Βυζαντινός ευγενής, μάγιστρος, που έζησε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα. Ήταν, πιθανώς, γιος του Βυζαντινού δούκα (κυβερνήτη) της Κύπρου Κωνσταντίνου Ευφορβιανού Κατακαλών, πιθανώς δε το επίθετο Ευφορβιανός να ήταν και δικό του, αφού απ’ αυτό ίσως προήλθε η ονομασία του μοναστηριού της Παναγίας των Φορβίων (ή Φορβιώτισσας) που ο Νικηφόρος Ισχύριος ίδρυσε. Του μοναστηριού αυτού σώζεται μόνο η εκκλησία της Παναγίας, η γνωστή εκκλησία της Ασίνου κοντά στο χωριό Νικητάρι, που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά βυζαντινά μνημεία της Κύπρου. Όσα, εξάλλου, γνωρίζουμε για τον Νικηφόρο Ισχύριο, σχετίζονται προς το μοναστήρι των Φορβίων.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον μάγιστρο Νικηφόρο μετά τον θάνατο της συζύγου του Γέφυρας το 1099 (όπως προκύπτει από την αναθηματική τοιχογραφία που βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο της εκκλησίας˙ στην τοιχογραφία εικονίζεται ο Νικηφόρος να προσφέρει την εκκλησία στην Παναγία, πίσω του δε βρίσκεται μια γυναίκα, ίσως η σύζυγός του Γέφυρα). Στη σχετική επιγραφή ο Νικηφόρος αναφέρεται ως μάγιστρος, άρα αξιωματούχος, δικαστής ή φοροθέτης, ενώ σε δεύτερη επιγραφή αναφέρεται με το επίθετο Ισχύριος, που ίσως του είχε δοθεί λόγω της ισχύος του αξιώματός του.
Πιθανώς ο Νικηφόρος Ισχύριος είχε κτίσει την εκκλησία αυτή, αρχικά ως οικογενειακό παρεκκλήσι στο κτήμα του, που θα πρέπει να εκτεινόταν στην περιοχή εκείνη. Αργότερα αποσύρθηκε από την κοσμική εξουσία, έγινε μοναχός μετατρέποντας το όνομά του σε Νικόλαος, κι έζησε ειρηνικά μέχρι τον θάνατό του που συνέβη στις 16 Νοεμβρίου του 1115, όπως αναφέρει σημείωμα στον Παρισινό κώδικα 1590. Όταν έγινε μοναχός, μετέτρεψε την εκκλησία σε μοναστήρι κι έγινε ο πρώτος ηγούμενός του. Ο κώδικας 1590 που τον μνημονεύει, γράφτηκε το 1063 κι ανήκε στο μοναστήρι της Παναγίας των Φορβίων.