Καρλόττα

Image

Βασίλισσα της Κύπρου κατά την τελευταία περίοδο της Φραγκοκρατίας (1458 - 1464). Κόρη του Λουζινιανού βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη του Β' (1432 - 1458) και της Ελληνίδας συζύγου του Ελένης Παλαιολογίνας. Η Ελένη, με την ισχυρή προσωπικότητά της και με την επιρροή που εξασκούσε πάνω στο βασιλιά σύζυγό της και την Αυλή, είχε κατορθώσει να βελτιώσει τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που προκαλούσε πολλές ανησυχίες στην Αγία Έδρα στο Βατικανό και στους Φράγκους ευγενείς. Οι τελευταίοι βλέποντας πως και η Καρλόττα ανατρεφόταν σαν Ελληνίδα από τη μητέρα της και θεωρώντας βέβαιη την ανάρρησή της στο θρόνο σαν της μόνης νόμιμης διαδόχου του Ιωάννη, οπότε η πολιτική της Ελένης για σταδιακό εξελληνισμό του φράγκικου βασιλείου της Κύπρου θα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο, προσπαθούσαν να ανακόψουν αυτή την εξέλιξη. Πέτυχαν ώστε να επιλεγεί σαν σύζυγος της Καρλόττας ο φανατικός Καθολικός Πορτογάλος πρίγκιπας Ιωάννης, που ήταν γιος του δούκα της Κοΐμπρα και εγγονός του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Α'. Ο γάμος έγινε το 1456, όταν η Καρλόττα ήταν 19 περίπου χρόνων. Ο σύζυγός της Ιωάννης πολύ γρήγορα προκάλεσε την αντίδραση της Ελένης με τη δράση που ανέπτυξε μετά το γάμο του με την Καρλόττα. Μέσα σ' ένα χρόνο από την άφιξή του στην Κύπρο πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες. Διαδιδόταν πως αίτιος για το θάνατό του ήταν ο ομογάλακτος αδελφός της Ελένης, ο γιος της παραμάνας της Θωμάς του Μορέως, που κατείχε το αξίωμα του τζαμπερλάνου στο βασίλειο της Κύπρου.

 

Από τη στιγμή αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητή η παρουσία του ετεροθαλούς αδελφού της Καρλόττας Αποστόλε ή Ιακώβου. Ο Αποστόλε ήταν δυο χρόνια πιο μικρός από την Καρλόττα. Ο πατέρας του τον αγαπούσε πάρα πολύ και όταν χήρεψε ο αρχιεπισκοπικός θρόνος ανέβασε σ' αυτόν — χωρίς όμως να επιτύχει την παπική συγκατάθεση — τον δέκα-πεντάχρονο τότε Αποστόλε με το δικαίωμα να καρπώνεται τα εισοδήματα της αρχιεπισκοπής. Στον Αποστόλε προσέφυγε η Καρλόττα ζητώντας εκδίκηση για τον αδόκητο θάνατο του συζύγου της. Σε λίγες μέρες ο Αποστόλε μαζί με δυο ανθρώπους του δολοφόνησε τον Θωμά. Η δολοφονία αυτή προκάλεσε την αντίδραση των ευγενών, οπότε ο πατέρας του αναγκάστηκε να του αφαιρέσει την αρχιεπισκοπή. Ο Αποστόλε τότε για να αποφύγει τις εις βάρος του αντιδράσεις έφυγε και πήγε στη Ρόδο. Σύντομα όμως ξαναγύρισε κρυφά στην Κύπρο και τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1457 μαζί με τους άνδρες του δολοφόνησε τον έμπιστο της Ελένης βισκόντη της Λευκωσίας Ιάκωβο Γούρρη και λεηλάτησε το σπίτι και εκείνου και του αδελφού του. Ενώ οι ευγενείς ζητούσαν να εμφανιστεί και να λογοδοτήσει ενώπιον της Υψηλής Αυλής, ο πατέρας του αντί να τον τιμωρήσει, πιστεύοντας στις εξηγήσεις που έδωσε, ότι δηλαδή ήταν πάντα πιστός στο βασιλιά και έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτόν, αν του επιστρεφόταν η αρχιεπισκοπή, του παραχώρησε ξανά την αρχιεπισκοπή και τα εισοδήματά της. Το γεγονός αυτό πίκρανε πολύ την Ελένη, η οποία αρρώστησε βαριά.

 

Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει ενέργειες για τη σύναψη νέου γάμου της Καρλόττας. Ο πατέρας της τής πρότεινε να παντρευτεί τον πρώτο ξάδελφό της Λουδοβίκο, το γιο της αδελφής του δούκισσας της Σαβοΐας. Η Ελένη, σαν Ορθόδοξη Χριστιανή που ήταν, αντιτάχθηκε σφοδρά σε ένα τέτοιο γάμο και της είπε ότι θα είχε την κατάρα της και ότι κάποια μέρα θα έχανε το βασίλειό της, αν παντρευόταν τον πρώτο της ξάδελφο. Η Ελένη πέθανε στις 11 Απριλίου του 1458. Μετά το θάνατό της ο βασιλιάς Ιωάννης αποφάσισε να παντρέψει την Καρλόττα με το Λουδοβίκο, που ήταν άνθρωπος με ασθενική κράση και μέτριες ικανότητες. Ο Ιωάννης πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1458. Αμέσως μετά το θάνατό του ο κοντοστάβλης Καρσεράν Σουαρέζ έστειλε τα βασιλικά δακτυλίδια στην Καρλόττα σαν τη νόμιμη διάδοχο. Ο Αποστόλε ή Ιάκωβος, που φαίνεται ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν είχε βάλει στο νου του να υφαρπάσει τη βασιλική εξουσία, πήγε από τους πρώτους και ορκίστηκε πίστη και υποταγή στην Καρλόττα. Ο Καρσεράν Σουαρέζ όμως, ενεργώντας είτε από δική του πρωτοβουλία είτε με την υποκίνηση άλλων αυλικών που ανησυχούσαν για το μέλλον της Καρλόττας, την ημέρα της κηδείας του Ιωάννη δοκίμασε να παρασύρει σε γεύμα τον Ιάκωβο, πιθανόν για να τον δηλητηριάσει. Από τότε όλα άρχισαν να πηγαίνουν προς το χειρότερο στις σχέσεις της Καρλόττας και του Ιακώβου.

 

Όταν τέλειωσε το πένθος των 40 ημερών, έγινε η στέψη της Καρλόττας στις 15 Οκτωβρίου του 1458 στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία. Τον Ιάκωβο, ο οποίος διατηρούσε ακόμη το αξίωμα του αρχιεπισκόπου, δεν τον κάλεσαν να τελέσει τη στέψη. Αντί αυτού κάλεσαν τον Δομινικανό επίσκοπο Λεμεσού Νικόλαο. Ο Ιάκωβος δυσαρεστήθηκε πολύ, αλλά προσποιήθηκε ότι δεν πειράκτηκε. Ενώ η Καρλόττα μετά τη στέψη επέστρεφε έφιππη στο παλάτι, το άλογό της ξαφνιάστηκε την ώρα που περνούσε την πύλη και της έριξε το στέμμα από το κεφάλι. Αυτό θεωρήθηκε από όλους σαν κακός οιωνός για τη βασιλεία της. Ένα χρόνο αργότερα στην ίδια εκκλησία τελέστηκαν οι γάμοι της με το Λουδοβίκο της Σαβοΐας.

 

Ο Ιάκωβος, ύστερα από μιαν αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Καρσεράν Σουαρέζ, έφυγε κρυφά από την Κύπρο και πήγε στο Κάιρο με σκοπό να συναντήσει τον σουλτάνο, προς τον οποίο η Κύπρος ήταν φόρου υποτελής, και να τον πείσει να αναγνωρίσει εκείνον βασιλιά αντί την Καρλόττα. Σε λίγο έφθασαν και αντιπρόσωποι της Καρλόττας, για να προβάλουν προς το σουλτάνο το θέμα της νόμιμης ανάρρησης της Καρλόττας στην εξουσία, αλλά την τελευταία στιγμή ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του εμίρηδες προτίμησαν να αναγνωρίσουν τον Ιάκωβο σαν τον βασιλιά της Κύπρου και να τον υποστηρίξουν να καταλάβει το βασίλειό του. Σ' αυτή τους την απόφαση ίσως συνέβαλε η καλή εντύπωση που είχε προκαλέσει ο Ιάκωβος, ίσως όμως να υπήρχαν κι άλλες σκέψεις ή και πιέσεις, ιδιαίτερα μια επιστολή από τον πορθητή της Κωνσταντινουπόλεως Μωάμεθ Β' προς το σουλτάνο.

 

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1460 έφθασε στην Αγία Νάπα ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 80 πλοία που μετέφεραν μια ισχυρή δύναμη από Μαμελούκους στρατιώτες. Εκεί αποβιβάστηκε ένα μέρος του στρατού. Στη συνέχεια ο στόλος έπλευσε προς την Αλυκή, όπου αποβιβάστηκαν ο Ιάκωβος και ο υπόλοιπος στρατός. Ο Ιάκωβος έγινε δεκτός από τους κατοίκους, οι οποίοι ήσαν δυσαρεστημένοι από τους άνδρες του Λουδοβίκου, απέδωσε δε και την ελευθερία σε πολλούς Κυπρίους δουλοπάροικους. Ταυτόχρονα άρχισαν να προσχωρούν με το μέρος του και αρκετοί ευγενείς. Όταν ο Ιάκωβος έφθασε μαζί με τους Μαμελούκους στρατιώτες στη Λευκωσία, η Καρλόττα με τον Λουδοβίκο και πολλούς ευγενείς είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη, η οποία έπεσε αμαχητί, και είχαν κλειστεί στο κάστρο της Κερύνειας. Σε λίγο παραδόθηκαν στον Ιάκωβο η μια μετά την άλλη οι πόλεις και τα κάστρα της Κύπρου, εκτός από την Κερύνεια, όπου πρόβαλλε αντίσταση η Καρλόττα, και την Αμμόχωστο, που κατεχόταν από τους Γενουάτες. Ο Ιάκωβος μαζί με τους άνδρες του και το στρατό των Μαμελούκων πολιόρκησε πρώτα την Κερύνεια. Κατά την πολιορκία χρησιμοποιήθηκαν και από τις δυο πλευρές κανόνια, που ήταν ακόμη τότε ένα πολύ λίγο διαδεδομένο νέο όπλο. Οι Μαμελούκοι όμως μέσα σε οκτώ μέρες, παρά την απογοήτευση του Ιακώβου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία της Κερύνειας και να επιστρέψουν στην Αίγυπτο προτού αρχίσει η κακοκαιρία και κινδυνέψει ο στόλος τους. Ύστερα όμως από τις παρακλήσεις του Ιακώβου άφησαν 400 στρατιώτες για να τον βοηθήσουν.

 

Η πολιορκία της Κερύνειας συνεχίστηκε τότε, και άρχισε και η πολιορκία της Αμμοχώστου. Η Καρλόττα έδειξε μιαν αξιόλογη δραστηριότητα πηγαίνοντας στη Ρόδο και στην Ιταλία και ζητώντας βοήθεια από διάφορες πλευρές, χωρίς όμως να βρει ουσιαστική ανταπόκριση, από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, από τον πάπα, ο οποίος από παλιά είχε δείξει τη συμπάθειά του προς αυτή, από τους Βενετούς, τους Γενουάτες και από τη Σαβοΐα. Η κατάσταση των πολιορκούμενων Γενουατών, οι οποίοι δεν έπαιρναν βοήθεια από πουθενά, ήταν απελπιστική. Τον Ιανουάριο του 1464 η Αμμόχωστος παραδόθηκε στον Ιάκωβο, ο οποίος πέτυχε έτσι εκείνο που προηγούμενοι Φράγκοι βασιλιάδες είχαν αποτύχει. Το φθινόπωρο του 1464 ο Ιάκωβος κατάφερε να γίνει κύριος του κάστρου της Κερύνειας, ύστερα από προδοσία του φρουράρχου Σορ ντε Νάβες, που είχε διορίσει η Καρλόττα προτού αναχωρήσει στη Δύση με σκοπό την εξασφάλιση βοήθειας. Και στο κάστρο της Κερύνειας οι πολιορκούμενοι είχαν φθάσει στο έσχατο όριο αντοχής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του χρονογράφου Γεωργίου Βουστρωνίου, που ήταν αξιωματούχος στην υπηρεσία του Ιακώβου, τόσο πολύ υπέφεραν οι πολιορκούμενοι ὅτι πιόν ζωήν δέν εἶχαν˙ καί ἔφαγαν καί σκύλλους καί κάτταις καί ἕνα αὐγόν ἔξαζεν [=άξιζε] ἕναν λοκοτίνιν [= βυζάντιο, νόμισμα της εποχής].

 

Μετά την πτώση και του τελευταίου προπυργίου αντίστασης, η Καρλόττα δοκίμασε πολλές φορές από τότε να ανακτήσει το βασίλειό της, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1485 κληροδότησε τα δικαιώματά της πάνω στο θρόνο της Κύπρου στον οίκο της Σαβοΐας. Πέθανε στη Ρώμη στις 16 Ιουλίου του 1487 και θάφτηκε στο ναό του Αγίου Πέτρου.

 

Η Καρλόττα διέθετε πολλές αρετές και θα μπορούσε κάτω από ομαλές περιστάσεις να αποδειχτεί μια επιτυχημένη βασίλισσα. Θα μπορούσε τότε να συνέβαλλε κι αυτή, όπως και η μητέρα της, στον περαιτέρω εξελληνισμό του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου. Η ίδια μιλούσε θαυμάσια τα ελληνικά και ζητούσε να της μεταφράζουν στα ελληνικά τα επίσημα έγγραφα. Είχε γοητεύσει τον πάπα Πίο Β' με τη χειμαρρώδη ευφράδειά της. Ατύχησε όμως να βρεθεί σ' ένα περιβάλλον όπου οι ανταγωνισμοί τόσο εκείνοι που προέρχονταν από το εσωτερικό, όσο και εκείνοι που είχαν την προέλευσή τους στο εξωτερικό, εξασθενούσαν την ήδη κλονισμένη φραγκική κυριαρχία στην Κύπρο και προετοίμαζαν τη διαδοχή της από τη Βενετία. Είχε επίσης την ατυχία να έχει σαν αντίπαλό της έναν πολύ ικανό, αλλά και αδίστακτο διεκδικητή του θρόνου της, τον ετεροθαλή αδελφό της Ιάκωβο, ο οποίος, εξασφαλίζοντας ισχυρότερη υποστήριξη τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον διπλωματικό τομέα, πέτυχε να της υφαρπάσει την εξουσία.

 

Β. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image