Γκουλντ Άνταμς Χάμιλτον σερ sir Hamilton Goold Adams

Image

Βρετανός ύπατος αρμοστής της Κύπρου από τις 12 Οκτωβρίου του 1911 μέχρι και τις 8 Ιανουαρίου του 1915 Διαδέχθηκε στη διακυβέρνηση της Κύπρου τον ύπατο αρμοστή σερ Τσαρλς Α. Κιγκ Χάρμαν κι αντικαταστάθηκε από τον ύπατο αρμοστή σερ Τζων Ε. Κλώσον. Ο Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς έφερε επίσης τον τίτλο του σερ. Ήταν στρατιωτικός, με το βαθμό του συνταγματάρχη, κι είχε υπηρετήσει πιο πριν ως βοηθός κυβερνήτης στην αποικία της Ουράγγης στη Νότιο Αφρική.

 

Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του νησιού που συνέβη στα τρία περίπου χρόνια κατά τα οποία ο σερ Χάμιλτον κυβέρνησε την Κύπρο, ήταν η προσάρτηση του νησιού στις κτήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, πράξη που ανακοινώθηκε επίσημα στις 5 Νοεμβρίου του 1914. Από το 1878, και με βάση αμυντική συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Τουρκίας, η Κύπρος βρισκόταν υπό την κατοχή της πρώτης αλλά εξακολουθούσε ν’ανήκει στις υποδουλωμένες κτήσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1914, εξαιτίας της αναμείξεως της Τουρκίας στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και κατά της Αγγλίας, η βρετανική κυβέρνηση κήρυξε άκυρη τη συμφωνία του 1878 και προσάρτησε την Κύπρο. Ωστόσο η Κύπρος ανακηρύχθηκε αποικία του στέμματος 11 χρόνια αργότερα, το 1925. Την ίδια μέρα της προσάρτησης (5 Νοεμβρίου 1914), ο σερ Χάμιλτον εξέδωσε διακήρυξη με την οποία ρύθμιζε θέματα εθνικότητας των Κυπρίων που, μέχρι την ημέρα εκείνη, εξακολουθούσαν να θεωρούνται Οθωμανοί υπήκοοι.

 

Η προσάρτηση της Κύπρου έγινε δεκτή από τους κατοίκους του νησιού με ανάμεικτα αισθήματα. Με επιστολή του προς τον ύπατο αρμοστή, ο αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι οι Έλληνες Κύπριοι θεωρούσαν την πολιτική αυτή μεταβολή του καθεστώτος του νησιού ως βήμα προς την τελειωτική απαλλαγή από την τουρκική κυριαρχία και ως προσωρινό σταθμό στην πορεία προς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

 

Κατά το διάστημα της θητείας του σερ Χάμιλτον στην Κύπρο, αρχιεπίσκοπος ήταν ο Κύριλλος Β' (1909 - 1916), ο οποίος είχε εκλεγεί μετά τη λήξη της 10χρονης εκκλησιαστικής κρίσης της γνωστής ως αρχιεπισκοπικό ζήτημα.

 

Ο σερ Χάμιλτον, ως ύπατος αρμοστής, ήταν και ο πρόεδρος του Νομοθετικού Συμβουλίου στο οποίο συμμετείχαν 9 εκλελεγμένοι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές, 3 εκλελεγμένοι Τούρκοι Κύπριοι και 6 άλλοι, διορισμένοι από τον ύπατο αρμοστή. Οι συνήθως ενωμένες ψήφοι των Τούρκων βουλευτών και των διορισμένων από τον αρμοστή βουλευτών, μαζί με τη νικώσα ψήφο του αρμοστή, εξουδετέρωναν τις 9 ψήφους των Ελλήνων βουλευτών. Η «διευθέτηση» αυτή απετέλεσε αρκετές φορές θέμα έντονων διαφωνιών και διαμαρτυριών των Ελλήνων βουλευτών κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Επί ημερών του Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς, και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1912, οι Έλληνες βουλευτές του Νομοθετικού παραιτήθηκαν μετά την άρνηση του ύπατου αρμοστή να ικανοποιήσει διάφορες αξιώσεις τους για ουσιαστικές αλλαγές στο θεσμό του Νομοθετικού Συμβουλίου όπου η πλειοψηφία τους ήταν περισσότερο εικονική παρά πραγματική. Η βασικότερη αλλαγή την οποία ζητούσαν, και η οποία είχε τεθεί και πιο πριν με αίτημα στον Γουίνστον Τσώρτσιλ, ήταν να μη έχουν δικαίωμα ψήφου τα 6 διορισμένα μέλη του σώματος, που συνήθως ήταν Άγγλοι ή αφοσιωμένοι σ’αυτούς Κύπριοι. Άλλο βασικό αίτημα, πέρα από τον θεσμό του Νομοθετικού Συμβουλίου, αφορούσε την κατάργηση του φόρου υποτελείας που οι Κύπριοι εξακολουθούσαν να πληρώνουν προς την Τουρκία και ο οποίος παρεκρατείτο από την Αγγλία για εξόφληση δανείων τα οποία η νυν κρατούσα   δύναμη   είχε   εκχωρήσει   στην πρώην κρατούσα δύναμη. Αυτά και αρκετά άλλα αιτήματα, και με πρώτο την αξίωση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα,  αποτέλεσαν  εκτεταμένο  υπόμνημα που συνετάχθη μετά από σύσκεψη στην Αρχιεπισκοπή και υπεβλήθη στον σερ Χάμιλτον τον Νοέμβριο του 1911. Ο ύπατος αρμοστής απάντησε τον Ιανουάριο του 1912, απορρίπτοντας όλα ανεξαίρετα τα αιτήματα των Ελλήνων του νησιού και δηλώνοντας σαφέστατα ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν δύναται να συγκατατεθεί σε ριζική μεταβολή της καταστάσεως (εννοώντας τον αποκλεισμό της ένωσης με την Ελλάδα). Η παραίτηση των Ελλήνων βουλευτών, που ακολούθησε, συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του λαού και συλλαλητήρια. Διμελής αντιπροσωπεία, από τους Νικόλαο Λανίτη και Θ. Θεοδότου, πήγε στο Λονδίνο όπου κατήγγειλε τον σερ Χάμιλτον και ζήτησε την αντικατάστασή του.

 

Λίγους όμως μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1912, ξέσπασε ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος, με την Ελλάδα να αγωνίζεται κατά της Τουρκίας. Τότε οι Έλληνες βουλευτές επέστρεψαν στο Νομοθετικό Συμβούλιο, προς ικανοποίηση του σερ Χάμιλτον. Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στον πόλεμο αυτό ήταν ευρεία κι ενθουσιώδης, παρά το ότι τυπικά συνιστούσε έγκλημα εσχάτης προδοσίας αφού ίσχυε ακόμη στο νησί ο οθωμανικός αυτοκρατορικός ποινικός κώδικας που πρόβλεπε την ποινή του θανάτου για πολεμικές ενέργειες κατά της «Οθωμανικής πατρίδος». Επίσημα, η κυβέρνηση απαγόρευσε τη συμμετοχή Ελλήνων Κυπρίων στον πόλεμο, όμως στην πράξη δεν δοκίμασε να την εμποδίσει. Το ίδιο συνέβη και με τον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο που κηρύχθηκε τον Ιούνιο του 1913.

 

Οι πολεμικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια είχαν, βέβαια, μεγάλο αντίκτυπο και στην Κύπρο, πέρα από τη συμμετοχή και την εκατόμβη των Ελλήνων του νησιού. Σημειώθηκαν μάλιστα, σε πολλά μέρη της Κύπρου, και βίαια επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η άφιξη στην Κύπρο τριών Ελλήνων αξιωματικών για αγορά μουλαριών για τις ανάγκες του ελληνικού στρατού. Οι τρεις αυτοί αξιωματικοί, που έγιναν με ενθουσιασμό δεκτοί από τους Έλληνες της Κύπρου, εκφώνησαν και πατριωτικούς λόγους και μίλησαν μεταξύ άλλων και για προέλαση μέχρι την Αγία Σοφία, εννοώντας την κατάληψη από τους   Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι της Λευκωσίας, συγχύζοντας την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης με τον ομώνυμο ναό της Λευκωσίας που βρίσκεται στην τουρκική συνοικία, νόμισαν ότι οι Έλληνες αξιωματικοί θα ηγούντο αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για κατάληψη του ναού της Λευκωσίας και κινητοποιήθηκαν μαζικά, προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν την επίθεση που δεν έγινε.

 

Ο σερ Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς ενδιαφερόταν, μεταξύ άλλων, για τις κυπριακές αρχαιότητες και για τον αθλητισμό. Στον προϋπολογισμό του 1913 - 14, διέθεσε για αρχαιολογικές έρευνες το αρκετά υψηλό κονδύλι των 450 λιρών. Παρακολουθούσε εξ άλλου όλους τους αθλητικούς αγώνες της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας, για τους οποίους καθιέρωσε ως έπαθλο και την ασπίδα Γκουλντ Άνταμς. Επίσης, επέδειξε ενδιαφέρον για τη γεωργία και την παιδεία. Ίδρυσε Γεωργική Σχολή στην Κύπρο, κάλεσε δε από την Αγγλία στο νησί εμπειρογνώμονες για εκπαιδευτικά και γεωργικά θέματα, μεταξύ αυτών μάλιστα και τον διάσημο γιατρό Ρόλαντ Ρος προκειμένου να συμβάλει στην εξάλειψη ελωδών ασθενειών που μάστιζαν τότε τον τόπο. Ωστόσο ο σερ Χάμιλτον δεν έκρυβε την ενόχλησή του όταν έβλεπε, κατά τις διάφορες περιοδείες του στο νησί, να τον υποδέχονται οι χωρικοί με ελληνικές σημαίες. Τούτο συνέτεινε στο να χαρακτηριστεί από τους Έλληνες του νησιού ως φιλότουρκος. Από την Κύπρο μετετέθη σχετικά σύντομα, ύστερα από υπηρεσία 3 περίπου χρόνων, στην Κουΐνσλαντ της Αυστραλίας. Πέθανε στις 12 Απριλίου 1920 σε ηλικία 62 χρόνων.