Ευτρόπιος

Πρωτοσύμβουλος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 - 408), ευνοούμενος του ιδίου και της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, πανίσχυρος για ένα διάστημα στην αυτοκρατορία. Ήταν ταπεινής αρμενικής καταγωγής, αρχικά δούλος και ευνούχος, που υπηρέτησε και ως προϊστάμενος των αυτοκρατορικών ενδιαιτημάτων του Θεοδοσίου Α΄. Με δική του εισήγηση ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αργότερα όμως συγκρούστηκε επανειλημμένα μαζί του γιατί ο ιεράρχης ασκούσε αυστηρή κριτική της όλης πολιτείας του Ευτροπίου. Το 398 ο Ευτρόπιος ηγήθηκε των στρατευμάτων που απώθησαν τους Ούννους οι οποίοι είχαν φθάσει μέχρι την Παλαιστίνη και τη Συρία. Μετά απ’ αυτή τη νίκη, ανήλθε στο αξίωμα του υπάτου και πήρε από τον Αρκάδιο τον τίτλο του πατρικίου. Λίγο αργότερα, εξαιτίας σοβαρότατων αντιδράσεων εναντίον του και εναντίον της πολιτικής του, έχασε την εύνοια του Αρκαδίου και της Ευδοξίας, που διέταξαν τη σύλληψή του. Κατέφυγε ικέτης σε ναό, πράγμα που έδωσε στον Χρυσόστομο την ευκαιρία να εκφωνήσει τον περίφημο λόγο του περί της ματαιότητας των εγκόσμιων.

 

Τελικά ο Ευτρόπιος παρεδόθη, αφού εξασφάλισε την υπόσχεση ότι θα του χαριζόταν η ζωή. Η περιουσία του δημεύθηκε, ο ίδιος καθαιρέθηκε από όλα του τα αξιώματα και καταδικάστηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε εξορία στην Κύπρο. Λίγο αργότερα όμως οι κατηγορίες κατ’ αυτού επανήλθαν, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, για να εκτελεστεί στη Χαλκηδόνα το 399 μ.Χ.

 

Η καταδίκη του Ευτροπίου να εξοριστεί στην Κύπρο, φανερώνει ότι το νησί ήταν κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, προσφιλής τόπος εξορίας. Τα «πλεονεκτήματα» που συγκέντρωνε ως τέτοιος τόπος εξορίας, ήταν η μεγάλη απόστασή του από την πρωτεύουσα και η σχετική απομόνωσή του επειδή ακριβώς ήταν νησί.