Κουρτούλλιν

Μικρό εξόγκωμα στο δέρμα του προσώπου ή σπυρί. Ίσως από την αρχαία ελληνική λέξη κορδύλη (=πρήξιμο). Επίσης κουρτούλια λέγονταν και τρίμματα από αλεύρι, από τα οποία κατασκευαζόταν παλαιότερα ο κουρτουλλοπορτός* ή κουρτουλλόγρουτα.