Στεφανόπουλος Στέφανος

Image

Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1899 και πέθανε το 1982. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας εμφανίστηκε το 1930, οπότε εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Υφυπουργός Οικονομικών το 1932-1935, κι αργότερα υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε σε διάφορα υπουργικά αξιώματα. Μεταξύ άλλων, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου* (1952-1954) και  ταυτόχρονα  αντιπρόεδρος (1954-1955). Πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1965-1966, σε κυβέρνηση «αποστατών» που σχηματίστηκε από το παλάτι. Άνθρωπος των ανακτόρων, ο Στέφανος Στεφανόπουλος προσπάθησε μετά το 1967 να προσεταιρισθεί τη στρατιωτική χούντα, ενώ μετά τη μεταπολίτευση του 1974 κινήθηκε στους ακροδεξιούς κύκλους, χωρίς επιτυχία.

 

Σχέσεις του με την Κύπρο: Ο Στέφανος Στεφανόπουλος χειρίστηκε, από ελλαδικής πλευράς, το Κυπριακό ζήτημα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση του, το 1954-1955, ως αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Παπάγου, όταν μάλιστα ο ίδιος ο Παπάγος ασθενούσε σοβαρά και βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ο Στεφανόπουλος φιλοδοξούσε, μάλιστα, να διαδεχθεί τον Παπάγο, όμως μετά τον θάνατο του στρατάρχη επεβλήθη ο σχετικά άσημος τότε πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής*, που χειρίστηκε πλέον το Κυπριακό από το 1955 και εξής.

 

Ο Στέφανος Στεφανόπουλος χειρίστηκε το Κυπριακό ζήτημα λίγο πριν και μετά την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, οπότε είχε κι έντονες διαφωνίες με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ'. Ο Στεφανόπουλος ήταν μεταξύ εκείνων των Ελλήνων πολιτικών που, προσηλωμένοι σχεδόν μέχρι βαθμού δουλικότητας στους «συμμάχους» της Ελλάδας Βρετανούς, ευνοούσαν μια «σταδιακή λύση» του Κυπριακού προβλήματος. Δηλαδή την αποδοχή αρχικά ενός φιλελεύθερου, κάπως, συντάγματος, που θα εξελισσόταν σε καθεστώς αυτοκυβέρνησης με προοπτική την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η γραμμή αυτή ερχόταν σε σύγκρουση προς την αδιάλλακτη γραμμή της Εθναρχίας της Κύπρου (την οποία εξέφραζε τότε κι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος), που ζητούσε την άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.  Ίσως η γραμμή της «σταδιακής λύσης» να ήταν ορθή, πλην όμως η τότε ελληνική κυβέρνηση αφενός δεν μπορούσε να την επιβάλει στους Ελληνοκυπρίους, κι αφετέρου δεν απετέλεσε ποτέ επίσημα εκφρασμένη ελληνική θέση. Απλώς υποστηριζόταν χλιαρά από μερικούς πολιτικούς που την βρήκαν ως «μέση οδό» προκειμένου να μη συγκρουστούν με τους Βρετανούς. Πάντως κι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος συζήτησε το 1955-56 το ενδεχόμενο μιας «σταδιακής λύσης» με τον κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Χάρτιγκ*.

 

Το 1954-1955 ο Μακάριος είχε επανειλημμένες επαφές με τον Στεφανόπουλο στην Αθήνα, ο δε τελευταίος είχε, μεταξύ άλλων, υποστηρίξει το Κυπριακό και στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών όπου είχε συζητηθεί τότε (προσωπικά παρέστη μόνο στην προκαταρκτική συζήτηση για εγγραφή του θέματος στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του 1954, αλλά στην καθ' αυτό συζήτηση άφησε το ζήτημα στα χέρια του Χριστιανού Ξανθόπουλου-Παλαμά και του Αλέξη Κύρου). Χαρακτηριστικό της απροθυμίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης να υποστηρίξει αποφασιστικά τους Ελληνοκυπρίους είναι και το γεγονός ότι, μετά τη συζήτηση του Κυπριακού στον ΟΗΕ, ο τότε κυβερνήτης της Κύπρου σερ Ρόμπερτ Άρμιτεϊτζ σε διάγγελμά του τον Δεκέμβριο του 1954 εξέφραζε μεταξύ άλλων ευγνωμοσύνη στην Τουρκία «για την υποστήριξή της» και στην Ελλάδα «για τον συγκρατημένο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα»!

 

Ριζική όμως διαφωνία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου με τον Στέφανο Στεφανόπουλο σημειώθηκε λίγο μετά την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, οπότε ο τότε Άγγλος πρωθυπουργός Άντονυ Ήντεν* συγκάλεσε στο Λονδίνο μια τριμερή* διάσκεψη για το Κυπριακό, δηλαδή μια διάσκεψη της Αγγλίας, της Ελλάδάς και της Τουρκίας. Φαινομενικά, όπως σημειώνει κι ο Δημήτρης Μπίτσιος (Κρίσιμες Ώρες, σ. 26) επρόκειτο για μια υποχώρηση της Αγγλίας που αναγνώριζε έτσι ότι υφίστατο Κυπριακό πρόβλημα, και μάλιστα πρόβλημα που δεν ήταν εσωτερική υπόθεση της αυτοκρατορίας۠ ουσιαστικά όμως επρόκειτο για μια παγίδα του  Ήντεν, γιατί μια τέτοια διάσκεψη δεν μπορούσε παρά να φέρει σε αντιπαράθεση την Ελλάδα με την Τουρκία, την δε Βρετανία σε ρόλο διαιτητή!

 

Ο Στεφανόπουλος, που χειριζόταν το Κυπριακό εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, έπεσε στην παγίδα του Ήντεν κι απεδέχθη συμμετοχή της Ελλάδας στην τριμερή του Λονδίνου, παρά τη θυελλώδη αντίδραση του Μακαρίου. Ο τελευταίος πήγε εσπευσμένα στην Αθήνα (11.7.1955) και με σκοπό να ματαιώσει συμμετοχή της Ελλάδας στη διάσκεψη. Ο στρατάρχης Παπάγος ήταν ετοιμοθάνατος και η χώρα ουσιαστικά δεν είχε πρωθυπουργό. Κυβερνούσαν οι δυο αντιπρόεδροι, Στ. Στεφανόπουλος και Παν. Κανελλόπουλος, με την ευθύνη χειρισμού του Κυπριακού να την έχει ο πρώτος. Ο Μακάριος δεν μπόρεσε να ματαιώσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη διάσκεψη. Και στις 16.7.1955 ο Μακάριος δήλωνε δημόσια σε δημοσιογραφική διάσκεψη (στην Αθήνα): Φρονοῦμεν ἀδιστάκτως ὅτι ἡ σύγκλησις τῆς τοιαύτης διασκέψεως ἀποτελεῖ παγίδα καί παρελκυστικόν μέσον..., ἐμπλοκήν δέ τοῦ ζητήματος [της Κύπρου] εἰς περίπλοκα πλαίσια ἀπό τά ὁποῖα δέν θά εἶναι εὔκολον νά ἀπαγκιστρωθῇ... Πολύ φοβούμεθα ὅτι... θά ἐκθέσῃ τό Κυπριακόν εἰς πολλούς κινδύνους... Ὁ κυπριακός λαός οὐδεμίαν θά ἀποδεχθῇ  ἀπόφασιν τῆς τριμεροῦς...στω καί ἄν τήν προσυπογράψη καί ἡ  ἑλληνική κυβέρνησις...

 

Υπό την πίεση του Μακαρίου, ο Στεφανόπουλος του ανακοίνωσε (21.7.1955) ότι η Ελλάδα θα προσέφευγε ξανά στα Ηνωμένα Έθνη για το ζήτημα της Κύπρου. Ωστόσο δεν ματαίωσε συμμετοχή του στην τριμερή, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο από τις 29 Αυγούστου μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου του 1955.  Έληξε άδοξα, χωρίς καμιά συμφωνία και κανένα άμεσο αποτέλεσμα. Ωστόσο στάθηκε καίρια για την πάρα πέρα πορεία του Κυπριακού. Η Τουρκία, που με τη συνθήκη της Λωζάνης* του 1923 είχε παραιτηθεί επίσημα από κάθε δικαίωμά της επί της Κύπρου, είχε τώρα, διά της τριμερούς του Λονδίνου, αναγνωριστεί για πρώτη φορά ως ισότιμο ενδιαφερόμενο μέρος για το Κυπριακό ζήτημα (βλέπε και λήμμα τριμερής διάσκεψη).

 

Τον Σεπτέμβριο του 1955, αμέσως μετά τη λήξη της τριμερούς, ο Στεφανόπουλος πήγε στη Νέα Υόρκη για να υποστηρίξει την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Εκεί δέχθηκε πρωτοφανή πίεση από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Φ. Ντάλλες που αξίωσε ν' αποσυρθεί η ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, για να μη καταψηφιστεί. Ο Στεφανόπουλος αρνήθηκε. Οι ΗΠΑ άσκησαν τότε την επιρροή τους και το Κυπριακό στις 23 Σεπτεμβρίου αποπεμπόταν από τα Ηνωμένα Έθνη με ψήφους 28 έναντι 22 και 10 αποχών.

 

Στις 4 Οκτωβρίου του 1955 πέθανε ο Παπάγος. Τον διαδέχθηκε ο Καραμανλής, κι ο Στεφανόπουλος έμεινε εκτός νυμφώνος. Εμφανίστηκε και πάλι ως δοτός πρωθυπουργός το 1965-1966, μετά τη ρήξη του Γεωργίου Παπανδρέου* με το παλάτι και την απομάκρυνσή του από την πρωθυπουργία. Ο Στεφανόπουλος ηγήθηκε της τρίτης «κυβέρνησης των αποστατών». Στην ελληνική βουλή κατόρθωσε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης (με τις συνεχείς διαρροές βουλευτών του Γ. Παπανδρέου), αλλά η κυβέρνηση του διαλύθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν θέλησε ν' αναμετρηθεί με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (πρόεδρο της Κύπρου πλέον), τον οποίο ο Στεφανόπουλος προσπάθησε να απομακρύνει από το πολιτικό προσκήνιο με διάφορους τρόπους, προσφέροντάς του ακόμη (επίσημα το 1966) τον... πατριαρχικό θρόνο του πατριαρχείου Αλεξανδρείας!

 

Το τέλος του 1966 ξέσπασε η κρίση των τσεχοσλοβακικών όπλων. Επρόκειτο για οπλισμό που η κυπριακή κυβέρνηση του Μακαρίου είχε αγοράσει από τη Τσεχοσλοβακία, κι όταν έγινε (τυχαίως) γνωστή η άφιξη του φορτίου στην Κύπρο, αντέδρασε ιδιαίτερα έντονα η Τουρκία, όπως ήταν φυσικό. Ωστόσο το ίδιο έντονα αντέδρασε κι ο στρατηγός Γρίβας (αρχηγός, τότε, της κυπριακής Εθνικής Φρουράς) που απαίτησε τα όπλα να δοθούν στο στράτευμα (που το ήλεγχε ο ίδιος) αντί στην αστυνομική δύναμη. Ο Γρίβας κατέφυγε στον Στεφανόπουλο στην Αθήνα, κι ο τελευταίος θεώρησε καλή την ευκαιρία για να πλήξει τον Μακάριο. Τελικά ο οπλισμός παρεδόθη στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Ωστόσο από τη σύγκρουση Μακαρίου-Στεφανόπουλου, χαμένος βγήκε ο δεύτερος: η κινητοποίηση των πολιτικών του αντιπάλων στην Ελλάδα ήταν τέτοια, που λίγες μόνο μέρες μετά τον θόρυβο των όπλων, ο Στεφανόπουλος έπεσε (21.12.1966). Αλλά και άλλοι που ως τότε υποστήριζαν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, είχαν τότε αποσύρει την υποστήριξή τους αυτή, όπως λ.χ. ο φίλος του Μακαρίου Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

 

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι κατά τα τέλη του 1966, λίγο πριν από την πτώση του, ο Στεφανόπουλος είχε διεξαγάγει διάλογο με την τουρκική κυβέρνηση για το Κυπριακό.