Πάφος επαρχία

Ιστορικοί χρόνοι

Image

Το βασίλειο της Πάφου, όπως τούτο οργανώθηκε μετά την άφιξη των Αχαιών αποίκων, επιβίωσε για πολλούς αιώνες, μέχρι την κατάργησή του στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα από τον Πτολεμαίο Α'. Παράλληλα, στην επαρχία Πάφου υφίστατο και άλλο αρχαίο βασίλειο, που επίσης καταργήθηκε στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, το βασίλειο του Μαρίου (στην περιοχή της σημερινής Πόλης Χρυσοχούς). Αναμφίβολα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η σημερινή επαρχία της Πάφου αποτελούσε την ενδοχώρα των δυο αυτών βασιλείων της Αρχαιότητας. Δεν γνωρίζουμε όμως τα ακριβή διοικητικά όρια του κάθε ενός από τα δυο αυτά βασίλεια.

 

Η πορεία και εξέλιξη των δυο βασιλείων περιγράφεται στα λήμματα Μάριον και Πάφος (πόλη), συνεπώς δεν επαναλαμβάνεται εδώ.

 

Έδρα του βασιλείου της Πάφου ήταν η Παλαίπαφος (στην τοποθεσία του σημερινού χωριού Κούκλια) μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα. Κατά τον 4ο αιώνα, λίγο πριν από την κατάργηση του θεσμού των βασιλείων από τον Πτολεμαίο, ο τελευταίος βασιλιάς της Πάφου Νικοκλής μετέφερε την έδρα του βασιλείου σε παραλιακή τοποθεσία περί τα 16 χιλιόμετρα βορειοδυτικά, δηλαδή στη Νέα Πάφο. Μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας Πάφου βρίσκεται η Γεροσκήπου (= Ιερός Κήπος) που ο Στράβων αναφέρει ως Ιεροκηπίαν. Υποθέτουμε ότι εδώ βρίσκονταν οι ιεροί κήποι της θεάς Αφροδίτης και, πιθανότατα, από εδώ ξεκινούσαν οι λαμπρές θρησκευτικές πομπές και οι χιλιάδες προσκυνητές που κατέληγαν, ακολουθώντας μια ιεράν οδόν, στον ναό της Αφροδίτης στα Κούκλια. Γράφει χαρακτηριστικά ο Στράβων ότι πανηγυρίζουσι διά τῆς ὁδοῦ ταύτης κατ' ἒτος ἐπί τήν Παλαίπαφον ἂνδρες ὁμοῦ γυναιξίν συνιόντες [= συγκεντρωνόμενοι] καί ἐκ τῶν ἂλλων πόλεων [της Κύπρου, και προφανώς και από το εξωτερικό].

 

Εκτός από την Αφροδίτη, και άλλες ελληνικές θεότητες ελατρεύοντο στην πόλη και στην επαρχία της Πάφου. Ο Απόλλων ιδιαίτερα, που μικρό ιερό του λαξευμένο στον βράχο απεκαλύφθη στην πόλη της Νέας Πάφου. Αλλά και στο χωριό Αμαργέτη υφίστατο ναός του Απόλλωνος κι εκεί ο θεός λατρευόταν με τα επίθετα Απάων-Μελάνθιος (βλέπε λήμματα Απόλλων και Αμαργέτη αρχαιολογικός χώρος). Επιγραφές, που ήσαν αφιερωματικές στον Απόλλωνα Υλάτην, βρέθηκαν και στην περιοχή του χωριού Δρύμου, πράγμα που σημαίνει ότι ιερό του Απόλλωνος θα πρέπει να υφίστατο κι εκεί. Επίσης, σύμφωνα προς παλαιές αναφορές και παλαιά εκκλησιαστική παράδοση, η Μονή των Ιερέων* (γνωστή και ως Αγία Μονή) κοντά στο χωριό Στατός, είχε κτιστεί επί των ερειπίων ναού αφιερωμένου στην θεά Ήρα. Αναφέρεται επίσης ότι στην πόλη της Πάφου υφίστατο ναός και θεραπευτήριο του Ασκληπιού, θεού προστάτη της ιατρικής.

 

Εκτός από τις περιοχές της Πάφου και της Παλαιπάφου, όπως και του Μαρίου (αργότερα Αρσινόη και σήμερα Πόλη), αρχαιότητες βρέθηκαν και σε αρκετές άλλες τοποθεσίες στην επαρχία Πάφου, πράγμα που φανερώνει ότι αυτές εκατοικούντο κατά την Αρχαιότητα. Εκτός από τις παραθαλάσσιες ή κοντινές στις ακτές τοποθεσίες της Γεροσκήπου, της Λέμπας, της Κισσόνεργας, της Μάας, του μικρού νησιού του Αγίου Γεωργίου, της Λάρας, αρχαιότητες βρέθηκαν και σε άλλες περιοχές: Σουσκιού, Δρύμου, Ανδρολίκου, Δρούσεια, Πάνω Αρόδες, Μελάδεια, Άρμου, Μηλιού, Νικόκλεια, Λυσός, Μακούντα κ.α. Οι αρχαιότητες που βρέθηκαν αντιπροσωπεύουν όλες τις φάσεις και περιόδους του αρχαίου κυπριακού πολιτισμού από τη Χαλκολιθική εποχή και εξής (ωστόσο ο συνοικισμός που έχει εντοπισθεί στην τοποθεσία «Άγιος Μάμας», σε περιοχή του εγκαταλειμμένου σήμερα χωριού Ανδρολίκου, χρονολογείται στη Νεολιθική εποχή).

 

Εξάλλου πολλών χωριών της επαρχίας η ονομασία θεωρείται ότι έχει αρχαία ελληνική προέλευση (όπως των χωριών Λετύμπου, Λεμώνα, Δρύμου, Μελάδεια, Γεροσκήπου, Νικόκλεια, Λυσός, Λαπηθιού, Βροΐσια κλπ.). Η προέλευση της ονομασίας των χωριών τα συνδέει με την Αρχαιότητα.

 

Κατά την Αρχαιότητα, πέρα από τις ασχολίες των «αστικοποιημένων» κατοίκων των πόλεων (Πάφου και Μαρίου), οι κάτοικοι της υπαίθρου ασχολούντο βασικά με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, το ψάρεμα. Επίσης αρκετοί από τους κατοίκους ημιορεινών και ορεινών περιοχών της επαρχίας (όπως λ.χ. της περιοχής Λίμνης, της Κινούσας ή της περιοχής των Εμνών κοντά στην Παναγιά) ασχολούνταν στα μεταλλεία και γενικά στην παραγωγή μεταλλεύματος. Αντίθετα η παραλιακή ζώνη της επαρχίας, ιδίως δε η ζώνη των περιοχών Παλαιπάφου-Νέας Πάφου, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είχε από νωρίς αποκτήσει έναν «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα. Τούτο οφείλετο αφενός στη διεξαγωγή του εμπορίου, που βέβαια γινόταν διά θαλάσσης με τις γύρω χώρες, κι αφετέρου στην άφιξη/διακίνηση πολλών προσκυνητών του περίφημου ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Εξάλλου, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, η καταστροφή της πόλης του Μαρίου από τον Πτολεμαίο Α' σήμαινε και μετακίνηση πληθυσμού από την περιοχή του κόλπου της Χρυσοχούς προς την περιοχή Πάφου-Παλαιπάφου. Η ίδρυση νέας πόλης, που είχε ονομασθεί Αρσινόη, κάπου μεταξύ της Παλαιπάφου και της Νέας Πάφου, σήμαινε και εγκατάσταση κατοίκων στην περιοχή αυτή. Η νέα όμως πόλη δεν μπόρεσε να αφαιρέσει τη λαμπρότητα ή και τη φήμη της Παλαιπάφου ή της Νέας Πάφου και δεν κατέστη ποτέ σημαντική. Εξ άλλου σύντομα και το Μάριον ανοικοδομήθηκε, μετονομάσθηκε δε και αυτό σε Αρσινόην προς τιμήν της βασίλισσας της Αιγύπτου Αρσινόης Β'. Τούτο σήμαινε ότι πολλοί από τους κατοίκους του Μαρίου είχαν επιστρέψει στην πόλη τους.

 

Στον «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα της περιοχής Παλαιπάφου-Νέας Πάφου συνέβαλε σημαντικά και το γεγονός ότι η περιοχή συνδέθηκε στενότερα με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όταν τα κυπριακά βασίλεια καταργήθηκαν από τον Πτολεμαίο Α' (312 π.Χ.) και η Κύπρος, ως ενιαίος χώρος πλέον, εντάχθηκε στο κράτος του που είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια (μια πόλη Αλεξάνδρεια*, από τις πολλές που είχαν ιδρυθεί στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναφέρεται ότι είχε ιδρυθεί και στην Κύπρο, πιθανώς στην περιοχή του κόλπου της Χρυσοχούς, στην επαρχία Πάφου). Στα χρόνια των Πτολεμαίων η Πάφος, ως εκ της αίγλης της αλλά κι επειδή βρισκόταν πλησιέστερα προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έγινε πρωτεύουσα της Κύπρου. Τούτο σήμαινε πολύ πιο πυκνές σχέσεις προς την Αίγυπτο, αλλά και σχέσεις (διοικητικής κυρίως φύσεως) προς όλη την υπόλοιπη Κύπρο. Ακόμη, στην επαρχία της Πάφου ήλθαν και στάθμευαν μισθοφορικά στρατεύματα, ενώ πολλοί τεχνίτες και εργάτες απασχολούνταν σε ολόκληρη τη διαδικασία κατασκευής πολεμικών κι εμπορικών καραβιών (διαδικασία που ξεκινούσε από την υλοτομία στα δάση της επαρχίας, στη μεταφορά της ξυλείας και στη ναυπήγηση).

 

Ο Στράβων, εξ άλλου, στη γεωγραφική περιγραφή της Κύπρου που δίνει, αναφέρει την ύπαρξη λιμανιών ή και αγκυροβολίων σε αρκετά μέρη της επαρχίας Πάφου: στην Παλαίπαφον, στην άκραν Ζεφυρίαν (= ακρωτήρι Ζεφύρου, κοντά στο χωριό Μαντριά), στην Αρσινόην (κάπου κοντά στις εκβολές του ποταμού της Έζουσας), στην Νέαν Πάφον, στην Αρσινόην (Μάριον-Πόλη Χρυσοχούς).

 

Η Νέα Πάφος παρέμεινε πρωτεύουσα της Κύπρου και κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, οπότε στον «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα της περιοχής της προσετέθησαν και οι Ρωμαίοι και άλλοι (λ.χ. γνωρίζουμε από την εκεί επίσκεψη των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, το 45 μ.Χ., ότι στην Πάφο κατοικούσαν και πολλοί Εβραίοι). Μόνο μετά τον διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε δυο τμήματα και την υπαγωγή της Κύπρου στο Ανατολικό (=Βυζαντινό) κράτος, με άμεση διοικητική εξάρτηση του νησιού από τη Μικρά Ασία αρχικά, θα χάσει η Πάφος τον τίτλο της «μητροπόλεως» που θα τον κερδίσει η Σαλαμίς/Κωνσταντία. Τότε θ' απολεσθεί και η αίγλη και η δύναμη του ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, θα διαλυθεί και το «Κοινόν Κυπρίων» (παγκύπρια οργάνωση, κυρίως θρησκευτική, με επίκεντρο την Παλαίπαφο) και θα νικηθεί οριστικά η Παφία θεά από τον Χριστιανισμό.

 

Η λατρεία, εκτός της Αφροδίτης, κυρίως του Απόλλωνος στην επαρχία Πάφου, φαίνεται ότι συνδέεται προς τον χαρακτήρα της ίδιας της επαρχίας. Ο Απόλλων, ως θεός των δασών (=Υλάτας) και γενικότερα της βλαστήσεως, αλλά ακόμη κι ως θεός των ποιμένων, «ταίριαζε» στην επαρχία που ήταν κυρίως χαρακτήρα γεωργοκτηνοτροφικού. Πράγματι, το «κοσμοπολίτικο» κλίμα των νοτιοδυτικών ακτών της επαρχίας δεν είχε σχέση με τα ενδότερά της που πάντοτε ήσαν και παρέμειναν χώρος όπου βασική ασχολία ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η επαρχία της Πάφου είναι εκείνη όπου μέχρι πρόσφατα μπορούσε κανένας να συναντήσει ακόμη την χρησιμοποίηση του παραδοσιακού αλετριού (=αρότρου) που το έσερναν ζώα, του γεωργικού αυτού εργαλείου που παρέμεινε το ίδιο μέσα στους αιώνες και που θυμίζει το πανάρχαιο «ησιόδειον άροτρον».

 

Ο Χριστιανισμός κηρύχθηκε στην επαρχία και την πόλη της Πάφου με την περιοδεία των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα την άνοιξη του 45 μ.Χ., που συνοδεύονταν και από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Το πέρασμά τους από την επαρχία γέννησε πολλές παραδόσεις, αρκετές από τις οποίες εξακολουθούν να επιζούν και σήμερα. Όπως λ.χ. οι λεγόμενες «αποστολιτζ'ές* ελιές» σε περιοχή του χωριού Βρέτσια, που θεωρούνται ως δέντρα που φύτρωσαν από τα κουκούτσια ελιών τα οποία πέταξαν οι απόστολοι όταν γευμάτισαν στο μέρος εκείνο.

 

Μεταξύ των πολλών επισκοπικών εδρών που είχαν ιδρυθεί στην Κύπρο από τις αρχές των Μεταχριστιανικών χρόνων, δυο έδρες υφίσταντο στην επαρχία της Πάφου: η έδρα της Πάφου και η έδρα της Αρσινόης (πρώην Μάριον). Οι έδρες αυτές επέζησαν κι έδρασαν μέχρι τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα εκείνη της Αρσινόης καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε με εκείνη της Πάφου που κι αυτή εκδιώχθηκε τελικά από την πόλη και μετεφέρθη, πιθανότατα, στο χωριό Επισκοπή (του Μωρού Νερού) που οφείλει την ονομασία του στο γεγονός αυτό. Με την αναδιοργάνωση της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας (στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας) επανασυστάθηκε η επισκοπική έδρα της Πάφου που υφίσταται έως σήμερα με έδρα την πόλη της Πάφου.

 

Η Χριστιανική θρησκεία είχε από την αρχή βαθιά απήχηση στην πόλη και την επαρχία της Πάφου. Υπενθυμίζουμε ότι η πρώτη μεγάλη επιτυχία στο αποστολικό έργο (επί διεθνούς, μπορούμε να πούμε, επιπέδου) συνέβη στην Πάφο όπου ο τότε Ρωμαίος ανθύπατος (κυβερνήτης της Κύπρου) ήταν μεταξύ εκείνων που απεδέχθησαν τη νέα θρησκεία. Έτσι η Κύπρος κατέστη η πρώτη χώρα σ' ολόκληρο τον κόσμο που κυβερνήθηκε (έστω και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όσο η θητεία του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου) από Χριστιανό!