Μάντολες Χαρίτα

Η γυναίκα- σύμβολο της αντίστασης και της θυσίας των Κυπρίων στον πόλεμο

Image

Ελληνοκύπρια πρόσφυγας από το χωριό Ελιά της επαρχίας Κερύνεια, γυναίκα σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας του 1974 που είδε να σκοτώνουν μπροστά της τον σύζυγο, τον πατέρα, τους δύο γαμπρούς της, τον θείο, το νονό, τον ξάδελφο και άλλα έξι άτομα.

 

Βλέπε λήμμα: Αττίλας επιχείρηση

 

Ήταν 27 ετών και μητέρα δύο παιδιών, όταν έζησε τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής. Μετά την τραγωδία που έζησε με τα δύο παιδιά πήγε στη Λεμεσό, όπου δεν σταμάτησε να ψάχνει για την τύχη των αγνοουμένων.Η ιστορία της έχει γίνει σύμβολο της αντίστασης και της θυσίας των Κυπρίων στον πόλεμο.

 

Βλέπε λήμματα: Πρόσφυγες και Αγνοούμενοι

 

Από την τουρκική εισβολή κι έπειτα, η Χαρίτα Μάντολες έδωσε έναν τεράστιο αγώνα, τον οποίον συνεχίζει μέχρι σήμερα, για τους αγνοούμενους της Κύπρου, εξ ου και το προσωνύμιο “η μάνα των αγνοουμένων”, αλλά και για δικαιοσύνη στο νησί. Ήταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων, τραγική φιγούρα με τις φωτογραφίες των δικών της στα χέρια.

Το 2004, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα η Χαρίτα πήγε στο σημείο όπου τους σκότωσαν, υπέδειξε το σημείο και άρχισαν οι έρευνες και έγινε η εκταφή, τότε βρήκαν τα οστά του άνδρα της και των άλλων έντεκα ανδρών.

Στις 24 Ιουνίου 2025 προσκλήθηκε στο  Ευρωκοινοβούλιο ως εκπρόσωπος  της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδήλωτων Αιχμάλωτων και Αγνοουμένων, στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) στην Ευρωβουλή. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην τραγωδία που έζησε όταν είδε τους δικούς της ανθρώπους να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια της και  σε βιασμούς γυναικών στους οποίους ήταν η ίδια μάρτυρας.

 

Περιγράφει η ίδια: Όταν ξημέρωσε η 15η Ιουλίου του 1974, εγώ βρισκόμουν δίπλα από το σπίτι μου. Είχε χτίσει μια ξαδέρφη μου σπίτι και ήρθε για να τακτοποιήσουμε το σπίτι, να το καθαρίσουμε και να το στολίσουμε, γιατί θα γινόταν ο γάμος στις 20 Ιουλίου. Ήμουν μαζί της εκεί. Ήταν κουμπάρα μου, ξαδέρφη μου, είχε βαφτίσει τον γιο μου. Ήταν με την αδερφή της και τον αρραβωνιαστικό της, που ήταν του εφεδρικού.

 

Όταν άρχισε το πραξικόπημα, ο πατέρας μου ήταν σπίτι και πρόσεχε τα μωρά μου και της αδερφής μου της μικρής, που ήμασταν γειτόνισσες. Κρατούσε το ραδιοφωνάκι ο πατέρας μου και άκουσε ότι έγινε το πραξικόπημα. Αμέσως ήρθε τρεχάτος στο σπίτι που ήμασταν, που ήταν απέναντι από το δικό μας, έκλαιγε και εφώναζε «κόρη μου, βγείτε έξω να ακούσετε, έγινε πραξικόπημα, σκότωσαν τον Μακάριο, τι θα απογίνουμε παιδιά μου, τι θα απογίνουμε;» φώναζε. Αμέσως η ξαδέρφη μου με τον αρραβωνιαστικό της μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν στον Καραβά, εκεί όπου έμεναν. Πήγαν οι πραξικοπηματίες, τον χτύπησαν πάρα πολύ, πάρα πολύ, όπως και τον σύγαμπρό του. Και τους πήραν και τους πέταξαν μέσα στο κάστρο της Κερύνειας. Ήταν το πρώτο που ζήσαμε, Δευτέρα 15 Ιουλίου. Ήταν πολύ φοβερό αυτό το πράγμα.

 

Πήγαμε σπίτι μας. Ύστερα άρχισαν οι φωτιές να παίρνουν στον Πενταδάχτυλο. Ακριβώς από το σημείο που καθόμασταν εμείς. Οι φωτιές άναβαν «έτσι». Ένα χέρι τις άναβε, ένας πραξικοπηματίας, και πήγαιναν προς την Κερύνεια, δεν πήγαιναν προς τον Καραβά. Τις άναβαν για να βλέπουν τα πλοία από τη θάλασσα, για να βγουν από ‘κει, προς την Κερύνεια, όχι προς τα δεξιά.....

 

 

Τα ξημερώματα του Σαββάτου, η αρχή του Γολγοθά

Ήρθε η Παρασκευή, 19 Ιουλίου. Ο σύζυγός μου, μου λέει «Αύριο θα σηκωθώ πρωί και θα πάω στο Κάστρο της Κερύνειας, να δώσω τσιγάρα στους κουμπάρους μας κι από ‘κει θα πάω δουλειά στη Λευκωσία με το κονβόι». Από την Κερύνεια, υπήρχε κονβόι που περνούσε από τα χωριά Κιόνελι και Μιτζέλι, και πήγαινε στη Λευκωσία, με συνοδεία από τα Ηνωμένα Έθνη μπροστά και πίσω. Μου λέει «θα πάω με το κονβόι στη δουλειά». «Εντάξει» του λέω.

 

Η ημέρα της εισβολής

«Ακούαμε μεγάλες εκρήξεις, άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε στην Κερύνεια και είδα ένα μαύρο καπνό, λέει μου ο άντρας μου «ήρθαν οι Τούρτζοι!». Ο άνδρας μου όλο το βράδυ άκουγε από το ραδιοφωνάκι το κανάλι BBC ότι ξεκίνησαν τα πλοία από την Τουρκία και κατευθύνονται προς την Κύπρο. Σε λίγο, από πάνω μας πετούσαν αεροπλάνα και έριχναν βόμβες».

Η Χαρίτα με την οικογένεια της αναζήτησαν καταφύγιο στα χωράφια κάτω από τα λεμονόδεντρα. Σιγά, σιγά έφτανε κοντά τους και άλλος κόσμος να κρυφτεί, στο σύνολο ήταν σαράντα άτομα, ανάμεσα τους 12 άντρες και οι υπόλοιποι γυναίκες και παιδιά.

Όπως συγκλονιστικά μας περιγράφει κατατρεγμένοι αναζητούσαν καταφύγιο κάτω από δέντρα, στάβλους και υπόγεια την στιγμή που οι βόμβες έπεφταν βροχή. «Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, τα μωρά έκλαιγαν, μάνες έχαναν τα μωρά τους, κόσμος έτρεχε να γλιτώσει μην ξέροντας που να πάει να κρυφτεί».

Θυμάται ξανά τις συγκλονιστικές στιγμές: «Ήρθε ένας άνδρας με τρία μωρά, και έκλαιγαν τα μωρά και έλεγαν χάσαμε την μάμα μας και την γιαγιά μας. Μετά ήρθε ένα αγοράκι που έχασε τους γονείς τους, μείναμε κάτω από τα λεμονόδενδρα και σιγά σιγά έρχονταν μαζί μας και μαζευόταν κόσμος εκεί για να κρυφτούν μαζί μας».

«Έγινε έκκληση οι έφεδροι να καταταγούν. Πήγε ο άνδρας μου στο στρατόπεδο αλλά επειδή δεν είχαν όπλα να τους δώσουν τους έστειλαν πίσω. Στον δρόμο για την επιστροφή είδε πολλούς στρατιώτες δικούς μας νεκρούς. Οι άνδρες μας επέστρεψαν  πίσω κοντά μας με πολλούς στρατιώτες. Μαζεύτηκε κόσμος του χωριού κοντά στην εκκλησία και τους φώναζαν οι τούρκοι «παραδοθείτε», τους πλησίασαν και τους είπαν «μην φοβάστε η Κύπρος είναι τουρκική την πιάσαμε όλη και μην φοβάστε». Τους είπαν να πάνε στα σπίτια τους και να μην φοβούνται. Ήταν και οι αδελφές μου εκεί.»

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα 21 Ιουλίου, ο άνδρας της Χαρίτας βρήκε κρυμμένο στο φούρνο του σπιτιού τους έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη πληγωμένο. Είχε παντού πληγές και του έδωσαν  βοήθεια. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την εικόνα του στρατιώτη όταν του πλύναμε τις πληγές. Μια κοπέλα που ήταν μαζί μας η Μυρούλα ήθελε να φύγει να πάει να βρει τον άνδρα της και τα μωρά, την παρακαλούσα να μείνει μαζί μας, έφυγαν μαζί με την μητέρα της την Χρυσταλού». Η Χαρίτα έβλεπε τις δύο γυναίκες να απομακρύνονται. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ενώ περπατούσαν τις άρπαξαν οι Τούρκοι,  «στο μυαλό μου ακόμα έχω τις κραυγές τους, ακόμα αγνοούνται».

 

«Έφερα κεριά γονατίσαμε όλοι και προσευχόμασταν να τελειώσει το μαρτύριο που ζούσαμε. Ήταν 5:20 το απόγευμα μπήκαν στο σπίτι μας Τούρκοι στρατιώτες. Είπαμε να παραδοθούμε αφού ήμασταν άοπλοι, «μην πυροβολείτε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα τους λέγαμε». Τότε ήρθαν και μας είπαν να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και ένας, ένας να βγούμε έξω από τον στάβλο. Κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου την κόρη μου, δεν μας κακοποίησαν. Μετά έφυγαν αυτοί και ήρθαν κάποιοι άλλοι Τούρκοι στρατιώτες με ππάλες και άρχισαν να κτυπούν τους άνδρες που ήταν μαζί μας. Τους ρωτούσαν που είναι ο στρατός σας που είναι οι στρατιώτες σας;»

 

Σύμφωνα με την Χαρίτα, οι τούρκοι αποφάσισαν να τους πάρουν αιχμαλώτους και τους οδήγησαν στο βουνό. Στη διαδρομή τους κτυπούσαν. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο που είχε ελιές, «τότε μας είπαν κάτσετε κάτω και θα δούμε τι θα σας κάμουμε». «Είμασταν γονατισμένοι και απέναντι μας είχε ένα ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Παρακαλούσαμε τον Αρχάγγελο να γλιτώσουμε. Οι τούρκοι στήσανε γύρω μας όπλα και πυροβολούσαν στον αέρα. Ένας Τούρκος μπήκε στην κουφάλα ενός δέντρου για να μην τον βλέπουν οι δικοί του και μας έκαμνε σήματα με το χέρι του αλλά δεν καταλαβαίναμε τι ήθελε να μας πει, μάλλον ήθελε να μας βοηθήσει»

 

Θυμάται τα τελευταία λόγια που της είπε ο άνδρας της: «ο άνδρας μου μου λέει αν δεις και πυροβολούν πέσε κάτω και κάνε την νεκρή». Ένας τούρκος έπιασε ένα άνδρα από τον κύκλο και άρχισε να τον κτυπά και έβγαλε το όπλο να τον σκοτώσει. Ο άνδρας είχε στην αγκαλιά του το μωρό του, η γυναίκα του φώναζε μην πυροβολήσεις είναι ο άνδρας μου και το μωρό μου. «Ήρθε ένας αξιωματικός και μας είπε θα σας εκτελέσουμε όλους . Μια κοπέλα του είπε είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα δεν φταίξαμε σε τίποτα γιατί να μας σκοτώσετε. Της απάντησε «οι δικοί μας στρατιώτες σκοτώνουν δικά μας γυναικόπαιδα στα Κόκκινα και θα πάρουμε εκδίκηση. Έδωσε την διαταγή και έφυγε.» Στη συνέχεια οι Τούρκοι τους είπαν να σηκωθούν και να περπατούν 2-2 στην γραμμή. «Εγώ και ο άνδρας μου κρατούσαμε σφικτά τα μωρά μας, οι τούρκοι μας κτυπούσαν αλύπητα».

 

«Ένας τούρκος πυροβόλησε ένα άνδρα που ήταν μαζί μας και τον σκότωσε μπροστά στα μάτια μας, εν ψυχρώ. Εκείνη την ώρα ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια που μου είπε ο άνδρας μου και έπεσα κάτω με την κόρη μου και έκανα την νεκρή. Με κλωτσούσαν και δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανή. Κρατούσα την κόρη μου τόσο σφικτά και φοβήθηκα πως την έσφιγγα τόσο πολύ που μπορεί και να την έπνιξα. Τότε ευτυχώς το μωρό μου άνοιξε τα μάτια του. Έψαχνα τον άνδρα μου και τον γιο μου, να δω αν ζουν. Βλέπω σε απόσταση τον άνδρα μου κάτω ξαπλωμένο και από πάνω του ο γιός μου. Δεν ήξερα αν ήταν νεκρός, του φώναζα «Ανδρέα, Ανδρέα» και οι τούρκοι με τραβούσαν πίσω και δεν με άφηναν να τον πλησιάσω. Το μωρό μου είχε αίματα στο κεφάλι και έκλαιγε, κρατούσε τον πατέρα του από το κεφάλι και φώναζε «παπά μου, παπά μου».

«Λαλώ του άσε με να πίασω το μωρό μου, τζαι έσυρε μου το μες τα αγκάθια»

«Φώναζα τον Τούρκο που είχε κρυφτεί στην κουφάλα. Του έλεγα να μου δώσει το μωρό μου. «Θέλω το μωρό μου» του φώναζα. Αυτός το πήρε και το έσυρε προς το μέρος μου, μαζί με τρία άλλα κοριτσάκια, μες τα αγκάθια. Ένας άλλος  τούρκος έπιασε ένα κορίτσι 19 χρονών και την βίασε μπροστά μας. Οι κραυγές και το κλάμα της ακόμα είναι στο μυαλό μου.»

 

Δώδεκα άνδρες που ήταν μαζί τους είδαν να δολοφονούνται εν ψυχρώ μέσα σε λίγα λεπτά. Η Χαρίτα μαζί με τις άλλες γυναίκες έφυγαν από την Ελιά χωρίς να ξέρουν αρχικά αν άφησαν πίσω τους τους άνδρες νεκρούς ή ζωντανούς αφού δεν τους άφησαν να τους αγγίξουν. Στα θύματα ήταν ο σύζυγός της Χαρίτας, ο πατέρας της, οι σύζυγοι των δύο αδελφών της, ο θείος της με τον εικοσιπεντάχρονο γιο του και έναν νεαρό υπάλληλό τους, ο πληγωμένος στρατιώτης που περιέθαλψε στο σπίτι της και ο δεκατετράχρονος Γιαννάκης. Ο μόνος που γλύτωσε από τους άνδρες ήταν ο μικρός Βασίλης στον οποίο ο Τούρκος της κουφάλας έγνεψε να τρέξει να σωθεί.

 

«Είπαν μας να φύγουμε από εκεί τους λέγαμε αφήστε μας να δούμε αν είναι νεκροί οι δικοί μας τίποτε μας έδιωξαν από εκεί. Γυρίζαμε πίσω να δούμε αν έρχονταν μαζί μας οι άνδρες τίποτα… μας κτυπούσαν οι στρατιώτες και μας έλεγαν να φύγουμε. Τότε φύγαμε από εκεί».

«Πήγαμε στο σπίτι του θείου μου να κρυφτούμε, τα μωρά μας έκλαιγαν, τους βάλαμε στα αυτιά βαμβάκια για να μην ακούν τις  βόμβες. Το μωρό της αδελφής μου έκλαιγε και της έλεγαν οι γυναίκες που ήταν εκεί να το πνίξει για να μεν μας ακούσουν οι τούρκοι. Έγινε μεσάνυχτα και  αποφασίσαμε να πάμε να παραδοθούμε στον Καραβά στον αμερικάνικο ραδιοσταθμό, όλες μαζί για να μην χαθούμε. Περπατούσαμε μέχρι που είδαμε τα τανκς των Τούρκων σε σειρά. Τρομάξαμε και γυρίσαμε πίσω στον στάβλο»

 

«Ξημέρωσε η άλλη μέρα πόλεμος παντού σφαίρες πήγαιναν και έρχονταν. Την επόμενη μέρα έγινε εκεχειρία, έφεραν λεωφορεία μπήκαμε μέσα και μας πήραν στην Λάπηθο. Μας βρήκε ένας ιερέας μας πήρε στο σπίτι του και μας έδωσε γάλα να πιούμε, μετά μας πήραν στο νοσοκομείο της Λαπήθου και ήρθε και μας έπιασε ο αδελφός μου που έμενε στον Καραβά μας πήρε στο σπίτι του μείναμε εκεί μέχρι τις 26 Ιουλίου. Μετά φύγαμε γιατί κατέβηκαν οι τούρκοι, και μας πήρε στην Πλατανιστάσα μείναμε λίγο εκεί ως τις 6 Αυγούστου. Μετά πήγαμε στην Αχερίτου, ήβρε με η πεθερά μου τζαι ο πεθερός μου, επιάσαν με, επήραν με Αχερίτου. Έπιασε με ο κουνιάδος μου, επήρε με στο Βαρώσι, στο σπίτι του. Στη δεύτερη εισβολή, 14 του Αυγούστου, ήμουν στην Αμμόχωστο... Ήβραν μας οι Εγγλέζοι στη Δεκέλεια, επιάσαν μας, επήραν μας σε κάτι τσιατίρκα. Στη Λεμεσό ήρτα τον Νιόβρη».

 

«Ευχαριστώ τον θεό που γλίτωσε τα μωρά μου και δεν είδα να τα σκοτώνουν. Ήρθαμε χωρίς πατούτσια χωρίς τίποτε, δόξα σοι ο θεός μας έδωσε δύναμη και φώτιση να αντέξουμε».

 

Πηγές

1. Χαρίτα Μάντολες: Η συγκλονιστική μαρτυρία της γυναίκας-συμβόλου της Κύπρου στο NEWS 24/7

2. Χαρίτα Μάντολες: Έμεινα 27 χρονών, δεν μεγάλωσα από την ημέρα της εισβολής

3.Χαρίτα Μάντολες- Η δική της ιστορία

4. Famagusta: H συγκινητική κοινή συνέντευξη τής Δέσποινας Μπεμπεδέλης με τη Χαρίτα Μάντολες

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image