Καμηλωτά

Image

Είδος πολύτιμων μάλλινων υφασμάτων, μεγάλης φήμης, που παράγονταν στην Κύπρο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και αργότερα. Κατασκευάζονταν από διαλεκτές τρίχες αιγών και καμήλων, λευκαίνονταν με σόδα και βάφονταν σε διάφορους χρωματισμούς. Οι δυτικοί τα γνώριζαν με τις ονομασίες zambelotti ή camelot, ενώ η προέλευση της ονομασίας είναι αραβική (khamlat). Τόσο περιζήτητα ήσαν τα κυπριακά αυτά υφάσματα ώστε ακόμη και ο ετήσιος υποτελικός φόρος τον οποίο η Κύπρος πλήρωνε στο σουλτάνο του Καΐρου τον 15ο αιώνα, κατεβάλλετο συχνά σε τέτοια (και άλλα) υφάσματα. Τα οποία εχρησιμοποιούντο, φυσικά, για κατασκευή ενδυμάτων εστεμμένων, μοναρχών, ευγενών και αξιωματούχων.

           

Ως προς τον ετήσιο υποτελικό φόρο της Κύπρου στο σουλτάνο (5.000 χρυσά δουκάτα που αργότερα αυξήθηκε σε 8.000), ο Φλώριος Βουστρώνιος διασώζει επιστολή του σουλτάνου Μελέκ Αρσεράφ (1458 – 1468), του έτους 1458, προς το βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β’ (λίγο πριν από το θάνατό του το έτος εκείνο). Μεταξύ άλλων, ο σουλτάνος πληροφορεί το βασιλιά ότι είχε παραληφθεί ο φόρος εκείνου του χρόνου που περιελάμβανε και 400 τεμάχια καμηλωτών υφασμάτων και 20 (προφανώς πολυτελείς) στολές. Τόσο σπουδαία ήσαν εκείνα τα υφάσματα, ώστε ο σουλτάνος πληροφορούσε ακόμη ότι ακύρωνε ολόκληρο το χρέος της Κύπρου προς τον ίδιο, που ανερχόταν σε 16.520 δουκάτα, από καθυστερημένους φόρους. Έστελνε επίσης και εκείνος δώρα στο βασιλιά, που ήσαν άλλα πολύτιμα υφάσματα και ένα άλογο μαζί με πολυτελή ασημένια σέλα. Ακόμη, ο σουλτάνος σημείωνε στην επιστολή του: «...και σεις συνεχίστε να μας στέλνετε καμηλωτά, τόσο μαλακά και λεπτά όπως μέχρι τώρα...»

           

Εξάλλου, όταν το 1459 ο Ιάκωβος Β΄ (βασιλιάς της Κύπρου από το 1460) κατέφυγε στο Κάιρο ζητώντας βοήθεια για άνοδό του στο θρόνο της Κύπρου, βρήκε θερμή στήριξη από τους εμίρηδες φίλους του  τους οποίους είχε γνωρίσει σε προηγούμενο ταξίδι, όταν είχε μεταφέρει καμηλωτά υφάσματα για πληρωμή του φόρου. Μετά την εκθρόνιση της Καρλόττας από τον Ιάκωβο Β’ το 1460, κατά τις διώξεις των υποστηρικτών της, έγιναν και κατασχέσεις των περιουσιών τους. Μεταξύ δε των πολυτίμων ειδών που κατασχέθηκαν ήσαν και ποσότητες καμηλωτών υφασμάτων.

           

Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες είναι από τον Φλώριο Βουστρώνιο. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρει τα καμηλωτά γράφοντάς τα ως «τζαμιλοττία». Σημειώνει περίπτωση κατάσχεσης περιουσίας ευγενούς υποστηρικτή της Καρλόττας, που περιελάμβανε και «τζαμιλοττία απίλωτα ρκε’» (= 125 τεμάχια ακατέργαστα).

           

Για τα περίφημα καμηλωτά υφάσματα της Κύπρου κάνουν λόγο σε ταξιδιωτικά τους κείμενα διάφοροι επισκέπτες. Εξ’ αυτών, ο Ιταλός προσκυνητής Νικόλα ντι Μαρτόνι (στην Κύπρο το 1394) αναφέρει ότι στο νησί παράγονταν τότε μεγάλες ποσότητες καμηλωτών. Στην Αμμόχωστο μάλιστα, που κατεχόταν από τους Γενουάτες, είχαν επιβληθεί αυστηροί περιορισμοί στις γυναίκες της πόλης για εξόδους τους, διότι οι γυναίκες «γνέθουν και ετοιμάζουν το μαλλί για τις καμελότες». Ο Εμμανουέλ Πιλοτί (1433/4) γράφει μεταξύ άλλων ότι «στην Κύπρο παράγονται μεγάλες και μεγάλης αξίας καμηλωτά». Προσθέτει δε ότι γι’ αυτά κυρίως αλλά και για το μαλλί γενικότερα, κατέφθαναν με καράβια έμποροι που διακινούντο μεταξύ Δύσης και Ανατολής.  

           

Για παραγωγή άφθονων καμηλωτών και στη Λευκωσία κάνει λόγο ο επισκέπτης Σάντο Μπράσκα (1480). Γράφει ότι στη Λευκωσία «παράγονται άφθονα καμηλωτά , καθώς επίσης και πανέμορφα moscheti (=πολυτελή μαντίλια με σταμπωτή διακόσμηση). Προσθέτει ότι επίσης παράγονταν «και λεπτεπίλεπτα στρώματα κρεβατιών από μαλλί, καθώς επίσης και άσπρες κουβέρτες, τις οποίες μπορεί να βρει κανείς και στην Ανατολή και στη Δύση...»

           

Άλλος επισκέπτης, ο Φραντζέσκο Σουριάνο, που βρέθηκε στην Κύπρο το 1484, κάνει λόγο για παραγωγή «άφθονης ζάχαρης, καλής ποιότητας βαμβακιού, μεγάλων ποσοτήτων τυριού, καθώς επίσης λάδανου, μελιού και μαλλιού, ενώ είναι πολύ γνωστά και τα καμηλωτά και τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά υφάσματα...»

           

Η άφθονη παραγωγή τυριού και μαλλιού προερχόταν από την εκτεταμένη κτηνοτροφία, συνεπώς και η παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ήταν μεγάλη. Ο Τζιρόλαμο Νταντίνι τέλος, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1596-7, κάνει λόγο για ύπαρξη στο νησί ενός βοτάνου «με το οποίο λευκαίνουν τα καμηλωτά και τα λινά υφάσματα». Επρόκειτο για σόδα, από φυτό που βλάσταινε κυρίως στην περιοχή της Καλοψίδας.

           

Ο Μαρίνο Σανούτο, στο «Ημερολόγιό» του, αναφέρει ότι το 1503 η Κύπρος έστειλε στο σουλτάνο Αλ Κχούρι στο Κάιρο 622 τόπια καμηλωτά (40 πήχεων το κάθε τόπι), 200 πήχεις χρυσοΰφαντα μεταξωτά, 42 πήχεις δαμασκηνά υφάσματα, 103 πήχεις μεταξωτά και 318 πήχεις μάλλινα υφάσματα (M. Sanuto, “I Diarii”, Βενετία, 1881).

           

Μετά την επιβολή των Οθωμανών στην Αίγυπτο, ο υποτελικός φόρος της Κύπρου καταβαλλόταν πλέον (από το 1517) στο σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Το 1517 η Κύπρος έστειλε στο σουλτάνο Σελίμ Α’ μία τεράστια ποσότητα καμηλωτών από 1.200 τόπια.

           

Από τα αρχεία της Βενετίας γνωρίζουμε ότι το 1523 η παραγωγή καμηλωτών στην Κύπρο ήταν 600 τόπια των 40 πήχεων. Το 1540 η παραγωγή είχε μειωθεί στο ένα τρίτο (200 τόπια). Αντιθέτως, είχε αυξηθεί η παραγωγή άλλων υφασμάτων.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια