Δηνάριο

Image

Νόμισμα που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μεσαιωνική νομισματοκοπία της Κύπρου από τα τέλη του 12ου μέχρι το 16ο  αιώνα. Η εισαγωγή του στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου έγινε από τον Γουΐδο (1192 - 1194), ιδρυτή της δυναστείας των Λουζινιανών. Αρχικά το δηνάριο ήταν ρωμαϊκό νόμισμα, αργότερα όμως τούτο διαδόθηκε και σ' άλλες χώρες. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε στα νομίσματα άλλων χωρών όχι μόνο κατά τους αρχαίους, αλλά και κατά τους νεότερους χρόνους. Σήμερα, δηνάριο ονομάζεται το νόμισμα της Γιουγκοσλαβίας, της Αλγερίας, του Ιράκ, του Ιράν, της Ιορδανίας, της Τυνησίας, της Νοτίου Υεμένης και άλλων χωρών. Στην ιστορία είναι ακόμη γνωστό «το δηνάριο» του Αγίου Πέτρου, πού αποτελούσε προαιρετική εισφορά των Καθολικών με σκοπό την οικονομική ενίσχυση των παπών του Βατικανού. Αυτό καθιερώθηκε αρχικά στην Αγγλία του Μεσαίωνα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι άλλοι κυβερνήτες της Ευρώπης.

 

Τα πρώτα δηνάρια άρχισαν να κόβονται γύρω στο 324 π.Χ. από Ρωμαίους στρατηγούς, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί κατά τη διάρκεια της μεγάλης εκστρατείας τους στην Ελλάδα και έμαθαν τη χρησιμότητα του νομίσματος. Κατά μια άλλη εκδοχή δεν αποκλείεται και η επίδραση των Ετρούσκων. Το αρχαίο ρωμαϊκό νόμισμα ήταν αρχικά αργυρό με βάρος 3,9 γραμμάρια και έπειτα έγινε χρυσό και χάλκινο. Τα πρώτα δηνάρια στη Ρώμη κόπηκαν στο νομισματοκοπείο του Καπιτωλίου το 269 π.Χ. (ή 268) μετά την ήττα του Πύρρου και την κατάληψη του Τάραντα. Το βάρος του χρυσού δηναρίου ήταν 4,55 γραμμάρια∙ τα χάλκινα που κόπηκαν αργότερα ήταν ίσα με το 1/50 των χρυσών. Τα χρυσά ρωμαϊκά δηνάρια λέγονταν και «σόλιντους»∙ από τη λέξη αυτή δημιουργήθηκε και η λέξη «σολδίον». Τα πρώτα δηνάρια υποδιαιρούνταν σε τέσσερις σεστέρτιους ή σε 10 ασσάρια.

 

Από τους Ρωμαίους πήραν το δηνάριο και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία τα δηνάρια (deniers) εμφανίστηκαν τον 6ο αιώνα, στην εποχή των Μεροβιγγιδών και υπήρχαν ως την εποχή του Καρλομάγνου (742 - 814 μ.Χ.) και των διαδόχων του. Στα επόμενα χρόνια τα δηνάρια αυτά απέκτησαν διαφορετικό βάρος, αξία και συμπληρωματικό όνομα, όπως deniers Karolus, deniers parisis κ.ά.

 

Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Φράγκους το 1192 μ.Χ. το δηνάριο αποτέλεσε μέρος του επίσημου νομίσματος του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου. Τα δηνάρια μαζί με το γρόσο και το ημίγροσο, που κόβονταν κατά μίμηση των νομισμάτων της Γαλλίας, και το λευκό βυζάντιο (που συνέχιζε να κόβεται και κατά τα πρώτα εκατό χρόνια της Φραγκοκρατίας για να διακοπεί η κοπή του κατά την περίοδο της βασιλείας του Ερρίκου Β'), αποτελούσαν το πραγματικό νόμισμα της Κύπρου μέχρι το τέλος της Φραγκοκρατίας (1489). Οι σχέσεις μεταξύ των νομισμάτων αυτών ήσαν οι ακόλουθες: 12 δηνάρια ισοδυναμούσαν με ένα ημίγροσο και 2 ημίγροσα με 1 λευκό βυζάντιο το οποίο, παρόλο ότι, όπως αναφέραμε, σταμάτησε να κόβεται από την εποχή της βασιλείας του Ερρίκου Β', εντούτοις για σκοπούς υπολογισμού των αξιών εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται μέχρι το τέλος της Φραγκοκρατίας. Ένα λευκό βυζάντιο ισοδυναμούσε με 48 δηνάρια. Η σχέση του γρόσου, ως του επίσημου νομίσματος της Κύπρου από την εποχή της βασιλείας του Ερρίκου Β' (1285 -1394) και μετά ήταν η ακόλουθη: 7 γρόσα ανταλλάσσονταν με ένα σαρακηνάτο και 7 1/2 γρόσα με ένα χρυσό δουκάτο Βενετίας.

 

Το δηνάριο εισήχθη στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου από το Γουΐδο και διατηρήθηκε στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου καθ’ όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας. Δηνάρια, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, έκοψαν όλοι σχεδόν οι Λουζινιανοί βασιλιάδες της Κύπρου. Το δηνάριο ήταν πάντοτε το τεσσαρακοστό όγδοο του βυζαντίου ή το εικοστό τέταρτο του γρόσου. Κατά τον F.B. Pegolotti 36 σολδία, δηλαδή 432 τέτοια νομίσματα αποτελούσαν μια λίτρα της Κύπρου, που περιείχε 2 1/2 ουγγίες καθαρού αργύρου. Επομένως ένα δηνάριο αναλογούσε προς 15 3/1000 βενετικούς κόκκους, στους οποίους περιλαμβάνονταν μόνο 3 1/8 κόκκοι καθαρού αργύρου. Είπαμε πως 48 δηνάρια ισοδυναμούσαν με ένα βυζάντιο, του οποίου την αξία προσδιορίσαμε ότι αναλογούσε προς 165 40/1000 καθαρού αργύρου· αλλά ο άργυρος που περιείχαν τα 48 δηνάρια ήταν μόνο (3 1/8 Χ 48 =) 150 κόκκοι, πράγμα που σημαίνει πως έλειπαν ακόμη 15 40/1000 κόκκοι. Εάν όμως ληφθεί υπόψιν και η αξία του χαλκού που περιείχαν τα 48 δηνάρια καθώς επίσης και η δαπάνη που απαιτούνταν στο νομισματοκοπείο για την κατασκευή 48 τεμαχίων δηναρίων, διαπιστώνεται ότι η αναλογία των δηναρίων προς το λευκό βυζάντιο ή το γρόσο ήταν ακριβής.

 

Τα δηνάρια περιείχαν από την αρχή μικρή ποσότητα αργύρου. Όμως αργότερα, ιδιαίτερα επί βασιλείας του Ιακώβου Α' και προπαντός επί Ιανού, εξευτελίστηκαν ακόμη περισσότερο γιατί αυξήθηκε το ποσοστό της περιεκτικότητάς τους σε χαλκό σε βάρος του περιεχομένου τους σε άργυρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο λαός στην Κύπρο ονόμαζε τα δηνάρια καρτζ' ία και καρτζά, δηλαδή χαλκία και χαλκά.

 

Κατά τη Φραγκοκρατία δηνάρια κόπηκαν κατά τη βασιλεία του Γουΐδου (1192 - 1194), του Αμάλριχου (1194 - 1205), του Ούγου Α' (1205-1218), του Ερρίκου Α' (1218- 1253), του Ούγου Γ' (1267 - 1284), του Ερρίκου Β' (1285 - 1304, πρώτη, και 1310 - 1324, δεύτερη βασιλεία), του Πέτρου Β' (1369- 1382), του Ιακώβου Α' (1382 - 1398), του Ιανού (1398 -1432) και του Ιακώβου Β' (1460 -1473). Δηνάρια κόπηκαν στην Κύπρο επίσης κατά τη διάρκεια της κατοχής της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες (1373 - 1464). Όμως δεν υπάρχει ομοφωνία κατά πόσο δηνάρια έκοψαν και οι βασιλιάδες Πέτρος Α' (1359 -1369) και Πέτρος Β' (1369 -1382), αν και οι νομισματολόγοι Π. Λάμπρος και G. Schlumberger  αποδίδουν σ' αυτούς  δηνάρια τα οποία φέρουν στη μια   όψη το λιοντάρι της Κύπρου και την επιγραφή + S DE CHIPRE και στην άλλη το σταυρό της Ιερουσαλήμ και την επιγραφή + S DE IERV ALEM.

 

Δηνάρια δεν έχουν κοπεί κατά τις περιόδους της βασιλείας του Ούγου Β' (1253- 1267), του Ιωάννη Α' (1284-1285), του Αμάλριχου του Σφετεριστή (1306-1310), του Ιωάννη Β' (1432-1458),της Καρλόττας (1458 - 1459), του Λουδοβίκου της Σαβοΐας, συζύγου της Καρλόττας( 1459-1460), του Ιακώβου Γ' (1473-1474) και της Αικατερίνης Κορνάρο (1479 - 1489).

 

Τα δηνάρια χρησιμοποιήθηκαν στην Κύπρο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας κατά τη διάρκεια της οποίας μάλιστα πολλές φορές παρατηρήθηκε έλλειψη τούτων. Το θέμα αυτό απασχόλησε επανειλημμένα το Συμβούλιο των Δέκα της Βενετίας, το οποίο διέταξε και κόπηκαν κατά διαστήματα σημαντικές ποσότητες δηναρίων. Τα δηνάρια αυτά, που ήταν μικρής ονομαστικής αξίας, κόβονταν στο νομισματοκοπείο της Βενετίας και στέλνονταν στην Κύπρο για να χρησιμοποιηθούν στις καθημερινές συναλλαγές. Τα νομίσματα αυτά, που η κοπή τους συνεχίστηκε μέχρι την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, στην αρχή δεν έφεραν το σήμα της βενετικής προέλευσής τους, αλλά έφεραν στη μια όψη το λιοντάρι της Κύπρου και στην άλλη το σταυρό της Ιερουσαλήμ. Εκείνα όμως που κόπηκαν από τον δόγη Τρεβιζιάνι (1553 - 1554) και μετά έφεραν τα ονόματα των εκάστοτε δόγηδων.

 

Στην αρχή της Βενετοκρατίας το βάρος του δηναρίου ήταν 10 βενετικοί κόκκοι και περιείχε πολύ μικρή ποσότητα αργύρου. Από την εποχή που δόγης έγινε ο Pietro Loredan (1567 -1570), το βάρος του δηναρίου μειώθηκε ακόμη περισσότερο καθώς και η περιεκτικότητά του σε άργυρο. Τούτο οφειλόταν στις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που συνεπάγονταν οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες της Βενετίας ένεκα της συνεχούς τουρκικής απειλής εναντίου της Κύπρου.

 

ΧΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image