμίνος, που την αντικατέστησε με τον καιρό λόγω της πρόσχωσης του λιμανιού της από τον Πηδιά - όπως παλαιότερα η Σαλαμίς χτίστηκε τον 11ο αι. σε αντικατάσταση του προσχωσμένου λιμανιού της Έγκωμης (Αλασίας) - δείχνει τη σπουδαιότητα που απέδιδαν στην ανατολική Κύπρο ακόμη τότε (3ος αι.) οι Πτολεμαίοι. Η αύξηση της σημασίας της Πάφου χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες για να πραγματοποιηθεί, αλλά στο μεταξύ η Αρσινόη έγινε εστία μελλοντικής ανάπτυξης, χωρίς να σημαίνει αυτό εγκατάλειψη της Σαλαμίνος, όπως είδαμε από τις επιγραφές ˙ απεναντίας, η Σαλαμίς των Πτολεμαίων ήταν μια από τις πιο μεγάλες πόλεις της ανατολικής Μεσογείου (πρβλ. ΑΚΕΠ, Β', σσ. 312-344 αρ. 152.3, 155 σποράδην. ΑΚΕΠ. Δ', β', σ. 37 αρ. 17.15. ΑΚΕΠ, Ε',σσ. 186-202 αρ. 193-203 σποράδην, σσ. 106-107 αρ. 109, σ. 159 αρ. 165. Λ. Αντωνιάδη, Μελέτες για την Κύπρο.... την περίοδο των αρχαίων Βασιλείων.... Λευκ., 1980, σσ. 227-228. J. Β. Mitford στην Aufstieg und Niedergang der Römischen Welt, II, 7, 2, 1980, σ. 1321).

 

Η ανοικοδόμηση της Σαλαμίνος από τον Αδριανό στα 117μ.Χ. κ.ε. μετά την καταστροφή της από τους Εβραίους επαναστάτες στα 116 μ.Χ., φαίνεται ότι έδωσε στην πόλη νέα αίγλη, ώστε να αυτοκαλείται «Σαλαμίς Κύπρου μητρόπολις» σε επιγραφές ευχαριστήριες προς τον σωτήρα της Αδριανό στα 123 και στα 130. Η τελευταία επιγραφή, του 130 μ.Χ., αφιέρωση των λιναράδων (λινύφων) της πόλης στον αυτοκράτορα, πιθανώς με την ευκαιρία της διέλευσής του προς τη Συρία, μαρτυρεί οικονομική ακμή αλλά και η διέλευση από την πόλη δεν ήταν μικρό γεγονός. Τόνιζε τη στρατηγική της σημασία, μάλλον επανατόνιζε και επανέφερε στο γεωπολιτικό προσκήνιο τη Σαλαμίνα (και την ανατολική Κύπρο) που πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν πόσο ανέκτησε την αίγλη της στη Ρωμαϊκή περίοδο με τα πολυτελή κτίρια, δημόσια κυρίως, άλλα ιδιωτικά οικοδομήματα και μνημεία πολυάνθρωπης «κοσμόπολης».

 

Η αρχική αντιρωμαϊκή προκατάληψη των Σαλαμινίων λόγω της τοκογλυφικής εκμετάλλευσής τους από υπεύθυνους Ρωμαίους στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής (58 π.Χ. κ.ε.) φαίνεται ότι εξουδετερώθηκε σε κάποιο στάδιο, αν δεχτούμε ότι αυτό θα ήταν προϋπόθεση της παρουσίας του διοικητή της Κύπρου (praeses Cypri) Antistius Sabinus στην Σαλαμίνα στα 293-305 μ.Χ. κατά τις μαρτυρίες, επιγραφικές και αγιολογικές. Η Σαλαμίς «λειτουργεί» επί Σαβίνου ως πρωτεύουσα˙ σε αυτήν μεταφέρονται οι συλληφθέντες Χριστιανοί για να λογοδοτήσουν εκεί στον διοικητή. Επομένως η προήγηση κι ο ρόλος πρωτεύουσας που διεδραμάτιζε ως τότε η Πάφος, τώρα, τουλάχιστον στα 293-305 μ.Χ. έχει τερματιστεί (προσωρινά;). Πιθανώς η φιλοδοξία των λιναράδων της Σαλαμίνος, στηριγμένη και στην εύνοια του Αδριανού, ήταν προάγγελος και εκφραστής της μόνιμης φιλοδοξίας της πόλης να ξαναγίνει πρωτεύουσα, πράγμα που θα συνέβαινε κατά περιόδους, ως την οριστική ανάδειξή της σε πρωτεύουσα στα μέσα του 4ου αι., που σήμαινε νέα ανάδειξη της ανατολικής Κύπρου.

 

Είναι πιθανώς όχι άσχετο προς την βραδεία και κατά στάδια διαδικασία νέας ανάδειξης της ανατολικής Κύπρου το ότι επί Ρωμαιοκρατίας ο ναός του Διός στη Σαλαμίνα δεν απολάμβανε τόσης εκτίμησης, από μέρους των αυτοκρατόρων, όσο ο ναός της Παφίας Αφροδίτης. Όμοια σχετικό είναι και το γεγονός ότι η Σαλαμίς χρησιμοποιούσε προπάντων το αιγυπτιακό  πτολεμαϊκό και όχι το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ημερολόγιο, κι αυτό παρά την όχι σπάνια απονομή τιμών προς τους αυτοκράτορες και από τη Σαλαμίνα.

 

Στα Ρωμαϊκά χρόνια χώρα της Σαλαμίνος ήταν η περιοχή του κόλπου ως την Βάλεια στα ΒΑ., σύμφωνα προς τον μιλιοδείκτη XXIII στον  Άγιο Θεόδωρο, στα νότια ως το Πηδάλιο, στα Β. και Δ. ως την Καλοψίδα και την Σίντα, που όμως η τελευταία κάποτε αμφισβητείται από το Κίτιον, ενώ η χερσόνησος Καρπασίας υπάγεται κατά το πλείστον στη δικαιοδοσία της πόλης Καρπασίας ως τον Δαυλό, περιλαμβανομένης της Αχαιών Ακτής και της Ουρανίας. Παρόλα αυτά, χωρίς η Κυθρέα (30χμ. στα δυτικά) να εξαρτάται από ή να υπάγεται κανονικά στη χώρα της Σαλαμίνος, επί Νέρωνος κατασκευάστηκε μερικώς σκαμμένο στο βράχο υδραγωγείο από το κεφαλόβρυσό της, που μετέφερε νερό στην πόλη. Το αντίτιμο της εξυπηρέτησης δεν είναι γνωστό, αν και ο Τ.Β. Mitford υποθέτει ότι μπορεί να ήταν η παροχή λιμενικών διευκολύνσεων και κυρίως δασμολογικών απαλλαγών προς την Κυθρέα, πράγμα που θα σήμαινε στην πράξη οικονομική αλληλεξάρτηση των δυο πόλεων και περιοχών, επομένως οικονομικο-εμπορικό δεσμό και συναλλαγή της ΒΔ. Μεσαορίας προς την ανατολική περιοχή, και ειδικά τον αστικό της βίο, που συγκεντρωνόταν στη Σαλαμίνα (στο λιμάνι και στη γύρω ακτή)˙ συναλλαγή ανάλογη προς τη σχέση ανατολικής και δυτικής Κύπρου στη Μεσοχαλκή και στην Υστεροχαλκή εποχή. Το υδραγωγείο ανοικοδομήθηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο (153-211 μ.Χ.), του οποίου η εποχή σήμαινε άνθηση για τη Σαλαμίνα και τα δημόσια οικοδομήματά της. Αυτό πρέπει ίσως να συνδέεται και προς αύξηση του πληθυσμού της, που χρειαζόταν περισσότερο νερό, επομένως οι δεσμοί προς την Κυθρέα πρέπει να σταθεροποιήθηκαν. Η σύνδεση του Σεβηρείου υδραγωγείου και προς την δεξαμενή και τον τάφο του αποστόλου Βαρνάβα δεν μπορεί παρά να σήμαινε κάποια ανοχή της νέας θρησκείας, για την οποία είναι γνωστό ότι διακρινόταν ο Σ. Σεβήρος, και πορεία σταθεροποίησής της στην ανατολική Κύπρο.

 

Δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε τη μοναδικότητα για την Κύπρο της ταφικής κατάρας σε επιγραφή στον Αγιο Σέργιο από πενιχρό τάφο της Ρωμαϊκής εποχής, που τελειώνει: ἀλλ’ ἀνόδυρτος, ἂκλαυτος, ρηπιζόμενος πρός κύνα δεινόν καί ἐχιδνῆς φυσήματος ἒστω. Παρόμοιες αρές συναντούμε στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή σε όλο τον ελληνικό χώρο και στην ίδια την Κύπρο, και στη νοοτροπία δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές του Κουρίου (3ος αι. μ.Χ.) παρά το διαφορετικό τους στόχο, πλαίσιο, έκταση και περιβάλλον (Τ.Β. Mitford, The Inscriptions of Kourion, Philadelphia, Am. Philos. Assos., 1971, pp. 246-283). Παρά τη θρησκευτικά άχρωμη εμφάνιση της επιγραφής αυτής, σίγουρα ειδωλολατρικής όπως και εκείνες του Κουρίου, δεν διαφέρουν ούτε αυτές ούτε εκείνη από το γενικό ψυχολογικό κλίμα της αγροτικής Κύπρου σε όλους τους μετέπειτα αιώνες, περιλαμβανομένης της Μεσαορίας και της περιοχής Σαλαμίνος, όπως διαμορφώθηκε και υπό χριστιανικό περιβάλλον, που είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή από τον καιρό του μαρτυρίου του αποστόλου Βαρνάβα (βλ. Τ.Β. Mitford, Aufstieg und Niedergang der Romischen Welt II, 7, 2, Principat, Politische Geschichte, hrsggbn von H. Temporini, 1980, σσ. 1321-1324, 1340, 1319, κ.ά. Κ.Π. Κύρρης, στα Βυζαντινά, Β', 1970, σσ. 75-76).

 

Η καταστροφή της χριστιανικής πια Σαλαμίνος από σεισμούς στα 332 και 342 μ.Χ. οδήγησε στην ανοικοδόμησή της ως Κωνσταντίας, πιο εκτεταμένης παρά πριν. Επειδή τώρα γίνεται δεκτό με πολλή βεβαιότητα ότι οι σεισμοί αυτοί δεν έθιξαν το Κούριον και την ΝΔ. Κύπρο, που επλήγη από άλλο σεισμό στα 370 (D. Christou, RDAC 1983, σ. 272), η ανοικοδόμηση της Κωνσταντίας μαζί με την μετά 30 χρόνια καταστροφή της ΝΔ. Κύπρου θα συνέβαλαν στην ακμή της ανατολικής Κύπρου και στην προβολή της Κωνσταντίας ως οριστικής πρωτεύουσας, πολιτικής και εκκλησιαστικής. Ο Mitford (ε.α., σσ. 1381 -1382) αμφιβάλλει αν ήδη στα 325 και στα 343 οι δυο επίσκοποι Πάφου που μετέσχαν στην Οικουμενική σύνοδο της Νικαίας και στη σύνοδο της Σαρδικής, αντιστοίχως, ήσαν μητροπολίτες λόγω του ρόλου της Πάφου ως πρωτεύουσας, που την συνέχειά του ήδη αμφισβητήσαμε πιο πάνω. Ούτε όμως σαφώς μαρτυρείται στα αμέσως μετά το 343 χρόνια η μητροπολιτική ή αρχιεπισκοπική ιδιότητα του επισκόπου Κωνσταντίας, στις δυο επιγραφές του 346 μ.Χ., που απαθανατίζουν την ανοικοδόμηση της πόλης ως Κωνσταντίας και κατονομάζουν τον Οφέλλιο ως antistes urbis, δηλαδή επίσκοπο της πόλης, που διαδραματίζει ρόλο πράκτορα του αυτοκράτορα ως προς την ανοικοδόμηση, αντί του πολιτικού διοικητή ή consularis, ρόλο που υπό διάφορες παραλλαγές διατηρούν εφεξής ή κατά διαστήματα οι επίσκοποι Κωνσταντίας. Ο ρόλος αυτός συνέβαλε, νομίζουμε, αποφασιστικά μαζί με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντία, στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., μετά την ανοικοδόμηση, στην οριστική άνοδο της Κωνσταντίας σε εκκλησιαστική μητρόπολη ή αρχιεπισκοπή (από τις αρχές του 6ου αι.) της Κύπρου, και κατ’ ακολουθίαν στην πολιτικο - διοικητική και οικονομική υπεροχή της ανατολικής Κύπρου. Ο Οφέλλιος προφανώς υπερέχει και του διοικητή, που πρέπει να έδρευε στην Κωνσταντία, όπως και άλλοι επίσκοποι εφεξής.

 

Η λάμψη της Κωνσταντίας με τον Μεγάλο Επιφάνιο (367-403 μ.Χ.) ενίσχυσε την προβολή της μητρόπολης και της επαρχίας, της οποίας η πορεία προς κάποιου είδους ενοποίηση, όπως θα καταλήξει αργότερα, πρωτοεκφράζεται δειλά στην χειροτόνηση του Φίλωνος από τον Επιφάνιο ως επισκόπου Καρπασίας στα 382, και στην ανάθεση σε αυτόν της φροντίδας για την επαρχία του στη διάρκεια της απουσίας του Επιφανίου από την Κύπρο. Η βασιλική του Αγίου Επιφανίου φυσικά συνέβαλε όχι λίγο στην δόξα της πόλης, καθώς και οι τεράστιες διεθνείς σχέσεις του, που αύξησαν σε μέγιστο βαθμό την εισροή ιδεών και γνώσεων στην περιοχή, ιδίως από τις γύρω χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

 

Ιδιαίτερα κέντρο διαμετακόμισης ανατολικών ιδεών ήσαν τα μοναστήρια και οι μοναστικές ή αναχωρητικές κοινότητες ερημιτών γύρω στη Σαλαμίνα - Κωνσταντία, που διατηρούσαν στενές σχέσεις προς το Σινά και τον αιγυπτιακό, συριακό και παλαιστινιακό μοναχισμό, παράλληλα προς άλλες μονές στις Δάδες (ακρωτήρι Πύλας), Συμβούλου, ίσως Αγίου Νικολάου Γάτων, Μονή Ιερέων Πάφου κλπ. στα ΝΔ. κ. α. Οι σχέσεις αυτές οδηγούν στην άποψη ότι η Κύπρος, με κέντρο προπάντων τις μοναστικές κοινότητες γύρω από την Κωνσταντία διεδραμάτισε, ρόλο ενοποιητικό των μοναστικών ιδεών και κοσμοθεωριών Συρίας και Αιγύπτου.

 

Κατά την περίοδο 610-628 μ.Χ. το υδραγωγείο της Κωνσταντίας συμπληρώθηκε ή ανακαινίσθηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ηρακλείου και των αρχιεπισκόπων Πλουτάρχου και Αρκαδίου, ενώ στα 626 ο Ηράκλειος ζητεί από τον Αρκάδιο να δοκιμάσει, με εστία την Κύπρο, συμφιλίωση της Ορθοδοξίας προς τον Μονοφυσιτισμό, πιθανώς με τη μεσολάβηση της επιρροής των Αρμενίων Μονοφυσιτών που είχαν μεταφυτευθεί στην Κύπρο στα 578 μ.Χ. Μια τέτοια προσπάθεια φυσικά θα έπρεπε να αρχίσει από την περιοχή γύρω από την αρχιεπισκοπή Κωνσταντίας, όπου διάφορες αιρέσεις επιχωρίαζαν από παλαιότερα.

 

Πλούτος από εμπόριο, υπερθαλάσσιο και τοπικό, αιρέσεις, μαγεία, διαφθορά, φιλανθρωπία, φιλοσοφικές αγωνίες, διαμετακόμιση ιδεών από την Ανατολή μέσω των εμπόρων και των μοναχών, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της περιοχής Κωνσταντίας λίγο πριν από τις αραβικές επιδρομές.

 

Κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών (649-963/4 μ.Χ.), η Κωνσταντία υπέστη δήωση κατά την πρώτη επιδρομή στα 649, οπότε η βασιλική του Αγίου Επιφανίου κατεστράφη και χιλιάδες κάτοικοι από την γύρω περιοχή που είχαν βρει καταφύγιο στην πόλη σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Η άφιξη του βυζαντινού στόλου με αρκετή καθυστέρηση έτρεψε τους Άραβες σε φυγή, αλλά η καταστροφή της Κωνσταντίας και η αποδεκάτιση του πληθυσμού της περιοχής ενέπνευσαν φόβο στο λαό. Έτσι κατά την δεύτερη επιδρομή του 653/4 μ.Χ. πολλοί από τις πεδινές περιοχές κατέφυγαν στα όρη και κρύφτηκαν σε σπήλαια. Αυτό συνέβη και στην Καρπασία και στη Μεσαορία γενικά. Ειδικά για την Κωνσταντία υπάρχει η αμφίβολη πληροφορία μιας μόνο πηγής (του ανωνύμου Συριακού Χρονικού, Hill, Ι, σ. 328), ότι στα 653 κρατήθηκε για σαράντα μέρες από τον Αβού’ λ Αβάρ*, που εξεδίωξε τους πρόσφυγες έξω από τα σπήλαια, δίνοντάς τους το δικαίωμα να φύγουν σε ελληνικές περιοχές ή να μείνουν στην Κύπρο. Η πληροφορία είναι αμφίβολη, διότι στα 653/4 οι Άραβες έστρεψαν την προσοχή τους πιο πολύ στην Πάφο, απαραίτητη για την ναυπήγηση του στόλου τους, κι εκεί εγκατέστησαν στρατό και εποίκους. Αν υπεγράφη τότε συνθήκη μεταξύ Κυπρίων (όχι Βυζαντινών) και Αράβων που προνοούσε ουδετεροποίηση και σιωπηρή συγκυριαρχία ή συνύπαρξη βυζαντινής και αραβικής επιρροής στην Κύπρο, όπως φαίνεται πιθανό, δεν γνωρίζουμε πώς αυτή επηρέασε την περιοχή Αμμοχώστου. Τα πιθανότερα ίχνη αυτής της εποχής είναι τα φρούρια στις δυο οροσειρές για την άμυνα, μαζί ή πλάι σε μοναστήρια σε στρατηγικά σημεία, και τα οικοδομούμενα τείχη και άλλα οχυρωματικά έργα.

 

Αρχαιολογικά φαίνεται πιθανή η επισκευή των δημοσίων λουτρών και του γυμνασίου μετά τις επιδρομές του Μωαβία (649, 653), αλλά δεν υπάρχει ίχνος μετατροπής της βασιλικής του Αγίου Επιφανίου σε τζαμί. Το αρχικό κτίριό της φαίνεται ότι τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε επί Ιουστινιανού Β' (685-695, 705-711), από το όνομα του οποίου και μετονομάστηκε η πόλη σε Νέα Ιουστινιανούπολη κατά μια εκδοχή, και επί του οποίου (αρχές 8ουαι.) το κεντρικό τμήμα της πόλης οχυρώθηκε. Το τραγικότερο, ωστόσο, συμβάν της αραβικής περιόδου έγινε επί Ιουστινιανού Β'. Παρά την εκκένωση της Κύπρου, στα 680, από την αραβική φρουρά και τους 'Αραβες πολίτες (της Πάφου), στα 692 και εν συνεχεία νέας συμφωνίας του 688 μεταξύ Αράβων - Βυζαντινών για ουδετεροποίηση και συγκυριαρχία της Κύπρου, και διανομή των φόρων της ανάμεσά τους, ο Ιουστινιανός Β' μετέφερε μεγάλο μέρος των Κυπρίων, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, στην Κύζικο και άλλες γύρω περιοχές, με δικαιώματα εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου όπως και στην Κύπρο, ενώ άλλο τμήμα μετεφέρθη στη Συρία από τους Άραβες. Το πιθανότερο είναι ότι οι Αμμοχωστιανοί μοιράστηκαν ανάμεσα στους δυο ισχυρούς, κι επέστρεψαν στην Κύπρο με τους άλλους Κυπρίους στα 698 ή στα 705 με νέα συμφωνία. Αν, όπως φαίνεται πιθανό, ένας στόχος της μεταφοράς ήταν και η χρησιμοποίηση των ναυτικών ικανοτήτων των Κυπρίων, οι Αμμοχωστιανοί θα ήταν περιζήτητοι και από τους δυο ισχυρούς.

 

Και σε άλλες μεταγενέστερες αραβικές επιδρομές οι Αμμοχωστιανοί υπέστησαν δηώσεις. Εν τούτοις η Αμμόχωστος δεν έπαψε να κατοικείται, όπως λέγει καθαρά ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Κωνσταντίνος στα 787 στην 7η Οικουμενική σύνοδο, κι όπως προκύπτει από την εκλογή, στα τέλη του 9ου αι. (885) του επισκόπου Χύτρων Ευσταθίου ως αρχιεπισκόπου Σαλαμίνος. Ο Ευστάθιος επέμενε στην εκλογή του συγχωριανού (και ίσως συγγενούς του;) Δημητριανού ως διαδόχου του στην έδρα των Χύτρων: αυτό δείχνει στενές σχέσεις μεταξύ των δυο επισκοπών ως ανθρωπογεωγραφικών χώρων, που θυμίζουν τις πιο πάνω, λόγω του υδραγωγείου, σχέσεις και την αλληλεξάρτηση Σαλαμίνος - Χύτρων. Οι σχέσεις αυτές πρέπει να έγιναν στενότερες, όταν στα 912 ο Άραβας (Έλληνας εξωμότης) Damiana για τέσσερις μήνες λεηλάτησε την ανατολική Κύπρο σε μια από τις αραβικές επιδρομές. Τότε ο γέροντας Δημητριανός, πιθανώς ένεκα του θανάτου του αρχιεπισκόπου Κωνσταντίας (του Ευσταθίου;) στη διάρκεια της λεηλασίας ή λίγο πριν, και λόγω δυσκολίας στην εκλογή νέου μέσα στο ανώμαλο εκείνο κλίμα, με την θέλησή του αλλά και με τη συγκατάνευση του λαού και των ηγετών που επέζησαν της καταστροφής, ακολούθησε τους χιλιάδες αιχμαλώτους, τόσο της επισκοπής, όσο και της ανατολικής κυρίως Κύπρου, στη Βαγδάτη. Εκεί διεξήγαγε επιτυχείς διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, σε συνεργασία με πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε ο Δημητριανός θεωρήθηκε ο πιο ενδεδειγμένος διάδοχος του πεθαμένου αρχιεπισκόπου, αλλά δεν πρόλαβε να εκλεγεί γιατί πέθανε γρήγορα (913) λόγω γηρατειών και των ταλαιπωριών. Έτσι οι δεσμοί της Κωνσταντίας προς τη Μεσαορία και την παραπέρα ενδοχώρα ως την Κυθρέα ενισχύθηκαν, και ίσως τότε λόγω των καταστροφών έγινε η σκέψη μεταφοράς της «πρωτεύουσας» από την Κωνσταντία στη Λευκωσία. Αν και υπό συνθήκες ημικατοχής και επιδρομών, καθώς και ουδετερότητας και συγκυριαρχίας, είναι δύσκολο να καθοριστεί αν και σε ποιο βαθμό λειτουργούσε τότε η έννοια αυτή, προπάντων από πολιτικής απόψεως. Πιθανή είναι η γνώμη ότι ο Βυζαντινός εκπρόσωπος στην Κύπρο, βάσει της συμφωνίας του 688, έδρευε στην Κωνσταντία, ενώ ο Άραβας στην Πάφο, αν και τίθεται το ερώτημα τι συνέβη μετά το 692 και τι κατά την εκδίωξη των Αράβων στα 680.

 

Η παρουσία γεωργών με τα ζώα τους μέσα στην Κωνσταντία στα 787, κατά την διήγηση του Κωνσταντίνου, δεν ήταν κάτι το πολύ ασυνήθιστο για μεσαιωνικές πόλεις, προπάντων σε ώρες δυσκολιών και επιδρομών, αλλά και σε ομαλούς καιρούς, παράλληλα προς την βιοτεχνοεμπορική δομή τους. Σημαντική είναι η οικοδόμηση του τρίτρουλλου ναού στα ανατολικά της βασιλικής του Αγίου Επιφανίου κατά τους 8ο-9ο αι. (Αθ. Παπαγεωργίου, στο έργο Η Κύπρος. Αθ., 1982, σσ. 45-46, 69-70). Μαρτυρεί ο βυζαντινός ναός που προστίθεται τώρα σ’ αυτήν, επίδραση της Κωνσταντινουπόλεως παρά τις ανωμαλίες. Ο ναός εξυπηρετούσε τις ανάγκες σημαντικού μεικτού οικονομικά πληθυσμού, του οποίου η ακμή φαίνεται ότι τερματίζεται ή μειώνεται αποφασιστικά ακριβώς με την ολέθρια επιδρομή του Damiana. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Κωνσταντία ή κάποιο προσχωσμένο από σεισμούς μέρος της δεν λεγόταν ήδη από τον 7ο αι. και Αμμόχωστος, ούτε ότι η κίνηση του πληθυσμού αφενός προς την ασφαλέστερη ενδοχώρα και αφετέρου προς την Αρσινόη νοτιότερα δεν είχε ήδη αρχίσει, για να κλιμακωθεί μετά το 913 και να καταστήσει την τελευταία διάδοχο της Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, του ονόματος και των πολιτικοοικονομικών της ρόλων. Το όνομα Αμμόχωστος δεν μπορούσε τυχαία και χωρίς τις πιο πάνω διαδικασίες να δοθεί στην Αρσινόη. Η καταστροφή του τρίτρουλλου ναού που αναφέραμε, πιθανώς οφείλεται στην επιδρομή του Damiana.

 

Στην Αρσινόη - Αμμόχωστο ο ναός του Αγίου Συμεών, που το βόρειο τμήμα του χρονολογείται στον 7ο-9ο αι., δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε καθεδρικός, δηλαδή πότε η αρχιεπισκοπή μεταφέρθηκε από την Κωνσταντία σ’ αυτόν. Ίσως όχι στα 698 ή 705, μετά την επιστροφή από την Κύζικο, όπως υποστηριζόταν ως τώρα, πάντως όμως μετά την καταστροφή του τρίτρουλλου ναού, η μεταφορά φαίνεται πιθανή. Μετά την ανακατάληψη της Κύπρου από τους Βυζαντινούς στα 963/4, οι πιο πάνω διαδικασίες, αλλά πιθανώς και η όχι σπάνια σύγκρουση αρχιεπισκόπου και διοικητή της Κύπρου και οι ανάγκες ελέγχου των εσωτερικών - χωριστικών κινημάτων επέβαλαν τη μεταφορά της πολιτικής πρωτεύουσας στην κεντρικότερη Λευκωσία, από όπου στα 1092 ασκείται η διοίκηση κατά την χωριστική επανάσταση του Ραψομάτη. Οι δηωτικές επιδρομές των Σταυροφόρων και των Σαρακηνών εναντίον της Κύπρου στα 1155, 1158, 1161 κλπ., είχαν ως θύματα και κατοίκους της ανατολικής Κύπρου, παρά την οικοδόμηση και/ή ενίσχυση σπουδαίων αμυντικών φρουρίων στο όρος του Πενταδάκτυλου προς την Καρπασία, που έπαιξαν ρόλο στη βυζαντινή στρατηγική.

 

Σημαντική ήταν η ρήξη του στρατιωτικού διοικητή Ευμάθιου Φιλοκάλη*, κτήτορος της μονής Χρυσοστόμου στις αρχές του 12ου αι., με τον (μη Κύπριο) αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Νικόλαο Μουζάλωνα*, που κατηγορούσε τον Ευμάθιο για βαρειά φορολογική καταπίεση του λαού. Αυτή η σύγκρουση πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας θα έδωσε αίγλη στην αρχιεπισκοπή στα μάτια του λαού της περιοχής.

 

Παρά τη συντηρητικότητα της ανατολικής Κύπρου, παρά την επικύρωση του αυτοκεφάλου της κυπριακής Εκκλησίας στα 488 μ.Χ., παρά την ανάμειξη ακόμη αρχιεπισκόπων της Κωνσταντίας στα εκκλησιαστικά της Κωνσταντινουπόλεως, παρά την επικρατούσα εικονοφιλία στο νησί, παρά τη συμβολή του Κυπρίου αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνου και πέντε επισκόπων στη σύνοδο του 787 για αναστήλωση των εικόνων, στην περίπτωση του Ν. Μουζάλωνος η πολεμική του κατά του διοικητή Ευμάθιου άγγιζε τα ζέοντα κοινωνικά προβλήματα και επηρέασε σίγουρα τον λαό της περιοχής, έστω και κατά της σεβαστής κεντρικής εξουσίας, που για να εξισορροπήσει τον Φιλοκάλη διόρισε τον δίκαιο φορολόγο Καλλιπάριο.

 

Η άφιξη εικονοφίλων μοναχών στο νησί κατά την Εικονομαχία φέρνει από το Βυζάντιο μοναστικές παραδόσεις σ' όλη την Κύπρο, καθώς και καλλιτεχνικές ιδέες. Στην Καρπασία κτίζονται τρίκλιτες βασιλικές, τρίτρουλλοι ναοί, μονόκλιτοι καμαροσκέπαστοι ναοί με τοιχογραφίες ανατολικής επιδράσεως κλπ. (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. κεφάλαιο εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, πιο κάτω). Μετά το 964, στην ανατολική Κύπρο, όπως και στην υπόλοιπη, οι ρυθμοί της Κωνσταντινουπόλεως επικρατούν.

 

Παράλληλα έχουμε τα κάστρα του Βουφαβέντο, της Καντάρας, τον πύργο ανατολικά της Γιαλούσας, της Αμμοχώστου κ.ά., και εγκατάσταση φρουρών αρμενικών κ.ά. στο Αρμενοχώρι, στο Πλατάνι, στον Κορνόκηπο και στον Άγιο Χαρίτωνα.

 

Ο πιο μεγάλος Κύπριος-θεολόγος και συγγραφέας της εποχής του, ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, έζησε τα πρώτα χρόνια του στην ανατολική Κύπρο, στη μονή Χρυσοστόμου και αλλού.

 

Ο βυζαντινός στόλος της Κύπρου, με τον οποίο ελεγχόταν η θάλασσα ως την Συρία και τη νότια Μικρά Ασία, κυκλοφορούσε στις ανατολικές κυρίως ακτές. Από αυτές, σε μεγάλο βαθμό στέλνονταν εφόδια στους Σταυροφόρους κατά τα πρώτα χρόνια των Σταυροφοριών, προτού επέλθει ρήξη τους προς το Βυζάντιο. Οι ίδιες ανατολικές ακτές, πόλεις και χωριά ήσαν ανάμεσα στα θύματα που πιο πολύ δοκιμάστηκαν κατά τις επιδρομές Σταυροφόρων εναντίον της Κύπρου, όπως στα 1155 -1156, στα 1158 και στα 1161, καθώς και από την τριετή ανομβρία που ακολούθησε.

 

Με την παροχή προνομίων και δικαιωμάτων στους δυτικούς εμπόρους στα τέλη του 11ουαι. (1082) και στον 12οαι., ιδίως με το χρυσόβουλλο του Μανουήλ Κομνηνού του 1148 στους Βενετούς, αρχίζει νέα περίοδος στην οικονομική ζωή του νησιού, που καθίσταται διαμετακομιστικός εμπορικός σταθμός μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Αν και μαρτυρίες για ύπαρξη δυτικών εμπόρων στην Κύπρο προ της κατοχής του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου (1191) έχουμε μόνο για τη Λεμεσό, όπου βρίσκονταν τότε Αμαλφιτανοί, η θέση της Αρσινόης - Αμμοχώστου σίγουρα ευνοούσε την ανάπτυξή της ως διαμετακομιστικού εμπορικού λιμανιού και από τότε (μέσα του 12ουαι.) πρέπει να άρχισε η ακμή της, που μεγάλωσε στη διάρκεια του Μεσαίωνα.

 

Η επέκταση του Αγίου Συμεών ως καθεδρικού ναού της αρχιεπισκοπής στον (12οή) 13οαιώνα πρέπει να σχετίζεται με τη μεταφορά της έδρας από την Κωνσταντία εκεί, από κάποιο χρονικό σημείο, ίσως μετά το 913. Παρά την αρχή εἲθισται τά ἐκκλησιαστικά τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλεσθαι, είναι αμφίβολο και αναπόδεικτο ότι η αρχιεπισκοπή μεταφέρθηκε πράγματι στη Λευκωσία στα τέλη του 11ου αι., οπότε η Λευκωσία εμφανίζεται ως διοικητική πρωτεύουσα. Η συμμεταβολή δεν είναι απαραίτητο να έγινε με ταχύτητα ˙ απεναντίας, έχουμε μαρτυρίες ότι ως τα μέσα του 13ου αι. η αρχιεπισκοπή έδρευε στην Αμμόχωστο, από όπου μεταφέρθηκε στη Σολιά και στη Λευκωσία θεωρητικά ως απλή επισκοπή.