Αρχιεπισκοπικό ζήτημα

Image

Το γνωστό στην πρόσφατη κυπριακή ιστορία με τον όρο αρχιεπισκοπικό ζήτημα, ήταν μια οξεία εκκλησιαστική διαμάχη που ωστόσο είχε ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η διαμάχη αυτή που συντάραξε όχι μόνο την Εκκλησία της Κύπρου αλλά διέσπασε και ολόκληρο τον Ελληνισμό της Κύπρου που χωρίστηκε σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια, από το 1900 μέχρι και το 1910. (Βλέπε: Η Εκκλησία της Κυπρου ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ).

 

Το ζήτημα ξεκίνησε τον Μάιο του 1900 όταν, μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, η ιεραρχία της αποτελούνταν από δύο μόνο Μητροπολίτες, τον Κιτίου Κύριλλο και τον προ έτους χειροτονηθέντα Κυρηνείας (επίσης) Κύριλλο. Και οι δύο διεκδίκησαν το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Η σύγκρουση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι ο καθένας τους είχε το δικό του πολιτικό πρόγραμμα: οι υποστηρικτές του Μητροπολίτη Κιτίου προσχώρησαν σε πιο ριζοσπαστική εθνικιστική ιδεολογία, ενώ οι υποστηρικτές του Κυρηνείας ακολουθούσαν μια πιο παραδοσιακή πολιτική γραμμή, την οποία πρέσβευε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης

 

Τα γεγονότα

Από μια στενότερη θεώρηση, το ζήτημα αυτό ήταν εκκλησιαστική διαμάχη για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, με υποψήφιους και αντίπαλους τους μητροπολίτες Κιτίου και Κυρήνειας. Το 1899 πέθανε ο μητροπολίτης Πάφου Επιφάνιος. Δυο χρόνια αργότερα, το 1900, και χωρίς στο μεταξύ να εκλεγεί νέος μητροπολίτης Πάφου, πέθανε και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος, δεσπόζουσα φυσιογνωμία της πρώτης εικοσαετίας της αγγλικής κατοχής. Μετά τους δυο αυτούς θανάτους, η κυπριακή Εκκλησία παρέμεινε με δυο μόνο ιεράρχες, τον μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο και τον μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου. Για να ξεχωρίζει καλύτερα τους δυο αυτούς ιεράρχες με το ίδιο όνομα, ο λαός αποκαλούσε τον μεν Κιτίου Κυριλλάτσον, τον δε Κυρυνείας, που ήταν πιο μικροκαμωμένος, Κυριλλούδιν. Και οι δυο προβλήθηκαν ως υποψήφιοι για το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Η έλλειψη πλήρους εκκλησιαστικής συνόδου και η μη ύπαρξη θεσμοποιημένων μεθόδων που να αφορούν τη διαδικασία διαδοχής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, έφεραν πολύ γρήγορα τα πράγματα σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα να προκληθεί οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ των δυο υποψηφίων. Ο λαός χωρίστηκε τότε σε δυο παρατάξεις, στους κιτιακούς και στους κυρηνειακούς, και πήρε ενεργότατο όσο και δυναμικό μέρος στη διαμάχη. Στη διαμάχη αυτή αναμείχθηκαν, προσπαθώντας να βοηθήσουν στην επίλυσή της, τόσο το οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Τα πατριαρχεία αποπειράθηκαν επανειλημμένα, αποστέλλοντας εξάρχους στην Κύπρο και με άλλους τρόπους, να πετύχουν συμβιβασμό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Χωρίς αποτέλεσμα ήταν και η προσωπική μεσολάβηση και επίσκεψη στην Κύπρο του πατριάρχη Αλεξανδρείας Φωτίου, αφού τόσο οι δυο Κύριλλοι όσο και οι οπαδοί τους παρέμεναν ανένδοτοι και ανυποχώρητοι. Στα 1908, ύστερα από 8 ολόκληρα χρόνια διαμάχης, που είχε εξαπλωθεί τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, η σύνοδος του οικουμενικού πατριαρχείου προχώρησε σε προσωρινή, όπως χαρακτηρίστηκε, εκλογή του μετριοπαθούς Κυρίλλου Κυρηνείας ως αρχιεπισκόπου. Η ενέργεια αυτή του πατριαρχείου προκάλεσε τέτοιας έκτασης αντιδράσεις στην Κύπρο, εκ μέρους των οπαδών του Κιτίου Κυρίλλου, ώστε ο Κυρηνείας αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί. Οι Άγγλοι κυρίαρχοι δεν επενέβησαν άμεσα στη διαμάχη αυτή.

 

Τελικά ο συμβιβασμός ήλθε το 1909, αφού οι αντιμαχόμενες παρατάξεις είχαν εξαντληθεί. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου εξελέγη ο Κιτίου Κύριλλος, ενώ στον αντίπαλο του Κυρηνείας Κύριλλο απεδόθη ένα αμφίβολο αξίωμα, εκείνο του «προέδρου Κυρηνείας», με τον τίτλο του μακαριωτάτου. Ωστόσο αργότερα έγινε κι ο Κυρηνείας αρχιεπίσκοπος (Κύριλλος Γ), μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Κιτίου και, από το 1909, αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β', που συνέβη το 1916.

 

Ωστόσο η δεκάχρονη αυτή διαμάχη δεν ήταν μόνο εκκλησιαστική. Το αξίωμα του αρχιεπισκόπου συνεπαγόταν και τις ευθύνες του πολιτικού ηγέτη του υπόδουλου Ελληνισμού της Κύπρου. Για τον λόγο αυτό η εκλογή αρχιεπισκόπου είχε άμεση σχέση με την προώθηση του εθνικού θέματος της Κύπρου, κι εφόσον οι δυο Κύριλλοι αποτελούσαν εκφράσεις πολιτικά αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων, η διαμάχη είχε και έντονη πολιτική χροιά. Ο μητροπολίτης Κιτίου, μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, ήταν ο εκφραστής του αδιάλλακτου ενωτικού αιτήματος και της συνεχούς κι ασυμβίβαστης πίεσης προς τους Βρεττανούς για την άμεση πραγματοποίηση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντίθετα, ο μητροπολίτης Κυρηνείας ήταν ο εκπρόσωπος της μερίδας που ευνοούσε μετριοπαθή πολιτική απέναντι στους Βρεττανούς και τοποθέτηση του ιδανικού της ένωσης ως μακροπρόθεσμου στόχου που θα επιδιωκόταν σταδιακά.

 

Κι όπως ο μητροπολίτης Κιτίου υποστηριζόταν κυρίως από τα λαϊκά στρώματα, και από σχετικά «προοδευτική» μερίδα των αστών, που πίστευε στον εθνικισμό ως ιστορική ανάγκη, ενώ ο Κυρήνειας υποστηριζόταν από άλλη σημαντική μερίδα της αστικής τάξης, η διαμάχη είχε, επιπλέον, και κάποιο χαρακτήρα κοινωνικής - ταξικής και ιδεολογικής αναμέτρησης ως ένα βαθμό. Χαρακτηριστικά ο Κιτίου κατηγορήθηκε από τους Κυρηνειακούς ως μασώνος, με κατήγορο τον Κύρο Ιωαννίδη (γενάρχη της οικογενείας Κύρου της «Εστίας» Αθηνών), και κύριο υποστηρικτή του τον Νικόλαο Καταλάνο, που ανέλαβε και την υπεράσπιση της μασωνίας.

 

Στην επικράτηση τελικά και εκλογή ως αρχιεπισκόπου του αδιάλλακτου ενωτικού μητροπολίτη Κιτίου, συνέτεινε και η άκαμπτη στάση των Βρεττανών, τόσο στο πολιτικό αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου όσο και σε άλλα προβλήματα του νησιού.

 

Με τον συμβιβασμό των δυο Κυρίλλων και την εκλογή του ενός ως αρχιεπισκόπου το 1909, έληξε και το λεγόμενο αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Στις δυο χηρεύουσες επισκοπικές έδρες, της Πάφου και του Κιτίου (η πρώτη χήρευε από το 1899 και η δεύτερη μετά την εκλογή του Κιτίου Κυρίλλου ως αρχιεπισκόπου), εξελέγησαν δυο «εξωκλιματικοί» σε μια προσπάθεια τελικής εξάλειψης των παθών της δεκαετίας. Ο αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Αλεξανδρείας Ιάκωβος Αντζουλάτος εξελέγη μητροπολίτης Πάφου και ο αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων Μελέτιος Μεταξάκης εξελέγη μητροπολίτης Κιτίου.

 

Μετά την επίλυση του ζητήματος και την πλήρωση όλων των θρόνων, η νέα Ιερά Σύνοδος καταπιάστηκε αμέσως με ένα πολύ σημαντικό για την κυπριακή Εκκλησία έργο, τη σύνταξη Καταστατικού Χάρτη που, μεταξύ άλλων, καθόριζε σαφώς τις μεθόδους εκλογής των Κυπρίων ιεραρχών. Ο Χάρτης αυτός συμπληρώθηκε το 1914 και βάσει αυτού θεσμοποιήθηκε και το αρχαίο αποστολικό έθιμο της συμμετοχής εκλελεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων   στην τελική εκλογή αρχιεπισκόπου και επισκόπων. Το έθιμο τούτο ισχύει και σήμερα, μόνο στην Εκκλησία της Κύπρου.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image