Μαρίνος ή Μάρκος αρχιεπίσκοπος

Αναφέρεται ως επίσκοπος Καρπασίας, Αμμοχώστου και Κωνσταντίας κατά τα τέλη του 13ου αιώνα (περίοδος Φραγκοκρατίας). Μνημονεύεται στα Πρακτικά μιας (ψευδο;)συνόδου του 1295/6 και παραδίδεται σε χειρόγραφα ως Μαρίνος και ως Μάρκος σε άλλα. Είναι ο 49α του καταλόγου των Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων Κύπρου της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας.

 

Στα χειρόγραφα, εκτός από τους τίτλους του επισκόπου που κατείχε, αναγράφεται και ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι όμως επιβεβαιωμένο ότι υπήρξε πράγματι και αρχιεπίσκοπος. Την εποχή εκείνη ο τίτλος του Ορθόδοξου αρχιεπισκόπου είχε, θεωρητικά τουλάχιστον, καταργηθεί από τους Λατίνους αφού, σύμφωνα προς τις πρόνοιες της Bulla Cypria του 1260, ο τίτλος θα καταργείτο με τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Γερμανού* Πησίμανδρου, με την μη πλήρωση του θρόνου. Ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός Πησίμανδρος είτε πέθανε είτε απεσύρθη κατά ή περί το 1274. Στη συνέχεια, ντε φάκτο στη λαϊκή συνείδηση αρχιεπίσκοποι Κύπρου ήσαν, κατά την εναπομείνασα περίοδο της Φραγκοκρατίας, οι εκάστοτε επίσκοποι Σολίας.

 

Επειδή όμως κατά την εποχή αυτή, κατά την οποία οι Ορθόδοξες επισκοπές της Κύπρου μειώθηκαν από τους Λατίνους σε 4 από 14, η δε επαρχία Αμμοχώστου φαίνεται ότι είχε συγχωνευθεί με την Καρπασία σε μια επισκοπή με έδρα το Ριζοκάρπασο, ο ΜαρίνοςΜάρκος) που ήταν Καρπασίας, είχε γίνει και επίσκοπος Αμμοχώστου- Κωνσταντίας. Τότε πιθανώς θεώρησε τον εαυτό του και ως αρχιεπίσκοπο Κύπρου, διεκδικώντας τον τίτλο από τον επίσκοπο Σολίας. Βασίστηκε ίσως στο γεγονός ότι παλαιότερα αρχιεπίσκοποι Κύπρου ήσαν οι επίσκοποι Κωνσταντίας- Σαλαμίνος.