Ιωακείμ Β' αρχιεπίσκοπος

Image

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από τον Ιούλιο του 1821 μέχρι τον Μάιο του 1824, διάδοχος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου του εθνομάρτυρα Κυπριανού.

 

Πριν ανέλθει στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου, ο Ιωακείμ είχε διατελέσει οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα. Ενα από τα προσόντα που διέθετε, ήταν ότι γνώριζε πολύ καλά την τουρκική γλώσσα, πράγμα που εθεωρείτο ως αναγκαίο εφόδιο για τους αρχιεπισκόπους κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας  επειδή αυτοί, ως εκπρόσωποι των  Χριστιανών της Κύπρου, βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τις τουρκικές αρχές.

 

Ο Ιωακείμ δεν εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου αλλά επεβλήθη στο αξίωμα αυτό από τον Τούρκο κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ. Όταν ο Κουτσιούκ Μεχμέτ εκτέλεσε, στις 9 Ιουλίου του 1821, τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και τους μητροπολίτες, διέταξε την άμεση πλήρωση των αρχιερατικών τους θρόνων με άλλους ιερωμένους που αυτός επέλεξε και που εκρατούντο ήδη από τον ίδιο στη φυλακή. Αυτοί ήσαν ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα Ιωακείμ, που έγινε αρχιεπίσκοπος, και ο αρχιδιάκονος της Πάφου Πανάρετος, ο αρχιμανδρίτης Κιτίου Λεόντιος κι ο έξαρχος Κυρηνείας Δαμασκηνός, που πλήρωσαν τους αντίστοιχους επισκοπικούς θρόνους. Οι τέσσερις αυτοί ιερωμένοι ήσαν εκείνοι τους οποίους ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ως ομήρους, και ως εγγύηση ότι οι Ραγιάδες του νησιού δεν θα εξεγείρονταν κατά του σουλτάνου μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης τον Μάρτιο του 1821. Όμως μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιεραρχών, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ αποφυλάκισε τους ομήρους του αυτούς και με τα ίδια μουλάρια με τα οποία είχε μεταφέρει στο σεράγιο τους εκτελεσθέντες, τους οδήγησε στην Αρχιεπισκοπή μεταφέροντάς τους με τιμές, όπου και τους ανακήρυξε ως νέους ιεράρχες. Ο ένας απ' αυτούς, ο Δαμασκηνός  που έγινε μητροπολίτης Κυρήνειας, ήταν εκείνος που διαδέχθηκε το 1824 τον Ιωακείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

 

Ο Ιωακείμ και οι τρεις άλλοι που διορίστηκαν, απευθύνθηκαν αμέσως στο οικουμενικό πατριαρχείο και ζήτησαν από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευγένιο να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ να στείλει στην Κύπρο τρεις επισκόπους του για να τους χειροτονήσουν και τους καθιερώσουν. Ο Ευγένιος, ύστερα από δισταγμό, μεσολάβησε προς τον Σεραφείμ και ο τελευταίος απέστειλε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1821, τρεις επισκόπους που προέβησαν στη χειροτονία. Οι επίσκοποι Αντιοχείας που ήλθαν γι’ αυτό τον σκοπό στην Κύπρο ήσαν ο Επιφανείας Ιωαννίκιος (που ήταν Κύπριος), ο Σελευκείας Γεννάδιος και ο Εμέσης Μεθόδιος.

 

Από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του, ακόμη και πριν χειροτονηθεί από τους επισκόπους του πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Ιωακείμ βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα προβλήματα, κυρίως οικονομικά, που είχαν μάλιστα επιδεινωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα και τις σφαγές του Ιουλίου. Το χρέος της Αρχιεπισκοπής ήταν ήδη από την εποχή του Κυπριανού τεράστιο, αλλά ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε τόσο από τον κλήρο όσο και από λαϊκούς, ότι πουλούσε ιερά σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις αλλά και μπαξίσια στους Τούρκους. Προς τούτο, ήλθε σε οξεία σύγκρουση και με τον κλήρο και με τον λαό.

 

Μεταξύ των οικονομικών υποχρεώσεων που διευθέτησε ήταν ένα χρέος τοῦ κοινοῦ τῆς Πατρίδος προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ αγά, που ανερχόταν στο ποσόν των 122.239 γροσιών (σύμφωνα προς ανέκδοτο έγγραφο των αρχείων της Αρχιεπισκοπής, ημερομηνίας 1 Νοεμβρίου 1821), που κανονίστηκε με έκδοση γραμματίων προς τους προξένους της Αγγλίας Α. Βοντιτσιάνο (41.660 γρόσια) και της Πρωσσίας Γιακουμέττο Μαρίτου (48.789 γρόσια), καθώς και γραμματίου προς τον Γάλλο έμπορο Βικέντιο (31.850 γρόσια). Στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής σώζεται επίσης ανέκδοτη επιστολή του Ιωακείμ προς τον πρόξενο της Σικελίας Ιερώνυμο Καλημέρα, ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1822, με την οποία τον παρακαλεί να δεχθεί παράταση για την αποπληρωμή χρέους προς αυτόν, καταλήγει δε γράφοντας:... εἰ δέ καί δέν εὐχαριστηθῆτε, ὅπως ἀγαπᾶτε κάμετε, διότι ἡμεῖς τόν τρόπον δέν τόν ἔχομεν...

 

Όμως παρά την ύπαρξη μεγάλων χρεών, φαίνεται ότι ο Ιωακείμ κατόρθωσε να εξαγοράσει και μερικά εκκλησιαστικά κτήματα από εκείνα που είχαν δημευθεί από τους Τούρκους μετά τις σφαγές του Ιουλίου του 1821. Ένα τέτοιο κτήμα ήταν το τσιφλίκι της Κοντέας, το οποίο ο Ιωακείμ μεταπούλησε (στις 16 Νοεμβρίου 1823) στην Λουίζα Λαπιέρ.

 

Η αντιδικία και αντιπαράθεση όμως μεταξύ του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ αφενός και του λοιπού κλήρου καθώς και του λαού αφ' ετέρου, συνεχίστηκε κι εντάθηκε, μέχρι του σημείου ώστε να επέμβει ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος Γ' (1822 - 1824). Ο πατριάρχης, με συνοδική του επιστολή (Σεπτέμβριος του 1823) προς τον κλήρο και τον λαό της Κύπρου, ζητούσε να μην υβρίζεται ο αρχιεπίσκοπος και τόνιζε ότι οι έριδες ήσαν ενοχλητικές και δυσαρεστούσαν τον σουλτάνο. Με άλλη σύγχρονη επιστολή του, ο πατριάρχης απευθυνόταν προς τον Ιωακείμ και εξέφραζε την απορία πώς ο αρχιεπίσκοπος είχε κατορθώσει να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του κλήρου και του ποιμνίου του. Έκανε επίσης νύξεις για παραμέληση, εκ μέρους του Ιωακείμ, των πνευματικών αναγκών του λαού, του υπεδείκνυε τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και τον καλούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία μεταξύ του και των Χριστιανών, ταυτόχρονα δε συνιστούσε την πειθαρχία όλων προς τον σουλτάνο. Ο πατριάρχης απευθύνθηκε επίσης προς τους τρεις Κυπρίους μητροπολίτες, τους οποίους μεμφόταν και κατηγορούσε ότι δεν συνέβαλαν στη συμφιλίωση αλλά συντηρούσαν τις έριδες που ήσαν ολέθριες στο γένος (βλέπε και λήμμα Άνθιμος Γ').

 

Παρά το ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ βεβαίωνε τον πατριάρχη (με επιστολή του ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 1823) ότι είχε επιφέρει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Κυπριακής Εκκλησίας και ότι η ειρήνη είχε αποκατασταθεί, εντούτοις οι καβγάδες όχι μόνο δεν έπαυσαν, αλλά ούτε και οι προσωπικές προσπάθειες του πατριάρχη Αντιοχείας Μεθοδίου δεν συνέβαλαν στον περιορισμό τους. (Ο Μεθόδιος, περαστικός από την Κύπρο τον Νοέμβριο του 1823, είχε καταβάλει μάταιες προσπάθειες για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξης και ηρεμίας στην Κύπρο).

 

Οι βασικές κατηγορίες των Κυπρίων κατά του Ιωακείμ (εκτός από το ότι πουλούσε εκκλησιαστικές περιουσίες για να πληρώνει τους Τούρκους), ήταν ότι ο αρχιεπίσκοπος ήταν αμαθής και ανίκανος, ότι εστερείτο πολιτικής οξυδέρκειας και ότι δεν ήταν σε θέση να διοικεί. Και είναι γεγονός ότι την εποχή αυτή, ύστερα από τη δεινή θέση στην οποία είχε βρεθεί η Κύπρος εξαιτίας των εκτεταμένων εγκλημάτων των Τούρκων και των σφαγών του 1821, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ελληνική επανάσταση συνεχιζόταν, το νησί χρειαζόταν πράγματι έναν ηγέτη με εξαιρετικές πολιτικές και άλλες ικανότητες, και τέτοιος ασφαλώς δεν ήταν ο Ιωακείμ.

 

Όμως, πέρα από τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και του αρχιεπισκόπου, ο Ιωακείμ ήλθε και σε σοβαρή ρήξη με τους Γάλλους υπηκόους (εμπόρους, κληρικούς και άλλους) που βρίσκονταν στην Κύπρο, για λόγους που δεν μας είναι γνωστοί. Γεγονός όμως είναι ότι ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη διατύπωσε σοβαρά παράπονα προς τον πατριάρχη Άνθιμο Γ', κι ο τελευταίος απευθύνθηκε πάλι με επιστολή του προς τον Ιωακείμ (28 Δεκεμβρίου 1823).

 

Τελικά ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ αναγκάστηκε να αποσυρθεί, η δε επιστολή    παραίτησής του, ημερομηνίας 21 Μαϊου 1824, σώζεται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Σ' αυτήν αναφέρει ότι παραιτείται κατόπιν «ἀνακτορικῆς προσταγῆς», και γράφει ότι προβαίνει στο διάβημα παραίτησής του επειδή δέν εὕρισκεναυτόν ἱκανόν εἰς τούς ἐνεστῶτας καιρούς...

 

Στην κατά του Ιωακείμ πολεμική πρωτοστατούσαν οι Κύπριοι μητροπολίτες, με επικεφαλής τον Κυρηνείας Δαμασκηνό. Ο Δαμασκηνός ήταν κι εκείνος που τον διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.