Αλασία ή Αλάσια

Image

Επίθετο θηλυκού γένους από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό αλς -αλός = γιαλός - θάλασσα. Το αρχαίο αυτό ελληνικό όνομα αναφέρεται σε ανατολικά κείμενα, που χρονολογούνται από τον 18ο μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., και αποδίδεται σε μια πλούσια σε χαλκό μεσογειακή χώρα που προμήθευε το πολύτιμο αυτό ορυκτό στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Γενικά πιστεύεται ότι η χαλκοφόρα αυτή χώρα, η Αλασία, είναι η Κύπρος, αλλά μερικοί από τους ερευνητές ταυτίζουν την Αλασία και με τη χώρα των Χετταίων, δηλαδή τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο, και μερικοί άλλοι με την αρχαία κυπριακή πόλη της Έγκωμης Αμμοχώστου.

 

Βλέπε λήμμα: Έγκωμη- αρχαιολογικός χώρος

 

Στον αρχαιολογικό χώρο της Έγκωμης έχουν πράγματι βρεθεί δείγματα από εργαστηριακά κατάλοιπα και άλλες σχετικές μαρτυρίες για την επεξεργασία του χαλκού, αλλά παρόμοιες σχετικές μαρτυρίες έχουν αποκαλυφθεί και στο μυκηναϊκό Κίτιον και πολύ πιθανό να υπάρχουν και σ' άλλες πόλεις της Κύπρου της Τελευταίας Εποχής του Χαλκού, που ακόμα δεν έχουν ανασκαφεί. Έτσι υπάρχουν αμφιβολίες ότι η Έγκωμη μπορεί να ταυτιστεί με την Αλασία, γιατί, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μπορεί θαυμάσια να διεκδικήσει το όνομα αυτό και το Κίτιον,   στο οποίο οι ανασκαφικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι είχε και ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο. Αναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι η μεγάλη οικονομική ακμή και πολιτιστική ανάπτυξη της Κύπρου στη διάρκεια της Τελευταίας Εποχής του Χαλκού (1650 -1050 π.Χ.), οφείλεται στον τεράστιο πλούτο που απέκτησε με τη συνεχή εξαγωγή του χαλκού της στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, στις οποίες, σύμφωνα με αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες, περιλαμβάνονται και η Αίγυπτος, η Συρία και η νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Το αναμφίβολο αυτό γεγονός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προϊστορική Κύπρος, η χαλκόεσσα νήσος του Ομήρου, ως ενιαίο σύνολο και όχι τμηματικά, στη διάρκεια της Τελευταίας Εποχής του Χαλκού, ενσαρκώνει την επωνυμία της Αλασίας.

 

Βλέπε λήμμα: Μικρά Ασία και Κύπρος

 

Στην πρώτη εμφάνιση του ονόματος Αλασία (Asy ή Alashiya) σε πινακίδες του 18ου -17ου αι. π.Χ. στο Μάρι και στο Αλαλάχ, παρουσιάζεται η χώρα αυτή σαν χαλκοπαραγωγός(1), πράγμα που δεν αποσαφηνίζει αν πρόκειται για όλο το νησί ή για μια πόλη-βασίλειό του. Η συσχέτιση του όρου Αλασία προς το Αλήσιον πεδίον από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο(2) δεν φαίνεται να στηρίζεται σε σαφείς μαρτυρίες, και αν το Αλήσιον πεδίον στον ελλαδικό χώρο μπορεί να έχει κάποια σχέση προς την Αλασία, αυτή θα οφείλεται μάλλον στον γενικότερο κύκλο εμπορικών, κυρίως, σχέσεων των «Προελλήνων», των Μυκηναίων και των Κρητών και Αιγαίων πληθυσμών προς τους λαούς και πολιτισμούς της Ανατολής σαν σύνολο και όχι σε άμεση μεταφορά του όρου Αλασία από την Κύπρο στην Ελλάδα, αν και το τελευταίο δεν αποκλείεται να συνέβη ή να ενισχύθηκε στα πλαίσια των στενών σχέσεων Ευβοίας- Αττικής -νησιών προς την Εγγύς και Μέση Ανατολή (π.χ. προς την ΑΙ Minah, την Urartu, την Ασσυρία, την Αίγυπτο κλπ.) στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή Εποχή(3).

 

Η μετάθεση της ταύτισης Αλασίας προς Έγκωμη σε ταύτισή της προς κάποια άλλη κυπριακή πόλη και πάντως όχι ολόκληρη την Κύπρο από τον Π. Δίκαιο —αντίθετα προς άλλους που δέχονται την τελευταία ταύτιση(4)—αντικρούεται από τη φοινικική επιγραφή που βρέθηκε στο Arshan Tash στη βόρεια Συρία, κατά την οποία ως τον 7ο αι. π.Χ. ολόκληρη η Κύπρος ονομαζόταν Αλασία(5) ασφαλώς παράλληλα προς άλλες ονομασίες. Η διεύρυνση της σημασίας του όρου Αλασία, αν περί αυτού πρόκειται, πρέπει να έγινε για να δηλώσει την αύξηση της σπουδαιότητας κάποιας αρχικής πόλης-βασιλείου που λεγόταν Αλασία και την επιβολή της επικυριαρχίας της σ' όλη την Κύπρο σε κάποια ιστορική εποχή που ίσως μπορεί να καθοριστεί. Η συλλαβική επιγραφή του 375 π.Χ., αφιέρωση στην Ταμασσό από ένα Φοίνικα στον Αλασιώταν (Αλασιώτη) Απόλλωνα(6), δείχνει ότι ως τότε οι όροι Αλασία-Αλασιώτης χρησιμοποιούνταν για να δηλώσουν χώρο και θεό στην Κύπρο, όχι απαραίτητα στην Ταμασσό, πιθανότατα αρχικά και προ πάντων στην Έγκωμη, όπου βρέθηκε κερασφόρο άγαλμα θεού που ταυτίστηκε προς τον Απόλλωνα Αλασιώτη ή Reshef που θεωρείται εξέλιξη -μετονομασία του κερασφόρου θεού της Υστεροχαλκής Εποχής ˙ ο τελευταίος ταυτίζεται προς τον Απόλλωνα Kεραιάτη της Αρκαδίας, θεό ποιμενικό, που επιβίωσε σε ελληνιστική επιγραφή στην Πύλα και μπορεί να εισήχθη από τους πρώτους Αχαιούς εποίκους στην Κύπρο και ταυτίστηκε προς τον θεό της γονιμότητας της προϊστορικής Κύπρου. Αν και στον Reshef η θέση των χεριών έχει αρκετά παράλληλα στην  Εγγύς  Ανατολή,  τα  χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι ελληνικά, ενώ ένας άλλος νεαρός κερασφόρος θεός της Έγκωμης παρουσιάζει αιγαιακά χαρακτηριστικά, αλλά στάση χεριών παρμένη από την Εγγύς Ανατολή, και ταυτίστηκε και αυτός προς τον Απόλλωνα Κεραιάτη ή Αλασιώτη και θεωρείται προστάτης των κυπριακών ορυχείων χαλκού, όπως και άγαλμα γυναικείας θεότητας του 12ου αι. π.Χ(7).

 

Βλέπε λήμμα: Αλάσιώτας

 

Την ανάμειξη ελληνικών -μυκηναϊκών και ανατολικών στοιχείων στην τέχνη και στη θεολογία της Alassia, θεωρούμε ένδειξη και μεικτής ελληνικής και ανατολικής πολιτικής φιλοσοφίας και χαρακτήρα της Αλασίας στην Κύπρο, είτε ολόκληρη είτε μέρος της σημαίνει ο όρος. Αφετέρου η γεωγραφική και χρονική διεύρυνση του όρου Αλασιώτης στην ίδια την Κύπρο, αν δεν αποδεικνύει, πάντως τείνει να αποδείξει ότι τελικά η Αλασία δήλωνε (αν και όχι μόνο αυτός ο όρος και όχι πάντοτε και για όλους) ολόκληρη την Κύπρο, σύμφωνα προς την φοινικική επιγραφή που αναφέραμε, και ακόμη πιο ύστερα από τον 7ο αιώνα π.Χ. Η ταύτιση του όρου Ελισά στη Βίβλο, προς την Αλασία Έγκωμη (ή Κύπρο;)(8) και μάλιστα η ερμηνεία του Ευσταθίου Αντιοχείας ότι από τον Αλισάσα γιό του Ιωούα(=Ιωαυάν στα Παραλειπόμενα της Π.Δ., Α', 1.7) προήλθαν οι «Ἑλισαῖοι oἱ νῦν Αἰολείς»(9), οδηγούν στη σκέψη ότι και η Αλασία -Έγκωμη ήταν γνωστή στους ανατολικούς λαούς με το όνομα αυτό, ασχέτως αν κάποτε ή και ταυτόχρονα η Αλασία μπορούσε να ήταν και η Κύπρος ολόκληρη.

 

Βλέπε λήμμα: Αμάρνα πινακίδες

 

Το πιο σημαντικό τεκμήριο, νομίζουμε, για την ταύτιση της Αλασίας προς ολόκληρη την Κύπρο αποτελεί η γνωστή αλληλογραφία ενός βασιλιά της Αλασίας ή Άσυ προς τον φαραώ Αμενχοτέπ Δ' (1364-1362 π.Χ.)που βρέθηκε στην Τελ ελ Αμάρνα. Κατά την ορθή ερμηνεία του G. Glotz(10) δείχνει ισοτιμία και όχι υποταγή του Αλασιώτη βασιλιά στον Αιγύπτιο φαραώ. Όπως ακριβώς οι Κρήτες «απεσταλμένοι» στην Αίγυπτο τότε, έτσι και οι Κύπριοι και άλλοι «ξένοι» έρχονταν να εμπορευθούν ελεύθερα και εξαγοράζουν από τον φαραώ το δικαίωμα του εμπορεύεσθαι. Όμοια οι Keftiu (τώρα τελευταία δεκτοί ως Κύπριοι) πληρώνουν τελωνειακό δασμό στον φαραώ, για να εξασφαλίσουν την προστασία των νόμων της χώρας. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να διεξαχθεί ισότιμη αλληλογραφία αυτού του είδους μεταξύ ενός ισχυρού φαραώ και του βασιλιά μιας πόλης- κράτους (βασιλείου), και πρέπει η Αλασία στην εποχή αυτή να ήταν μεγάλο βασίλειο, δηλαδή πρέπει να κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο, με πρωτεύουσα την Αλασία- Έγκωμη. Το ίδιο θα συνέβαινε και επί Αμενχοτέπ Γ' (1402-1364 π.Χ.) από τον οποίο ο βασιλιάς της Αλασίας ζητεί να αποδώσει την περιουσία Κυπρίου εμπόρου που είχε πεθάνει στην Αίγυπτο, και επί του οποίου απεσταλμένος του φαραώ αυτού υποχρεώθηκε να μείνει στην Αλασία για τρία χρόνια, διότι υπήρχε έλλειψη χεριών για την παραγωγή χαλκού, αφού όλοι οι άνδρες είχαν σκοτωθεί από τον θεό Νεργκάλ, που ταυτίζεται προς τον θεό (Απόλλωνα;) της Αλασίας - Έγκωμης — ίσως συμβολική διατύπωση καταστροφής από σεισμό ή λοιμό στα 1375-1350 π.Χ., ή από επιδρομή καταστρεπτική των Lukki, που κάθε χρόνο διενεργούσαν επιδρομή εναντίον της Αλασίας˙ μάλιστα μια φορά έκαμαν επίθεση και κατά της Αιγύπτου συνοδευόμενοι και βοηθούμενοι και από Αλασιώτες, που όταν μερικοί τους αιχμαλωτίστηκαν, ο βασιλιάς της Αλασίας ζητεί από τον φαραώ να τους απελευθερώσει και να τους στείλει στην πατρίδα τους. Επειδή τα ονόματα των αιχμαλώτων είναι σημιτικά ή ουρριακά, αυτό θεωρείται ένδειξη ή απόδειξη ότι μέρος του πληθυσμού της Αλασίας ήταν τότε ξένο, μη ελληνικό, κάτι που συμφωνεί προς την παρατήρηση για μεικτό χαρακτήρα της Αλασίας, που δεν μπορεί να ισχύει μόνο για την Έγκωμη, αλλά για όλη την Κύπρο τότε. Η απαίτηση του Αλασιώτη βασιλιά για επιστροφή αιχμαλώτων από τον φαραώ δείχνει δύναμη, που δηλώνει μεγάλο βασίλειο, όλη την Κύπρο με πρωτεύουσα την Έγκωμη, όπου συσσωρευόταν χαλκός ή μεγάλο μέρος του προς επεξεργασία και εμπορία από τις χαλκοπαραγωγικές περιοχές του νησιού.

 

Βλέπε λήμμα: Σεισμοί

 

Για κανένα λόγο δεν γίνεται πια δεκτός ο υπεροπτικός ισχυρισμός των χεττιτικών εγγράφων, ότι μεταξύ 1400 και 1200 ή 1190 π.Χ. η Κύπρος ήταν τμήμα της χεττιτικής αυτοκρατορίας, φόρου υποτελής σ' αυτήν, αλλά απεναντίας το όλο πόρισμα από την αλληλογραφία του βασιλιά της Αλασίας προς τους συμμάχους του φαραώ της Αιγύπτου και βασιλιά της Ουγκαρίτ είναι ότι επρόκειτο για ανεξάρτητο ισότιμο ηγεμόνα(11), κύριο μεγάλης σχετικά χώρας και όχι πόλης- βασιλείου. Το ίδιο πόρισμα προκύπτει από την συμβουλή του βασιλιά της Αλασίας στον Αμενχοτέπ Δ' να μη συνάψει συμφωνία προς τους Χεττίτες (Χετταίους), που ήσαν τότε (1364-1362) εχθροί της Αλασίας. Ούτε σημαίνουν υποταγή ή σμίκρυνση της έκτασης της Αλασίας οι κυπρο-αιγυπτιακές και κυπρο -ουγκαριτικές και άλλες σχέσεις της όπως η λατρεία του Βάαλ και άλλων σημιτικών θεών σ' αυτήν, η παρουσία του Ιέρακος Ώρου σε χρυσό σκήπτρο του 12ου-11ου αι. π.Χ. από το Κούριον -Καλορίζικη και η αναφορά οκτώ κυπριακών πόλεων σε ιερογλυφικές επιγραφές του 1200-1175 π.Χ. από την Medinet Habu, που σήμερα θεωρείται φανταστική(12).

 

Βλέπε λήμμα: Βάαλ

 

Όλα αυτά μαρτυρούν ανατολικές επιρροές και τίποτε άλλο. Οι επιρροές αυτές μαρτυρούνται, εξάλλου, και με χεττιτικά κ.ά. ευρήματα αλλού (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, Κίτιον, Καζάφανι, Άγ. Ιάκωβο κλπ.). Οι επιδρομές των Λαών της Θάλασσας στην ανατολική Μεσόγειο (Ουγκαρίτ, Παλαιστίνη, Συρία κλπ.) επηρεάζουν και την Αλασία, ειδικά την βόρεια Αλασία από το 1222 κ.ε. Στα 1200 οι λαοί αυτοί με ουγκαριτικά πλοία αυτήν ακριβώς την περιοχή χτυπούν, ενώ ήδη στα 1222 και η Εγκωμη και το Κίτιον είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές από τους Λαούς της Θάλασσας. Στα 1190 π.Χ. ο βασιλιάς των Χεττιτών Shuppiluliuma Β' περηφανεύεται ότι κήρυξε πόλεμο κατά της Alashiya και κατέστρεψε τον στόλο της.

 

Τότε ακριβώς τίθεται και η μαζική είσοδος κι εγκατάσταση Μυκηναίων Ελλήνων σε διάφορα σημεία της Κύπρου, όπου χτίζουν «Κυκλώπεια τείχη» στα ερείπια των κατεστραμμένων παλαιών εγκαταστάσεων (Μάα, Πύλα, Σίντα, Κίτιον, Έγκωμη κλπ.).

 

Βλέπε λήμματα: Μάα, Πύλα, Σίντα, Κίτιον, Έγκωμη 

 

Προφανώς τα μεγάλα πλήγματα των «Λαών» σ' όλη την έκταση του κράτους της Αλασίας-Κύπρου διέσπασαν την ενότητά του, το διέλυσαν και επέτρεψαν την ελληνική-μυκηναϊκή εγκατάσταση, που στηριζόταν και σε καλύτερο οπλισμό. Όταν γύρω στα 1075 π.Χ. ο Αιγύπτιος ιερέας Βεναμόν επισκέπτεται την Αλασία(13), όπου καταφεύγει μετά από ναυάγιο γυρίζοντας από τη Βύβλο, οι κάτοικοι όλοι εκτός ενός δεν γνώριζαν την αιγυπτιακή γλώσσα του Βεναμόν, ούτε κανείς ήξερε τη συριακή του πληρώματος του πλοίου, και γι’ αυτό οι Αλασιώτες ήθελαν να τους σκοτώσουν. Ο Βεναμόν έπεισε την βασίλισσα της Αλασίας Heteb(;) να μη γίνουν οι φόνοι, προειδοποιώντας ότι ο βασιλιάς της Βύβλου θα εκδικείτο σκοτώνοντας δέκα Αλασιώτες ναύτες. Η μαρτυρία αυτή πείθει ότι η Αλασία ήταν στην Κύπρο, προφανώς στην ανατολική ακτή, όπου φυσικό ήταν να γίνει το ναυάγιο, και δεν μπορεί να είναι άλλη από την Έγκωμη. Η βασίλισσά της είναι προφανώς απόδειξη μητρογραμμικής δυναστικής δομής, όπως αυτήν που αναφέρεται και στα ομηρικά έπη και σε μερικές ανατολικές κοινωνίες, αν και όχι σαν αποκλειστική δυνατότητα κατά τα χρόνια του Τρωικού πολέμου και κατόπιν, και πιθανώς είναι προϊόν των εξελίξεων στην Κύπρο μετά την εγκατάσταση των Αχαιών -Μυκηναίων. Η άγνοια των ανατολικών γλωσσών είναι επίσης παράγωγο αυτής της εγκατάστασης, που όμως δεν φαίνεται να άλλαξε την ονομασία της Αλασίας-Έγκωμης, ούτε της Κύπρου- Αλασίας, αν και δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε αν η Αλασία- Έγκωμη της Heteb ήταν η πρωτεύουσα του ενιαίου κυπριακού χώρου οργανωμένου σε ένα βασίλειο, ή ένα από τα πολλά μυκηναϊκά βασίλεια που βλάστησαν σε διάφορα στρατηγικά σημεία του νησιού μετά ή εξαιτίας του μυκηναϊκού εποικισμού, χαλαρά συνδεόμενα μεταξύ τους. Το τελευταίο θεωρούμε το πιθανότερο, όσο κι αν οι ερευνητές θεωρούν χωρίς χρονική διάκριση Αλασία πάντοτε (ως τα Αρχαϊκά χρόνια) ολόκληρη την Κύπρο(14). Νομίζουμε ότι μετά τον μυκηναϊκό εποικισμό η κατεξοχήν Αλασία- Έγκωμη διατήρησε το ένδοξο όνομα του παλαιού ενιαίου κράτους της Αλασίας - Κύπρου σαν το νόμιμο κρατικό της όνομα (ίσως διεκδικώντας επανένωση όλης της Κύπρου υπό το σκήπτρο της, όπως αργότερα η Σαλαμίνα). Αλλά αυτό δεν απέκλειε τη χρήση του όρου Αλασία για να δηλώσει ολόκληρη την Κύπρο σε κείμενα όχι επίσημα, όπως η φοινικική επιγραφή του 7ου αι. π.Χ. κ.ά. επιγραφές, ακολουθώντας την παλαιότατη παράδοση της ταύτισης Κύπρου - Αλασίας από τα χρόνια της ακμής και ενότητας (14ος αι. π.Χ. κ.ε.).

 

Βλέπε λήμμα: Όμηρος

 

Αυτή ακριβώς την ταύτιση έχει υπόψη ο Όμηρος (Οδύσσεια, Α', 184), γράφοντας «ἐς τ' Ἂλασιν μετά χαλκόν» κατά την ευφυή διόρθωση του «Τεμέσην» από τον Κ.Π. Χατζηιωάννου(15), διαιωνίζοντας την παράδοση της ενότητας της Κύπρου, αν και πιθανότατα το λιμάνι από όπου θα φορτωνόταν ο χαλκός στην Οδύσσεια πρέπει μάλλον να ήταν η Έγκωμη- Αλασία η πρωτεύουσα.

 

  1. P. Dikaios, Enkomi Excavations 1948-1958, R. 1971, σ. 534 υποσημ. 531.
  2. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 1961, σσ. 5-6.
  3. Βλ. τις εργασίες των J. Boardman, Havelock, L.Η. Jeffrey, I. Coldstream κ.ά.
  4. Πρβλ.Β. Καραγιώργη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, XCII 1962, σ. 309, πρβλ. Kadmos, XII. 1, 1968, σ. 101.
  5. Οl. Masson. A propos d’ Alasia, Kadmos, XIl. 1973, σσ. 98-99.
  6. Κ.Π. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ , Δ’ , α', 1980, σσ. 74 -77 αρ. 17.18, και Δ, β , 1980. σ. 38.
  7. V. Κarageorghis, Cyprus from the Stone Age to the Romans, London, 1982, σσ. 144, 101-104.
  8. Γενέσ., 10.4.-5, του 5ου π.Χ. αι., βλ. και άλλα χωρία στον Κ.Π. Χατζηιωάννου,ΑΚΕΠ, Α', 1971, σσ. 72-75 αρ. 35.2 - 35.3.
  9. ΑΚΕΠ , Ε’ 1983, σ. 148 αρ. 145.
  10. The Aegean Civilizations, 1968, σσ. 207 208.
  11. Αυτ., πρβλ. σ. 82.
  12. ΑΚΕΠ, Ε', 1983, σσ. 133-135. L. Helbing, Alasia Problems, S.I. M.Α. LVII, 1979, σσ. 55 κ.ε.και σποράδην. Μ.Ι. Elsaadani, Αι Ελληνο- Αιγυπτιακαί Σχέσεις... 945-525 π.Χ. Αθ., 1982, σσ. 184-185.
  13. Helbing, ε.α., σσ. 67-69, 73-76. Dikaios, ε.α.. II. σσ. 533 534.
  14. Βλ. Merrillees, RDAC 1982, σ. 251, με βάση τον Vincentelli.
  15. ΑΚΕΠ , Ε', σ. 132 αρ. 130, Β' Archaeologischer Anzeiger, Heft 3,1966, σσ. 205-210.