Ιάκωβος κόμης

Κύπριος ευγενής, της οικογένειας των Λουζινιανών, που έφερε τον τίτλο του κόμη της Τριπόλεως. Ήταν γιος του πρίγκιπα της Αντιοχείας Ιωάννη Λουζινιανού, αδελφού του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ (1359 -1369). Ο Ιάκωβος ήταν πρώτος εξάδελφος του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β' (1369 -1382). Είχε κι ένα νόθο αδελφό που ονομαζόταν Ιανός ή Ιωάννης.

 

Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γενουάτες, που είχαν εισβάλει στην Κύπρο το 1373, ο πρίγκιπας Ιωάννης ήταν εκείνος που, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο (μετέπειτα βασιλιά της Κύπρου) αντιστάθηκε γενναία κατά των εισβολέων. Μετά την επίτευξη συμφωνίας του βασιλιά Πέτρου Β΄ με τους Γενουάτες, ο πρίγκιπας Ιωάννης όφειλε να δώσει εγγυήσεις στους τελευταίους ότι θα τηρούσε τα όσα είχαν συμφωνηθεί. Ως εγγύηση, έδωσε τον νόμιμο γιο του Ιάκωβο, καθώς και τον νόθο γιο του Ιανό ή Ιωάννη. Οι δυο νέοι, μαζί με άλλους αιχμαλώτους, μεταφέρθηκαν στη Γένουα τον Μάιο του 1374 και κρατήθηκαν εκεί μέχρι που οι Κύπριοι πλήρωσαν το ποσόν των 900.000 δουκάτων. Οι όμηροι για το ποσόν αυτό ήσαν συνολικά 65, περιλαμβανομένων του κόμη Ιακώβου και του αδελφού του.

 

Αργότερα ο Ιάκωβος νυμφεύθηκε την πρώτη του εξαδέλφη Μαργαρίτα Λουζινιανή, κόρη του βασιλιά Πέτρου Α΄ και αδελφή του βασιλιά Πέτρου Β΄, πήρε δε και αρκετά χωριά της Κύπρου. Μερικά χωριά αναγκάστηκε πιο ύστερα, από τον βασιλιά (και θείο του) Ιάκωβο Α΄ (1382 -1398), να τα παραχωρήσει στον νόθο αδελφό του Ιανό ή Ιωάννη.

 

Όπως αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 623), ο κόμης της Τριπόλεως Ιάκωβος ήταν ένας από τους ευγενείς που, μαζί με τη βασιλική οικογένεια, πήραν μέρος ξυπόλυτοι σε μεγάλη λιτανεία που έγινε στη Λευκωσία στα 1393, κατά της επιδημίας πανώλους που είχε εξολοθρεύσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κύπρου.