Ευαγόρας Α΄

Ο Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου

Image

Βασιλιάς της Σαλαμίνας. Γεννήθηκε πιθανόν γύρω στο 435 π.Χ. Εξαιτίας της έλλειψης γραπτών πηγών δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το γενεαλογικό του δέντρο, ούτε και τους γονείς του. Ο ίδιος πάντως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τον Ισοκράτη (Ευαγόρας, 12-18), ότι ήταν απόγονος του Τεύκρου και του Αιακού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πατέρας του διετέλεσε βασιλιάς της Σαλαμίνας αφού γνωρίζουμε (από νομισματικές πηγές) ότι οι βασιλιάδες της πόλης (ο Νικόδαμος από το 479[;] π.Χ. και ο Ευάνθης από το 450[;], βλ. ICS, αρ. 323, 324) χωρίς αμφιβολία θα ήσαν φίλοι των Περσών αφού είχαν υπηρετήσει μετά την επανάσταση του Ονήσιλου (499/98 π.Χ.). Είναι γνωστό ότι οι Πέρσες μετά την αποτυχία της είχαν εγκαταστήσει στα κυπριακά βασίλεια φιλοπερσικές δυναστείες ελληνικής ή φοινικικής καταγωγής. Πολύ πιθανόν ο Ευαγόρας ν’ ανήκε σε κάποια   αριστοκρατική οικογένεια της Σαλαμίνος που έτρεφε φιλελληνικά αισθήματα και μέσα σ' αυτό το κλίμα ν’ ανατράφηκε.

 

Βλέπε λήμματα: Τεύκρος και Ονήσιλος 

 

Όταν ο Αβδήμων (; - 411 π.Χ.), Φοίνικας από την Τύρο που κατοικούσε στο Κίτιον, πήρε την εξουσία δολοφονώντας τον, άγνωστο σε μας, προκάτοχό του (Διόδ., XIV, 98) θα είχε, φαίνεται, καταδιώξει όσους δεν έτρεφαν φιλοπερσικά αισθήματα και δεν ανέχονταν την παρουσία του στο θρόνο της Σαλαμίνας. Ο Ευαγόρας θα ήταν ένας απ’ αυτούς κι επειδή κινδύνευε η ζωή του, αναγκάστηκε να καταφύγει, άγνωστο πότε, στους Σόλους της Κιλικίας. Απ’ εκεί άρχισε να προετοιμάζει σχέδιο κατάληψης της εξουσίας στη Σαλαμίνα με σκοπό την αποκατάσταση της δυναστείας των Τευκριδών της οποίας, όπως κιόλας αναφέραμε, ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος (Ισοκρ., Ευαγ. 27).

 

Με ελάχιστο αριθμό οπαδών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Αθηναίοι εθελοντές (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 445-48, G.F. Hill, History... Ι, σ. 127, SCE, IV. 2, σ. 490), πέτυχε το 411 π.Χ. να πάρει την εξουσία, μάλιστα αναίμακτα, κάνοντας ξαφνική επίθεση εναντίον του βασιλικού παλατιού (Ευαγόρας, 30-32) και ανατρέποντας τον Αβδήμονα. Δεν φαίνεται να προβλήθηκε καμιά αντίσταση από μέρους του πληθυσμού, Ελλήνων και Φοινίκων (που είχαν αρκετά εξελληνιστεί), πράγμα που σημαίνει ότι και τα δυο αυτά φυλετικά στοιχεία δεν συμπαθούσαν τον Φοίνικα σφετεριστή του θρόνου (Ευαγ., 31).

 

Όπως εύκολα τον δέχτηκαν στη Σαλαμίνα ως βασιλέα, το ίδιο εύκολα τον δέχτηκε και ο Δαρείος Β΄ (424-404), ο τότε Μέγας Βασιλέας των Περσών. Ο Ευαγόρας άλλωστε πλήρωνε, όπως κι οι άλλοι βασιλιάδες στην Κύπρο, το φόρο υποτελείας, πράγμα που σήμαινε ότι αναγνώριζε έμμεσα την περσική κυριαρχία. Εξάλλου, ο Δαρείος ήταν απασχολημένος με σοβαρότερα προβλήματα που συνέβαιναν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του αλλά και στον ελληνικό χώρο. Τέτοια προβλήματα ήταν: μηχανορραφίες στο περιβάλλον της Αυλής του, στάσεις από μέρους των σατραπών της Αιγύπτου και της Ιουδαίας, ταραχές στη Μηδία, αλλά και περσικές επεμβάσεις στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα του Πελοποννησιακού πολέμου που συνεχιζόταν αδιάκοπα. Είναι πράγματι γνωστό ότι ο πόλεμος αυτός εξάντλησε οικονομικά και τους δυο αντίπαλους, κυρίως στην τελευταία του φάση, γι’ αυτό και ζητούσαν ενίσχυση από τους Πέρσες. Ο Δαρείος, ανάλογα με την περίπτωση και τα προσωπικά του συμφέροντα, έπαιρνε άλλοτε το μέρος του ενός και άλλοτε το μέρος του άλλου. Έτσι η κατάληψη του θρόνου της Σαλαμίνας από τον Ευαγόρα θα κρίθηκε από τους Πέρσες σαν μια αλλαγή χωρίς σημασία, αφού υπήρχαν μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα προβλήματα στην αυτοκρατορία.

 

To όραμα της συνένωσης της Κύπρου: Μόλις ο Ευαγόρας σταθεροποιήθηκε στο θρόνο της Σαλαμίνος, προσπάθησε να υλοποιήσει τους αντικειμενικούς στόχους της πολιτικής του που δεν ήταν άλλοι από τη συνένωση ολόκληρης της Κύπρου σ’ ένα βασίλειο κάτω από την εξουσία της Σαλαμίνας. Πίστευε πως μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε το νησί ν' απαλλαγεί από τον περσικό ζυγό. Ταυτόχρονα, προσπάθησε ν’ αναπτύξει οικονομικά τη Σαλαμίνα (Ισοκρ., Ευαγ., 47-49), να ενισχύσει την άμυνά της και να δημιουργήσει δικό του ισχυρό στόλο. Επειδή αντιλαμβανόταν ότι ήταν αδύνατο να πετύχει μόνος τα φιλόδοξα σχέδιά του, στράφηκε στην αναζήτηση συμμάχων.

 

Βλέπε λήμμα: Αθήνα και Κύπρος

 

Στην αρχή στράφηκε προς την Ελλάδα, ιδιαίτερα την Αθήνα. Ήταν η εποχή που η πόλη αυτή περνούσε από σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση μετά την καταστροφή της εκστρατείας στη Σικελία. Ένα από τ’ αποτελέσματα της κρίσης αυτής ήταν, όπως ξέρουμε, n στάση των ολιγαρχικών το 411 π.Χ., που προσπάθησαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Οι Αθηναίοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά είχαν ανάγκη από βοήθεια και ο Ευαγόρας θα μπορούσε να τους προσφέρει τουλάχιστον τρόφιμα (Ανδοκίδης, Περί τῆς ἑαυτοῦ καθόδου, 21). Από ένα τιμητικό ψήφισμα του αθηναϊκού Δήμου (IG Ι², 113) προς τιμήν του Ευαγόρα φαίνεται ότι ο Κύπριος βασιλιάς πρόσφερε στους Αθηναίους βοήθεια. Δυστυχώς το πολύτιμο τούτο κείμενο σώθηκε πολύ κατεστραμμένο, πράγμα που δεν μας επιτρέπει να εξαγάγουμε σίγουρα συμπεράσματα. Στο πρώτο μέρος αναφέρεται ότι οι Αθηναίοι προσφέρουν τιμές και προνόμια στον Ευαγόρα αλλά επειδή δεν σώθηκε το σκεπτικό της απόφασης του Δήμου δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους πραγματικούς λόγους που του παραχωρήθηκαν οι τιμές. Οι γραμμές 23-24 του ψηφίσματος συμπληρώνονται έτσι:

 

...τάς δίκ[ας διδόναι καί δέχεσθαι Εὐαγόραν κατά τάς χσ]υμβολάς...

 

Με τη λέξη χσ]υμβολάς το ψήφισμα πιθανόν να κάνει νύξη για κάποια συνθήκη μεταξύ Αθηνών και Ευαγόρα. Ο Ισοκράτης (Ευαγ., 54) και ο Δημοσθένης (XII, 10) που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του ψηφίσματος αυτού, δυστυχώς δεν αναφέρουν λεπτομέρειες. Μήπως θα έπρεπε να παραβάλουμε το ψήφισμα μ’ ένα κείμενο του Ξένοφώντος (Ελληνικά, IV, 8, 24) στο οποίο αναφέρεται ότι το 390 π.Χ. δέκα αθηναϊκά πλοία εστάλησαν στην Κύπρο με αρχηγό τον Φιλοκράτη ἐπί συμμαχίαν τῇ Εὐαγόρᾳ... οἱ τε γάρ Ἀθηναῖοι φίλῳ χρώμενοι βασιλεῖ συμμαχίαν ἒπεμπον Εὐαγόρᾳ πολεμοῦντι πρός βασιλέα; Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτή, το κείμενο στην κατάσταση που σώθηκε δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα.

 

Ένα άλλο ενδιαφέρον απόσπασμα του ψηφίσματος (γραμμή 39) αναφέρει το όνομα του Τισσαφέρνη (Τισ/αφρένεν hότι...). Φέρουμε από άλλες πηγές ότι ο Αλκιβιάδης προσπάθησε πολλές φορές, χωρίς επιτυχία, να προσεγγίσει τον Τισσαφέρνη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Ευαγόρας, αφού εξακολουθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με την περσική αυτοκρατορία, θα έπαιξε το ρόλο μεσολαβητή γι’ αυτήν την προσέγγιση κι οι προσπάθειές του θα απέτυχαν. Άξιζε, ωστόσο, ν’ αναφερθούν σ’ ένα επίσημο κείμενο όπως ήταν το τιμητικό ψήφισμα.

 

Μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς, ο στρατηγός Κόνων, πρωταίτιος της καταστροφής, επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες εάν επέστρεφε στην Αθήνα, ζήτησε καταφύγιο στην Κύπρο, κοντά στον Ευαγόρα (Ισοκράτης, V, 52, IX, 52, Ξενοφ., Ελλ. II, 1, Πλούταρχος, Λύσανδρος, II, 5, Διόδωρος, XIII, 106, 6). Από τότε οι δυο άντρες συνδέθηκαν με σταθερή φιλία και μαζί σκέφτηκαν λύσεις για να βγει η Αθήνα από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν εξαιτίας του πολέμου, της καταστροφής και της επικράτησης των ολιγαρχικών. Ο Κόνων μάλιστα πίστεψε ότι θα ήταν εύκολο να πείσει τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, που ήταν φίλος των Σπαρτιατών, να συμμαχήσει με τον Ευαγόρα και ν' απομακρυνθεί από τους Σπαρτιάτες. Του πρότειναν έτσι συνοικέσιο με τον Οίκο του Ευαγόρα (του προξένεψαν μια από τις κόρες του Κυπρίου βασιλιά), αλλά το αρνήθηκε. Όμως δέχτηκε να ματαιώσει την αποστολή τριήρεων στους Σπαρτιάτες που είχε κιόλας εξοπλίσει για το σκοπό αυτό (Λυσίας, XIX, 20).

 

Βλέπε λήμμα: Διονύσιος ο Συρακόσιος

 

Ο Ευαγόρας, εξάλλου, μεσολάβησε, ώστε ν’ ανατεθεί στον Κόνωνα η αρχηγία του περσικού στόλου και πράγματι ο Φαρνάβαζος του την ανέθεσε (Διόδ., XIV, 39,1). Ο ίδιος ο Φαρνάβαζος μάλιστα είχε επισκεφθεί την Κύπρο και παράγγειλε να του ετοιμάσουν στόλο από 100 τριήρεις, δίνοντάς τους και βοήθεια από 500 τάλαντα (Διόδ.. XIV, 39,3). Ο Ευαγόρας από την πλευρά του πρόσφερε 40 πλοία καθώς και μισθοφόρους (Ελληνικά της Οξυρρύγχου, XV, 1 κ.ε.). Έτσι ο Κόνων απέπλευσε για την Κιλικία έτοιμος για στρατιωτικές επιχειρήσεις (Διόδ.. XIV, 39, 3). Όταν ο στόλος βρισκόταν κοντά στην Καύνο ξέσπασε ανταρσία ανάμεσα στους μισθοφόρους επειδή δεν πληρώθηκαν. Αρχηγός των στασιαστών ήταν κάποιος στρατηγός από την Καρπασία (Ελληνικά της Οξυρ., XV, 1-6). Ο Κόνων κατόρθωσε να καταπνίξει τη στάση σκοτώνοντας τους πρωταίτιους. Στη συνέχεια αναχώρησε για τα Σούσα, για να διευθετήσει το θέμα των οικονομικών του στόλου. Εκείνο όμως που του επέτρεψε να επανέλθει θριαμβευτής στην Αθήνα, ήταν η νίκη του τον Αύγουστο του 394 π.Χ. όταν συνέτριψε τον σπαρτιατικό στόλο με αρχηγό τον Πείσανδρο. Εξάλλου έφερε μαζί του και χρήματα για να ξανακτιστούν τα Μακρά Τείχη των Αθηνών, επιτρέποντας έτσι στην πόλη του να ξαναβρεί την ανεξαρτησία της (Ξενοφ., Ελλην.. IV, 8-9, Διόδ.. XIV, 85, 2-4). Οι δυο πρωταγωνιστές, Ευαγόρας και Κόνων, τιμήθηκαν με τις μέγιστες τιμές από τους Αθηναίους. Για πρώτη φορά, από την εποχή των Τυραννοκτόνων, στήθηκαν τ’ αγάλματα και των δυο στην Αγορά (Παυσ., 1, 3, 2, Ισοκρ., Ευαγ., 57).

 

Ο αθηναϊκός λαός τιμά τον Ευαγόρα: Επιπρόσθετα, ο Ευαγόρας τιμήθηκε για δεύτερη φορά από τον αθηναϊκό λαό: Το 393/92 με καινούργιο τιμητικό ψήφισμα του παραχωρούσαν ακόμη περισσότερα προνόμια (IG IΙ², 20). Στην τέταρτη γραμμή του ψηφίσματος, που δυστυχώς πάλι σώθηκε πολύ κατεστραμμένο, αναφέρεται και το όνομα του Κόνωνος, πράγμα που σημαίνει πως οι καινούργιες τιμές σχετίζονταν με την υποστήριξη από τον Ευαγόρα των πρωτοβουλιών του Αθηναίου στρατηγού, που εξυπηρέτησαν τόσο πολύ την πόλη του. Αναφέρθηκαν κιόλας οι προσπάθειες του Ευαγόρα να ενοποιήσει το νησί κάτω από την ηγεσία του. Χωρίς να διακόψει τις σχέσεις του με τον Μέγα Βασιλέα (Ισοκρ., Ευαγ., 158) προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τις αδυναμίες της περσικής αυτοκρατορίας που ήσαν αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών ταραχών. Οι ταραχές αυτές εκδηλώνονταν με τάσεις των σατραπών της Μ. Ασίας ν’ ανεξαρτητοποιηθούν, με τη στάση του Αμυρταίου στην Αίγυπτο και την επανάσταση του Κύρου. Γι’ αυτό το λόγο θεώρησε, γύρω στο 392/1, πρόσφορη την ευκαιρία να θέσει σ’ εφαρμογή το παλαιό του σχέδιο.

 

Στην αρχή προσπάθησε να πείσει τις λοιπές κυπριακές πόλεις να τον ακολουθήσουν. Εκείνες που αρνήθηκαν τη συνεργασία, επιχείρησε να τις καταλάβει (Διόδ., XIV, 98, 2). Η πιο μεγάλη αντίσταση προβλήθηκε από τις πόλεις Αμαθούντα, Σόλους και Κίτιον. Το 391 μάλιστα οι πόλεις αυτές έστειλαν απεσταλμένους στον Αρταξέρξη Β' , τον διάδοχο του Δαρείου, και του ζητούσαν βοήθεια για να μπορέσουν ν' αντιταχθούν στις πιέσεις του Ευαγόρα. Ο Αρταξέρξης βλέποντας πως μια τυχόν επιτυχία του Ευαγόρα θα σήμαινε γι’ αυτόν απώλεια του ελέγχου του νησιού, πρόσταξε τον δυνάστη της Καρίας Εκατόμνω και τον σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη να επέμβουν στην Κύπρο (Διόδ., XIV, 98, 3). Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ο Ευαγόρας στράφηκε προς τους φίλους και συμμάχους του Αθηναίους, που, παρόλες τις οικονομικές τους δυσκολίες και τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν τώρα με τους Πέρσες, του έστειλαν 10 τριήρεις. Τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοφήμου μαζί μ’ άλλους φίλους του (Λυσίας, XIX, 21-22, 43). Με αρχηγό τον ναύαρχο Φιλοκράτη απέπλευσαν για την Κύπρο (Ξενοφ., Ελλην., IV, 8, 24). Δεν κατάφεραν όμως να φθάσουν στην Κύπρο, γιατί πιάστηκαν το 390 π.Χ. κοντά στη Ρόδο από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευτία. Στο μεταξύ ο Ευαγόρας προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του και απευθύνθηκε για βοήθεια σε γειτονικές με την Κύπρο χώρες. Πλησίασε τον  βασιλιά της Αιγύπτου Άκορι  που κι αυτός βρισκόταν σε διάσταση με τους Πέρσες. Το 388 π.Χ.   έκανε συμμαχία μαζί του και του παραχώρησε σημαντική βοήθεια (Διόδ., XV, 2, 3, Θεόπομπος, απόσπασμα 103). Άλλωστε και οι Αθηναίοι συμμάχησαν το 390/89 με τον Άκορι και πιθανόν η συμμαχία αυτή να έγινε με τη μεσολάβηση του Ευαγόρα.

 

Τον ίδιο χρόνο οι Αθηναίοι διέταξαν τον στρατηγό Χαβρία να συνδράμει τον Ευαγόρα. Για το σκοπό αυτό μάλιστα διέκοψαν τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας με 800 πελταστές και 10 τριήρεις στις οποίες προστέθηκαν από την Αθήνα άλλα καράβια και οπλίτες, ξεκίνησε για την Κύπρο (Ξενοφ., Ελλην., V, 1, 10). Με τον τρόπο αυτό ο Ευαγόρας θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των πόλεων που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί του και ν’ αναγνωρίσουν την κυριαρχία του.

 

Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Δημοσθένη (XIV, 110, 5, Δημοσθ.. XX, 76) σχεδόν ολόκληρο το νησί είχε καταληφθεί από τον Ευαγόρα με την αθηναϊκή συνδρομή. Σύμφωνα μάλιστα με νομισματικές πηγές, πιστεύεται ότι αντικαταστάθηκε ο Φοίνικας βασιλιάς του Κιτίου Μελκιάθων από τον Αθηναίο Δημόνικο γιό του Ιππονίκου. Όμως τίποτα δεν μας επιτρέπει, τουλάχιστον για την ώρα, να είμαστε βέβαιοι για το θέμα αυτό. Οπωσδήποτε το σχέδιο του Ευαγόρα δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, γιατί στο μεταξύ στην Ελλάδα δημιουργήθηκε νέα κατάσταση πραγμάτων με τη σύναψη της ειρήνης του Ανταλκίδα το 386 π.Χ. (Ξενοφ., Ελλην., V, 1, 31). Ένας από τους όρους της συνθήκης αυτής πρόβλεπε πως οι πόλεις της Μ. Ασίας καθώς και τα νησιά Κλαζομενές και Κύπρος θα εξακολουθούσαν ν’ ανήκουν στην περσική αυτοκρατορία. Έτσι ο Αρταξέρξης Β΄ επέβαλλε την κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις που ήσαν υποχρεωμένες να τη σεβαστούν.

 

Βλέπε λήμμα: Ανταλκίδειος ειρήνη

 

Το μεγάλο δίλημμα: Η νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων ήταν επόμενο ότι θα ήταν μοιραία για τον Ευαγόρα, όχι μόνο γιατί στερήθηκε τη βοήθεια των Αθηναίων, αλλά και γιατί ο Μ. Βασιλέας αφού εξασφάλιζε τα νώτα του στην Ελλάδα, θα μπορούσε ανενόχλητα στο εξής ν’ ασχοληθεί με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Ο Ευαγόρας τότε βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Ή θα έπρεπε να συνεχίσει μόνος χωρίς την αρωγή των Αθηναίων ή να σταματήσει, πράγμα που θα σήμαινε ότι θα ήταν έτοιμος να υποστεί και τις συνέπειες. Γιατί, όπως ήταν επόμενο, ο Αρταξέρξης δεν θα του συγχωρούσε την ανταρσία. Αφού στάθμισε τα πράγματα, έκρινε πως έπρεπε να συνεχίσει, αφού, άλλωστε, η συμμαχία του με τον Άκορι εξακολουθούσε να ισχύει. Εξάλλου και ο Αρταξέρξης αντιμετώπιζε προβλήματα, αφού η απέραντή του αυτοκρατορία βρισκόταν σε αναστάτωση από διάφορες ταραχές. Ύστερα ο σατράπης της Καρίας Εκατόμνως, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, μετέβαλε στάση και υποστήριζε κρυφά τον Ευαγόρα (Διόδ., XV, 2, 3). Επίσης, ο βασιλιάς των Αράβων (άγνωστος από αλλού) έστελνε στον Ευαγόρα μισθοφόρους (Διόδ., XV, 2,4) και η Αίγυπτος εξακολουθούσε ν’ αντιστέκεται. Τέλος, οι πληθυσμοί της Λυκίας (Ισοκρ., IV, 140), της Πισιδίας και της Βάρκης (Θεόπομπ., απόσπ. 103) δεν ανέχονταν την εξουσία του Μ. Βασιλέα των Περσών.

 

Επειδή ο Αρταξέρξης είχε επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις στο μέτωπο της Αιγύπτου, ο Ευαγόρας βρήκε την ευκαιρία, παρ’ όλες τις μειωμένες δυνάμεις του, να επιτεθεί εναντίον της Φοινίκης και της Κιλικίας (Διόδ., XV, 2, 4) που τις κατέλαβε χωρίς δυσκολία (Ισοκρ., IV, 161, IX, 62). Με τον τρόπο αυτό οι περσικές ναυτικές βάσεις που υπήρχαν κυρίως στην Τύρο, έπεσαν στα χέρια του με αποτέλεσμα ο ανεφοδιασμός των περσικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο να γίνει πολύ δύσκολος. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την πτώση του γοήτρου του Μ. Βασιλέα, μια απευθείας επίθεση εναντίον της Κύπρου, που λογικά θα ξεκινούσε από τη Φοινίκη, ήταν πια αδύνατη.

 

Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων, ο Αρταξέρξης αποφάσισε ν' αποσύρει τις δυνάμεις του από την Αίγυπτο και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τον Ευαγόρα (Ισοκρ., IX, 140). Ο Τιρίβαζος και ο Ορόντης άρχισαν τις αναγκαίες προετοιμασίες στη Φώκαια και την Κύμη (Διόδ., XV, 2 κ.ε.). Ο πρώτος ετέθη επικεφαλής του στόλου και ο δεύτερος του στρατού ξηράς με βοηθό του τον Γλω (Διόδ., XV, 2, 2 κ.ε.).

 

Πρώτα επετέθησαν εναντίον της Κιλικίας που έπεσε εύκολα. Στη συνέχεια, αφού άφησαν πίσω τη Φοινίκη, ξεκίνησαν να επιτεθούν εναντίον της Κύπρου (Ισοκρ., Ευαγ., 140, Διόδ., XV, 2, 2).   Όπως αντιλαμβανόμαστε, τώρα η θέση του Ευαγόρα ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν υποχρεωμένος να μοιράσει τις πολύ λίγες, σε σχέση με τις περσικές, δυνάμεις του ανάμεσα στην Κύπρο και τη Φοινίκη ή να μη αντιμετωπίσει τους Πέρσες κατά μέτωπο, με άγνωστες όμως συνέπειες για την έκβαση αυτής της τακτικής. Προτίμησε, λοιπόν, να κτυπά με πειρατικά πλοία εκείνα που προμήθευαν με τρόφιμα και άλλες ενισχύσεις τον περσικό στρατό. Στην αρχή το σχέδιο αυτό είχε επιτυχία και οι μισθοφόροι των Περσών από έλλειψη τροφίμων αναγκάστηκαν να επαναστατήσουν δολοφονώντας μάλιστα και τους αρχηγούς τους. Όμως τελικά ο Γλως κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση (Διόδ., XV, 3, 1 κ.ε., Πολύαινος, Στρατηγ., VII, 20).

 

Βλέπε λήμμα: Πέρσες και Κύπρος

 

Οι πρώτες υποχωρήσεις και το τραγικό τέλος: Στο μεταξύ ο Ευαγόρας αύξησε τη δύναμη του στόλου του κατασκευάζοντας καινούργια πλοία. Σ’ αυτά προστέθηκαν και άλλα 50 που του έστειλε ο σύμμαχός του Άκορις. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να φέρει κάποια σχετική ισορροπία, αφού τώρα ο στόλος του αριθμούσε 200 πλοία και ν’ αντιμετωπίσει τους Πέρσες σε κανονική μάχη. Πράγματι το 381 π.Χ. αντιμετώπισε τις περσικές δυνάμεις στο Κίτιον. Στην αρχή είχε επιτυχίες, αργότερα, όμως, όταν οι Πέρσες αναδιπλώθηκαν, νίκησαν τον Ευαγόρα σε ναυμαχία που έγινε στ’ ανοικτά του Κιτίου, καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων του (Διόδ.. XV, 3, 4, κ.ε.). Η καταστροφή αυτή που συνέβη μάλιστα στην αρχή των επιχειρήσεων, τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Σαλαμίνα την οποία, στο μεταξύ, άρχισαν να πολιορκούν οι Πέρσες από στεριά και θάλασσα. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Τιρίβαζος πήγε να συναντήσει τον Μ. Βασιλέα, αφήνοντας, πιθανόν, ως αντικαταστάτη του τον Ορόντη. Παράλληλα κι ο Ευαγόρας πήγε προσωπικά στο βασιλιά της Αιγύπτου, για να ζητήσει επιπρόσθετη βοήθεια, αφήνοντας στο γιο του Πνυταγόρα την ευθύνη της διοίκησης των δυνάμεών του (Διόδ., XV, 4,3). Φαίνεται όμως πως δεν πέτυχε σπουδαία πράγματα, γιατί ο διάδοχος του  Άκορι, ο Νεφερίτης Β', αντί να του παραχωρήσει στρατιωτικές ενισχύσεις, του πρόσφερε ένα μηδαμινό ποσό χρημάτων (Διόδ., XV, 8, κ.ε.).

 

Ο Τιρίβαζος, στο μεταξύ, επέστρεψε στην Κύπρο με 200 τάλαντα (Διόδ., XV, 4, 2) και ανέλαβε πάλι την ευθύνη της πολιορκίας της Σαλαμίνος που γινόταν ολοένα και πιο πιεστική. Ο Ευαγόρας, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, κατάλαβε πως με τις προϋποθέσεις αυτές ήταν ματαιοπονία να συνεχίσει κι επομένως έπρεπε να κάνει υποχωρήσεις.

 

Έτσι το 380/79 π.Χ. έκλεισε ειρήνη με τους Πέρσες επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό ν’ αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή και ταυτόχρονα να σώσει το γόητρό του. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, ο Ευαγόρας θα παρέμενε κύριος της Σαλαμίνας, πληρώνοντας τον φόρο υποτελείας. Ο Διόδωρος μάλιστα αναφέρει ότι συνέθετο τήν ειρήνην, ὣστε βασιλεύειν Σαλαμῖνος καί τόν ὁρισμένον διδόναι φόρον κατ’ ἐνιαυτόν καί ὑπακούειν ὡς βασιλεύς βασιλεῖ προστάττοντι (Διόδ., XV, 9, 2, Ισοκρ., Ευαγ., 64). Με την ειρήνη αυτή τέθηκε τέρμα στον πόλεμο, που διάρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, αλλά τερματίστηκαν επίσης και οι φιλοδοξίες του Ευαγόρα για ενοποίηση της Κύπρου και ανεξαρτητοποίησή της από τους Πέρσες. Το καθεστώς των μικρών βασιλείων θα παρέμενε το ίδιο, με τους Κυπρίους βασιλιάδες στην υπηρεσία των περσικών συμφερόντων.

 

Ο πόλεμος φαίνεται να εξάντλησε οικονομικά το νησί και η οικονομική κατάσταση της Σαλαμίνας ιδιαίτερα ήταν κάτι περισσότερο από τραγική. Ένα απόσπασμα του Ισοκράτη μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε: Επειδή η Σαλαμίνα δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στις άλλες πόλεις έξω από την Κύπρο, τούτο είχε ως αποτέλεσμα εκείνους από τους Σαλαμίνιους που τύχαινε να βρίσκονται στο έδαφός τους να τους κατάσχονται τα εμπορεύματα ή να κινδυνεύουν από κατασχέσεις. Εξάλλου και οι κυπριακές πόλεις ήσαν εχθρικές, αφού θεωρούσαν τη Σαλαμίνα ως αιτία της κατάστασης που δημιουργήθηκε. Ύστερα και ο Πέρσης βασιλέας έτρεφε στο βάθος εχθρικά αισθήματα παρόλο που με λόγια έδειχνε πως συμφιλιώθηκε με τον Ευαγόρα (Ισοκρ., III, 31, 33).

 

Οι αντίπαλοι του Ευαγόρα γύρευαν με κάθε μέσο να βρουν τρόπους να εκμεταλλευθούν τη δύσκολη θέση στην οποία τώρα βρισκόταν. Το 374/73 ο ίδιος κι ένας από τους γιους του, πιθανόν ο Πνυταγόρας, δολοφονήθηκαν από ένα ευνούχο του παλατιού (Διόδ., XV, 47,8, Αριστοτ., Πολιτ., 1311b).

 

Ο θάνατος του Ευαγόρα έθεσε τέρμα στα φιλόδοξα σχέδιά του για αποτίναξη του περσικού ζυγού αλλά και στις προσπάθειές του να καταστήσει τη Σαλαμίνα το προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή. Δίκαια ο Ευαγόρας μπορεί να θεωρηθεί ως η σπουδαιότερη προσωπικότητα της αρχαίας κυπριακής Ιστορίας.

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια - Λ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image