Αγιοθανασίτης Θεόδωρος

Image

«Ἱερεύς καί οἰκονόμος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐπισκοπῆς Λευκωσίας εἰς τόν ναόν τῆς καθολικῆς [=καθεδρικής] Ὁδηγητρίας», σύμφωνα με τη σημείωση 27 στο φ. 269r του ελληνικού παρισινού κώδικα 1589 (Paris Graec. 1589 [=Colbert+431]), που περιέχει συναξάριο, όχι κυπριακής προέλευσης, του 12ου αιώνα. Τούτο συγγενεύει προς το περίφημο Μηνολόγιοντου Βασιλείου (Cod. Vatic. 623). Στα περιθώρια του κώδικα γράφονταν σημειώσεις χρονικές των εβδομαδαρίων που υπηρετούσαν κάθε εβδομάδα στην Οδηγήτρια, τον καθεδρικό ναό της επισκοπής Λευκωσίας, που μετά το 1260 ήταν η αστική έδρα της ορθόδοξης «αρχιεπισκοπής» Κύπρου. Η αρχιεπισκοπή. είχε τότε μεταφερθεί στη Σολιά (Σολέα) με εντολή του πάπα Αλέξανδρου Δ' (Bulla Cypria) και θεωρητικά ήταν ανυπόστατη, κατά την παπική διάταξη και θεωρία, μετά το θάνατο του τελευταίου αρχιεπισκόπου Γερμανού Πησιμάνδρου.

 

Αν και σε μερικές σημειώσεις οι αξιωματούχοι της έδρας Σολέας διακρίνονται από εκείνους της έδρας Λευκωσίας, φαίνεται ότι σταδιακά οι θεσμοί τους συγχωνεύθηκαν ή έτειναν στη συγχώνευση από πολύ νωρίς μετά το 1260.

 

Η σημείωση 27 του φ. 269r γράφτηκε στα αφις' (=1516) από τον μοναχό της Οδηγήτριας  «κύρην Παύλον ...Ττωρίαν» [=Παύλο Ντόρια], που πληροφορεί ότι επανέφερε στον ναό τον χαμένο για πολύ καιρό κώδικα τον οποίο είχε δώσει [αφιερώσει ή χαρίσει] ο Θεόδωρος. Για τον τελευταίο μαθαίνουμε από άλλη πηγή, μια «πληρεστάτην ἀπόφασιν» του εκκλησιαστικού δικαστηρίου Σολέας και Λευκωσίας το 1306 (στον παλατινό ελληνικό κώδικα 367, φ. 171r), ότι ήταν θεοφιλέστατος «ἱερεύς κυρός Θεόδωρος ὁ Ἁγιοθανασίτης καί χαρτοφύλαξ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου». Επειδή στην απόφαση αυτή, άλλοι αξιωματούχοι της επισκοπής Λευκωσίας αναφέρονται παράλληλα προς εκείνους της αρχιεπισκοπής Κύπρου, πρέπει να δεχθούμε ότι στα 1306 η συγχώνευση δεν είχε ακόμη επέλθει οριστικά κι ο Θεόδωρος ήταν ιερέας και χαρτοφύλακας της αρχιεπισκοπής. Επομένως, η σημείωση του 1516 (διακόσια δέκα χρόνια μετά την ιστορικώς πρώτου βαθμού μαρτυρία του 1306), λέγοντας τον Θεόδωρο οικονόμο της επισκοπής Λευκωσίας, είτε σφάλλεται είτε, αντλώντας από κάποια λανθάνουσα για μας πηγή, αναφέρεται σε άλλη, πιθανότατα προγενέστερη του 1306, φάση της εκκλησιαστικής του σταδιοδρομίας, όταν ήταν ακόμη μόνο οικονόμος της επισκοπής Λευκωσίας.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι η «πληρεστάτη ἀπόφασις» του 1306 γράφτηκε και διαβάστηκε «ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Βαρνάβα εἰς τήν Ἀρχιεπισκοπήν», ενώ η σημείωση 27 μιλά για την Οδηγήτρια σαν τον καθεδρικό ναό της Λευκωσίας. Τούτο δυνατό να σημαίνει ότι στα 1306 η Οδηγήτρια, είτε με αυτή την ιδιότητα είτε ως αρχιεπισκοπή (Κύπρου) δεν είχε ακόμη οικοδομηθεί και πρέπει να συσχετισθεί προς την «διεκδίκηση» του θρόνου της αρχιεπισκοπής από τον «Μαρῖνον Καρπασίας», Ἀμμοχώστου καί Κωνσταντίας καί Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου σε συνοδική πράξη του 1295-1296 (στον αθωνιτικό κώδικα Διονυσίου, 489). Επομένως ο Θεόδωρος έδρασε στον ναό του αγίου Βαρνάβα και (μάλλον) όχι στην Οδηγήτρια, ή ίσως σε μεταγενέστερη περίοδο της ζωής του (και) στην Οδηγήτρια.