Λευκωσία πόλη

Καταστροφές και πόλεμοι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας

Image

Στους τρεις περίπου αιώνες της Φραγκοκρατίας (1192-1489) οπότε η Λευκωσία ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου της Κύπρου, κατελήφθη δυο φορές από επιδρομείς. Την πρώτη φορά κατελήφθη από τους Γενουάτες κατά τη διάρκεια της εισβολής τους στην Κύπρο το 1373-74 και τη δεύτερη καταλήφθηκε από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της εισβολής τους στην Κύπρο το 1426. Και στις δυο περιπτώσεις δεν προεβλήθη ισχυρή αντίσταση, αν και έγιναν σφοδρές συγκρούσεις με τους Γενουάτες μέσα στην πόλη, όμως μετά την είσοδό τους σ’ αυτήν.

 

Οι Γενουάτες είχαν αρχικά καταλάβει, τον Νοέμβριο του 1373, την Αμμόχωστο, όπου είχαν αιχμαλωτίσει και τον τότε βασιλιά της Κύπρου, τον νεαρό Πέτρο Β΄ (1369-1382, γεννήθηκε το 1354) καθώς και τη μητέρα του, τη βασίλισσα Ελεονώρα. Αμέσως ύστερα, όταν έμαθαν ότι η πρωτεύουσα δεν είχε στρατιωτικές δυνάμεις ισχυρές να την προστατεύουν, οι Γενουάτες έφθασαν ως αυτήν και τη λεηλάτησαν:

 

...Θωρῶντα oἱ Γενουβίσοι ὅτι ἡ Λευκωσία ἔμεινεν εὔκαιρη ἀπό τούς ἀφέντες, ἐπέψαν ἀπό τούς λᾶς τους καί ἐκουρσέψαν την, καί τά κούρση ἐφέραν τα εἰς τήν Ἀμόχουστον... (Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 424).

 

Τότε (Νοέμβριος του 1373) οι Γενουάτες άφησαν και φρουρά στη Λευκωσία για να επιβλέπει την πόλη:

 

...Καί ἐκρατοῦσαν τήν χώραν καί τό τειχόκαστρον ἀπό τήν πόρταν τοῦ φόρου [=της Αγοράς] ὣς τόν πύργον τοῦ  Ἁγίου Ἀνδρέου, καί ἐκτίσαν ἀπάνω τούς τοίχους καί ἐκρατοῦσαν το δυνατά˙ καί τόν πύργον ὅπου εἶναι κοντά τῆς πόρτας τοῦ φόρου ἐγεμῶσαν το χῶμαν καί βιζάκες [=πέτρες], καί ἐποῖκαν το ὡς γοιόν καστέλλιν... (Μαχαιράς, ό.π.π.).

 

Συνεπώς οι Γενουάτες, πιθανότατα επειδή ήσαν ολιγάριθμοι, δεν κατέλαβαν ολόκληρη την πόλη αλλά οχυρώθηκαν στους πύργους της κι έλεγχαν το ανατολικό και το βορειοανατολικό τμήμα της. Οι δυνάμεις του βασιλείου, αφού απώλεσαν την Αμμόχωστο, οργάνωσαν την αντίστασή τους κυρίως στην Κερύνεια και στον Άγιο Ιλαρίωνα, μ’ επικεφαλής τους δυο θείους του βασιλιά Πέτρου Β΄, τον Ιάκωβο (αργότερα βασιλιά και τότε κοντοσταύλη) και τον Ιωάννη. Η Λεμεσός επίσης είχε αντισταθεί στους Γενουάτες, ενώ η ίδια η πρωτεύουσα είχε παραμείνει απροστάτευτη. Και την Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου 1373, δύναμη Γενουατών εισήλθε στη Λευκωσία συνοδεύοντας τη βασίλισσα Ελεονώρα (ο ιστορικός Λεοντιος Μαχαιράς, παρ. 432, δίνει τους ακόλουθους αριθμούς: 300 οπλισμένοι ιππότες και 400 πεζοί), στρατοπέδευσε δε μέσα στην πόλη, στις δυο όχθες του ποταμού, στο ανατολικό τμήμα (στη σημερινή περιοχή της πύλης Αμμοχώστου).

 

Την Τρίτη, 6 Δεκεμβρίου 1373, οι Γενουάτες θέλησαν να αφοπλίσουν με τη βία τους κατοίκους της Λευκωσίας, οπότε άρχισαν να σημειώνονται μέσα στην πόλη σοβαρές συγκρούσεις που ξεκίνησαν από την αρμενική συνοικία (Μαχαιράς, Χρονικόν, παρ. 433):

 

... Καί τήν τρίτην ς΄ δικεβρίου τογ΄ [=1373] Χριστοῦ  ἐθελήσαν οἱ Γενουβίσοι δυναστικῶς νά σηκώσουν τά ἄρματα τούς Λευκωσιάτες, καί ἀρχέψαν ἀπό τήν Ἀρμενίαν, καί ἀρχέψαν ταραχάς μεγάλες˙ καί oἱ Λευκωσίτες ἐπῆραν δυναστικῶς τά ἀνοικτάρια τῆς πόρτας τοῦ  Ἁγίου Ἀνδρέου καίκλείσαν τά διάβατα μέ σανιδία καί ἐστάθησαν ἓτοιμοι εἰς τόν πόλεμον, καί ἐθανατῶσαν πολλούς Γενουβίσους...

 

Οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν μέσα στην πόλη και συνεχίστηκαν και την επομένη, όταν μαθεύτηκε ότι βάδιζε προς την πρωτεύουσα, με στρατό, ο κοντοσταύλης Ιάκωβος. Ο στρατός όμως αυτός τελικά επέστρεψε στην Κερύνεια αντί να εισέλθει στη Λευκωσία, με εντολή της βασίλισσας Ελεονώρας την οποία εκβίαζαν οι Γενουάτες (ο γιος της και βασιλιάς Πέτρος Β' βρισκόταν αιχμάλωτός τους στην Αμμόχωστο). Μέσα στην πόλη, ωστόσο, οι μάχες συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες, μέχρις ότου έφθασαν από την Αμμόχωστο ισχυρές ενισχύσεις των Γενουατών που λεηλάτησαν για δεύτερη φορά την πρωτεύουσα. Οι Λευκωσιάτες, ύστερα από εντολή της βασίλισσας, σταμάτησαν τον αγώνα. Τότε η Λευκωσία λεηλατήθηκε για τρίτη φορά από τους Γενουάτες (Μαχαιράς, παρ. 440) που εκδικήθηκαν σκοτώνοντας και πολλούς κατοίκους της.

 

Ο πόλεμος συνεχίστηκε με επίκεντρο πλέον την ισχυρά οχυρωμένη Κερύνεια, προς την οποία οι Γενουάτες εξορμούσαν από τη Λευκωσία και την οποία υπερασπίστηκε με επιτυχία ο κοντοσταύλης Ιάκωβος. Ο αδελφός του, πρίγκιπας Ιωάννης, κρατούσε τον Άγιο Ιλαρίωνα απ’ όπου εξορμούσε και προκαλούσε πολλές καταστροφές στις αποστολές των Γενουατών από τη Λευκωσία στην Κερύνεια μέσω του στενού περάσματος απ’ όπου περνά και σήμερα ο δρόμος Λευκωσίας - Κιόνελι - Κερύνειας. Μετά την επιτυχή αντίσταση των Κυπρίων στην Κερύνεια, δύναμη από Κερυνειώτες προσπάθησε να καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Λευκωσία, με επικεφαλής τον κόμη του Ούρμπινο (άγνωστο το όνομά του). Κατόρθωσαν να εισέλθουν νύκτα στην πρωτεύουσα, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τους Γενουάτες που σήμαναν συναγερμό, τους περικύκλωσαν και τους εξουδετέρωσαν ύστερα από σκληρή μάχη στο βόρειο τμήμα της Λευκωσίας. Ο κόμης του Ούρμπινο, καθώς κι ο αδελφός του, συνελήφθησαν από τους Γενουάτες κι εκτελέστηκαν (Μαχαιράς, παρ. 510. Σύμφωνα προς τον Φλώριο Βουστρώνιο, ο κόμης κι ο αδελφός του έπεσαν στη μάχη, λέγει δε ότι οι Γενουάτες υπερίσχυαν αριθμητικά των Κερυνειωτών σε αναλογία δέκα προς ένα, ενώ οι Λευκωσιάτες δεν πήραν μέρος γιατί ήσαν άοπλοι. Κι ο Μαχαιράς, παρ. 442, γράφει ότι οι Λευκωσιάτες είχαν αναγκαστεί να παραδώσουν κάθε είδους όπλο που κατείχαν).

 

Ο πόλεμος με τους Γενουάτες τερματίστηκε το 1374, με πολύ βαριούς για την Κύπρο όρους, που αναγκάστηκε να δεχθεί ο βασιλιάς Πέτρος Β΄. Οι Γενουάτες κράτησαν την Αμμόχωστο και την Κερύνεια κι απεσύρθησαν από τη Λευκωσία η οποία είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές.

 

Δεύτερη καταστροφή

Η δεύτερη φορά κατά την οποία η πρωτεύουσα καταλήφθηκε, ήταν το 1426 όταν εισέβαλαν στην Κύπρο οι Μαμελούκοι από την Αίγυπτο, επί ημερών του βασιλιά Ιανού (1398-1432). Οι εισβολείς αποβιβάστηκαν τον Ιούνιο του 1426 στον όρμο της Αυδήμου (επαρχία Λεμεσού). Απέτυχαν να καταλάβουν την Επισκοπή και το Κολόσσι, κατέλαβαν όμως τη Λεμεσό και βάδισαν προς τη Λευκωσία. Από την πρωτεύουσα είχε αναχωρήσει ο βασιλιάς Ιανός με τον στρατό του, και προσπάθησε ν’ ανακόψει τους εισβολείς στη Χοιροκοιτία. Ηττήθηκε όμως εκεί (βλέπε λήμμα Χοιροκοιτίας μάχη) και συνελήφθη μάλιστα αιχμάλωτος. Οι δυνάμεις του διασκορπίστηκαν και οι Μαμελούκοι βάδισαν τότε προς τη Λευκωσία. Η βασιλική οικογένεια έφυγε για την Κερύνεια, ενώ οι οικογένειες των ευγενών κατέφυγαν στα κάστρα του Πενταδάκτυλου. Καθ’ οδόν προς την πρωτεύουσα, οι εισβολείς λεηλάτησαν και πυρπόλησαν, μεταξύ άλλων, το βασιλικό εξοχικό παλάτι στο χωριό Ποταμιά. Όταν όμως έφθασαν στη Λευκωσία, δέν ἐτορμῆσα νά μποῦν ἔσσω, θωρῶντα την τόσον μεγάλην... (Μαχαιράς, παρ. 692).

 

Φαίνεται ότι οι Μαμελούκοι δεν πίστευαν ότι η πρωτεύουσα είχε μείνει απροστάτευτη κι ότι δεν επρόκειτο να συναντήσουν αντίσταση σ’ αυτήν, αφού την είχαν εγκαταλείψει, εκτός από τους ευγενείς, και οι έμποροι και άλλοι ξένοι κάτοικοί της με όσα πολύτιμα αντικείμενά τους μπορούσαν να μεταφέρουν. Εκείνοι πάλι που παρέμειναν στη Λευκωσία, αφού δεν ήσαν σε θέση ν’ αντισταθούν, προτίμησαν να διαπραγματευθούν με τους εισβολείς που τελικά εισήλθαν στην πόλη αμαχητί.

 

Τότες, γράφει ο Μαχαιράς (παρ. 694-695) ἐκάψαν τό ρηγάτικον σπίτιν [=βασιλικό παλάτι] καί πολλά σπιτία καί ηὖραν ὀτόσες ψυχές καί ἄνδρες καί γυναῖκες καί τόσον λογάριν [=θησαυρούς], ὅτι ἐχορτάσαν καί ἐγίνην μέγαν κακόν... καί ἐβάλαν λαμπρόν εἰς τήν πανθαύμαστην αὐλήν τοῦ ρηγός... καί τήν παρασκευγήν ἐκατακουρσεῦσαν τά σπιτία, καί τούς ναούς τοῦ θεοῦ καί μοναστηρία, καί ἐπῆραν πολλύν βίον καί τούς χριστιανούς... καί ἐσκοτῶσαν καί πολλούς... καί ἐπῆγαν εἰς τό ἀνάθεμμαν...

 

Την εισβολή των Μαμελούκων ακολούθησε η εξέγερση των Κυπρίων χωρικών υπό τον ρήγα Αλέξη  που εξαπλώθηκε από το Λευκόνοικο μέχρι τη Μόρφου, τη Λεύκα, την Ορεινή, τη Λεμεσό και την Πάφο. Τη Λευκωσία όμως δεν πρόλαβαν να τη κτυπήσουν οι επαναστάτες, γιατί συγκεντρώθηκε ξανά βασιλικός στρατός που την κατέλαβε. Κι απ’ αυτήν έγιναν οι συντονισμένες εξορμήσεις κατά των επαναστατών που τελικά υπέκυψαν. Ο αρχηγός τους μάλιστα, ο ρήγας Αλέξης, μεταφέρθηκε στη Λευκωσία αιχμάλωτος, όπου κι εκτελέστηκε δημόσια με απαγχονισμό στις 12 Μαΐου του 1427.

 

Από τις δυο εισβολές, των Γενουατών και των Μαμελούκων, η Λευκωσία υπέστη φοβερές καταστροφές. Μια άλλη ανωμαλία, της οποίας δεν γνωρίζουμε τον λόγο ούτε την έκταση, αν και φαίνεται ότι ήταν σοβαρή, συνέβη τον Φεβρουάριο του 1421 μεταξύ του βασιλιά Ιανού και των Γενουατών που, κατά τον Μαχαιρά (παρ. 644) με δυσκολία κατεστάλη. Το επεισόδιο ίσως σχετιζόταν με προσπάθειες των Κυπρίων να ανακαταλάβουν την Αμμόχωστο που βρισκόταν από το 1373 υπό την κατοχή των Γενουατών.

 

Το 1419 και το 1420 η Λευκωσία, κι ολόκληρη η Κύπρος, υπέφεραν από μεγάλη επιδημία που αποδεκάτισε τον πληθυσμό. Το ίδιο συνέβη και το 1392-93, οπότε έγιναν μεγάλες λιτανείες στη Λευκωσία. Μεγάλη επιδημία έπληξε τη Λευκωσία και την γύρω περιοχή και το καλοκαίρι του 1438. Η επιδημία του 1409, πάλι, δεν γνωρίζουμε πόσο έπληξε την πρωτεύουσα που όμως θα πρέπει να υπέφερε από την επιδημία του 1363 αφού είχε πεθάνει και η κόρη του βασιλιά Ούγου Δ΄ και πολλύς λαός, όπως και από εκείνην του 1348.

 

Καταστροφές στη Λευκωσία προκάλεσε κατά καιρούς και ο Πεδιαίος ποταμός που περνούσε από το κέντρο της πόλης, όταν κατέβαινε ορμητικός ύστερα από ραγδαίες βροχές. Η μεγαλύτερη από τις πλημμύρες ήταν εκείνη του Νοεμβρίου του 1330 που προκλήθηκε ύστερα από αδιάκοπη βροχή για 28 μερόνυχτα. Στη Λευκωσία οι νεκροί ανήλθαν σε 3.000 κατά τον Loredano, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν μέχρι 11.000! Στη Λεμεσό, που πλημμύρισε από τα νερά του Γαρύλλη, οι νεκροί ήσαν γύρω στις 2.000. Ο Μαχαιράς (τη σχετική αναφορά του οποίου παραθέσαμε πιο πάνω) δεν δίνει αριθμό θυμάτων στη Λευκωσία, γράφει όμως ότι η πλημμύρα ἔπνιξεν πολλύν λαόν και ότι ἐχάλασεν πολλά σπιτία.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image