Ιγνάτιος ασκητής

Image

Ασκητής του 12ου αιώνα, ένας από τους πρώτους που ασκήτευσαν στην περιοχή όπου ιδρύθηκε το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, ιδρυτής και πρώτος ηγούμενος του μοναστηριού. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Ιγνατίου περιέχονται στην Τυπικήν Διάταξιν που συνέταξε ο επίσης αναφερόμενος ως ιδρυτής του μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά, μοναχός Νείλος.

 

Σύμφωνα προς όσα αναφέρει ο Νείλος, ο Ιγνάτιος ήταν μαθητής ενός ασκητή που ονομαζόταν Νεόφυτος και ζούσε στην Παλαιστίνη. Ο Νεόφυτος, προκειμένου να αποφύγει τις επιθέσεις των Μωαμεθανών, έφυγε από την Παλαιστίνη και ήλθε στην Κύπρο περί το 1145, ο δε μαθητής του Ιγνάτιος τον ακολούθησε. Αρχικά οι δυο ασκητές, δάσκαλος και μαθητής, κατέφυγαν στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, που βρισκόταν τότε σε μεγάλη ακμή. Στο σύντομο διάστημα που παρέμειναν στο μοναστήρι αυτό, στη νότια πλαγιά του Πενταδάκτυλου, ακριβώς κάτω από το φρούριο Βουφαβέντο, έβλεπαν κάθε βράδυ σε μια κορφή της απέναντι οροσειράς του Τροόδους ένα γλυκό φως που τρεμόσβηνε, πάντοτε στο ίδιο σημείο. Αποφάσισαν, λοιπόν, να πορευτούν προς εκείνο το φως. Έτσι, οι Νεόφυτος και Ιγνάτιος έφθασαν στα βουνά του Μαχαιρά όπου, ύστερα από θεία αποκάλυψη, βρήκαν μικρή σπηλιά και μέσα σ' αυτήν την εικόνα της Παναγίας του Μαχαιρά, που θεωρείται ως μια από τις 70 που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς. Τότε οι δυο ασκητές αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί και να κτίσουν ναό για την αγία εικόνα.

 

Έπειτα από 10 χρόνια, δηλαδή στα 1155, ο ασκητής Νεόφυτος πέθανε. Ο μαθητής του Ιγνάτιος παρέμεινε εκεί, με βοηθό ένα γέρο ασκητή που λεγόταν Προκόπιος. Επειδή ζούσαν με μεγάλες στερήσεις και επειδή δεν ήταν δυνατό μόνοι να κτίσουν εκκλησία όπως θα ήθελαν, ο Ιγνάτιος και ο Προκόπιος αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν βοήθεια. Πράγματι, κατόρθωσαν να φθάσουν στην Κωνσταντινούπολη και να δουν τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, ο οποίος και τους παραχώρησε ετήσια επιχορήγηση. Ακόμη, ο αυτοκράτορας τους παραχώρησε την γη στην οποία ασκήτευαν και όρισε το μοναστήρι που θα κτιζόταν εκεί να είναι ελεύθερο, αφορολόγητο και ακαταπάτητο. Με άλλο διάταγμα, ο αυτοκράτορας όρισε ότι ο αρχιερέας της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται το μοναστήρι, δεν θα έχει εξουσία σ' αυτό ή επί των μοναχών του.

 

Οι αυτοκρατορικές αυτές χορηγίες προς τον Ιγνάτιο και τον Προκόπιο εδόθησαν στα 1160. Αμέσως μετά οι δυο ασκητές επέστρεψαν στην Κύπρο και μπόρεσαν τώρα να κτίσουν ναό και μερικά κελιά, ιδρύοντας έτσι το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Ο ασκητής Ιγνάτιος έγινε ο πρώτος ηγούμενος του μοναστηριού. Στα 1172, λίγο μετά τον θάνατο του ασκητή Προκοπίου, έφθασε στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, και κατέληξε στο μοναστήρι ο Νείλος, ο οποίος βρήκε τον Ιγνάτιο σε προχωρημένη πλέον ηλικία, να προΐσταται ακόμη του μοναστηριού, στο οποίο είχαν ήδη κατοικήσει και άλλοι μοναχοί. Ο Ιγνάτιος αναφέρεται ότι είχε γράψει και την πρώτη Τυπικήν Διάταξιν του μοναστηριού. Ο ίδιος επίσης όρισε ως διάδοχό του τον μοναχό Νείλο, που έγινε πράγματι ο δεύτερος ηγούμενος του μοναστηριού, μετά τον θάνατο του Ιγνατίου, και που θεωρείται ως ο κατ' εξοχήν ιδρυτής του.

 

Με τους ασκητές Νεόφυτο και Ιγνάτιο σχετίζεται και η παράδοση για την ονομασία της Παναγίας ως Μαχαιριώτισσας ή Παναγίας του Μαχαιρά. Σύμφωνα προς την παράδοση, η αγία εικόνα, ζωγραφισμένη από τον απόστολο Λουκά, μετεφέρθη από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο από άγνωστο μοναχό στα 750 μ.Χ., προκειμένου να σωθεί από τους διωγμούς κατά των ιερών εικόνων στην περίοδο της εικονομαχίας. Ο άγνωστος ασκητής μετέφερε την εικόνα στα βουνά του Μαχαιρά στα οποία και ο ίδιος κατέφυγε, την τοποθέτησε δε σε μικρή σπηλιά. Όταν ο ασκητής πέθανε, η εικόνα παρέμεινε εκεί και, με την πάροδο του χρόνου, μια άγρια βλάστηση κάλυψε τη σπηλιά. Ύστερα από τέσσερις σχεδόν αιώνες, βρήκαν την εικόνα με τη βοήθεια του φωτός οι ασκητές Νεόφυτος και Ιγνάτιος. Η παράδοση αναφέρει ότι η ίδια η Παναγία τους υπέδειξε την τοποθεσία όπου βρισκόταν η εικόνα της, και ότι η ίδια τους προμήθευσε το μαχαίρι με το οποίο έκοψαν τους βάτους και την λοιπή βλάστηση για να την βρουν. Από τότε, η Παναγία πήρε το επίθετο Μαχαιριώτισσα. Το ίδιο το βουνό ονομάστηκε Μαχαιράς.