Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα αγείρω, που σημαίνει συναθροίζω. Στην κλασσική Ελλάδα, η Αγορά ήταν ένα από τα πιο επιβλητικά δημόσια κτίρια στον κεντρικότερο τομέα του άστεως, όπου συναθροίζονταν οι πολίτες για να συζητήσουν διάφορα δημόσια και ιδιωτικά θέματα. Αργότερα, στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, η Αγορά έγινε και χώρος εμπορικών συναλλαγών και έτσι κατέληξε να είναι το επίσημο κέντρο για κάθε είδος πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Το συνηθέστερο αρχιτεκτονικό σχέδιο της Αγοράς, κατά την Ελληνορωμαϊκή περίοδο, ήταν ένας μεγάλος ορθογώνιος ανοικτός χώρος ή υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από τέσσερις ή λιγότερες στοές με κιονοστοιχίες, οι οποίες επικοινωνούσαν με συνεχόμενα ομοιόμορφα δωμάτια, τα καταστήματα. Γύρω από την Αγορά βρίσκονταν συνήθως το Βουλευτήριο, το Πραιτώριο, τα Νυμφαία, οι Ναοί, τα Γυμνάσια, οι Βιβλιοθήκες κι όλα τα άλλα δημόσια κτίρια της πόλης. Με τις μέχρι σήμερα ανασκαφικές έρευνες στην Κύπρο έχουν αποκαλυφθεί τα κατάλοιπα των ρωμαϊκών Αγορών στη Σαλαμίνα, στους Σόλους, στην Αμαθούντα, στο Κούριον και στην Κάτω Πάφο. Για περισσότερες αρχιτεκτονικές και άλλες λεπτομέρειες για την αρχαία κυπριακή Αγορά, βλέπε αντίστοιχα λήμματα.