Ιατρός και συγγραφέας. Η Λίνα Σολομωνίδου κόρη της Αντιγόνης και του οφθαλμιάτρου Χριστόφορου Τορναρίτου γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 5 Μάιου 1924 και πέθανε το 2008. Φοίτησε στο Αθηναϊδειο Γυμνάσιο και απεφοίτησε από το Λανίτειο Γυμνάσιο. Το 1945 ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1951 πήρε το δίπλωμα της ιατρού. Το 1946 παντρεύτηκε με τον επίσης γιατρό Σόλωνα Σολωμονίδη και το 1951 πηγαίνουν μαζί στο Λονδίνο για μεταπτυχιακές σπουδές.
Εξασκήθηκε στον κλάδο της Αναισθησιολογίας και Παιδιατρικής στα Νοσοκομεία: Χάμμερσμιθ Χόσπιταλ, Γουέστ Λάντον Χόσπιταλ και Γουέστ Μίντλσεξ Χόσπιταλ. Το 1953 επέστρεψε στην Κύπρο και με τον άντρα της ανοίγουν την ιδιωτική τους χειρουργική κλινική «Απόστολος Ανδρέας». Ταυτόχρονα από το 1953 μέχρι τέλη του 1955 μιά φορά την εβδομάδα πήγαινε στον Αμίαντο ως αναισθησιολόγος του Νοσοκομείου Αμιάντου. Το επάγγελμα της αναισθησιολόγου το εξάσκησε μέχρι το 1985.
Λογοτεχνία
Η Λίνα Σολομωνίδου εξέδωσε τις δυο πρώτες νουβέλες της (το 1959 και το 1960 αντίστοιχα) με το ψευδώνυμο Αλίκη Λεμέζη. Ακολούθησαν άλλα τέσσερα βιβλία της, η νουβέλα «Ενθάδε κείται» (1964), το μυθιστόρημα «Το Ταξίδι» (1969), το μυθιστορηματικό χρονικό «Βιώματα Κύπρος 1974» (1976), το οποίο σχολιάστηκε θετικά τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα και το βιβλίο «Αυτοβιογραφικά και άλλα ανέκδοτα κείμενα» (2011).
Πρόκειται για μια συγγραφέα που έκανε αισθητή την παρουσία της κατά τη δεκαετία του 1960, δίνοντας νέους προσανατολισμούς στην κυπριακή πεζογραφία: εισάγει μια νέα πεζογραφική γραφή που διερευνά την ψυχική συμπεριφορά του ανθρώπου σε συνθήκες ύψιστης δοκιμασίας και με την πρωτοποριακή για την κυπριακή λογοτεχνία γραφή της αποδίδει, μέσα από τις ανησυχίες και τα όνειρά των ηρώων της, το κλίμα της κοινωνίας.
Δημοσίευσε άρθρα, διηγήματα κι άλλα πεζά της σε διάφορα έντυπα, ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση Γάλλων συγγραφέων. Μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία:
Μια κριτική
Όπως έγραψε η κριτικός Νένα Φιλούση σε παρουσιάση του έργου της Λίνας Σολομωνίδου το 2022 που οργάνωσε ο πολιτιστικός οργανισμός Βιβλιοτρόπιο με τίτλο «Λίνα Σολομωνίδου: Το μακρύ ταξίδι στον χρόνο», η συγγραφέας "ανήκει σχηματικά στη αποκαλούμενη από την κριτική «γενιά του ’60» ή καλύτερα στην ομάδα των λογοτεχνών που εμφανίστηκαν συγγραφικά σ’ αυτή τη δεκαετία. Η συγγραφέας χρησιμοποίησε νεοτερικούς αφηγηματικούς τρόπους και επικεντρώθηκε στην ψυχική ενδοχώρα ερευνώντας κυρίως ζητήματα ελευθερίας, ηθικής και κοινωνικής ανισότητας. Η γραφή της είναι απαλλαγμένη από επιφανειακή ηθογραφία ή διδακτικό ύφος, κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη συνειρμική ροή της συνείδησης. Ο αφηγητής της είναι απρόσωπος, ένας ενδοσκοπητής που διατηρεί σταθερά την αλληλουχία σκηνών και ιστορίας.
Υπήρξε χαρισματική συγγραφέας. Κουβαλούσε τον αστείρευτο καημό του εμπύρετου πνεύματος που πλάθει και γράφει διαρκώς, από εσωτερική ανάγκη. Το έργο της είναι αποκλειστικά προσανατολισμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, ως πρότυπο του καλού και του κάλλους. Εξάλλου, θεωρούσε την αλήθεια «απλή σαν πέτρα της νεολιθικής εποχής» όπως είπε σε μια συνέντευξή της, δηλαδή ακατέργαστη, κομμάτι της φύσης, κτήμα της πλάσης. Το γράψιμο στάθηκε για τη Λίνα Σολομωνίδου πορεία ελευθερίας".
Ένα κειμενο της
Στο μυθιστόρημα Ενθάδε κείται (1964) η συγγραφέας, Λίνα Σολομωνίδου (1924-2008), αντλεί έμπνευση από την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου, με επίκεντρο τον απελευθερωτικό Αγώνα κατά της Αγγλοκρατίας (1955-59). Ο λόγος της, λιτός και άμεσος, ενδιαφέρεται κυρίως να αναδείξει την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου σε οριακές συνθήκες δοκιμασίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρακολουθούμε τις τελευταίες ώρες και το ψυχικό σθένος του κεντρικού πρωταγωνιστή, του Δημήτρη Γεωργάρα, η μορφή, η στάση και η θυσία του οποίου παραπέμπουν σαφώς στον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ενθάδε κείται
"Η φλόγα του κεριού που τρεμοσβήνει. Τέσσερις άνθρωποι κουλουριασμένοι μέσα στο κρησφύγετο, μια τρύπα μέσα στη γη, μόλις που χωράνε. Δέκα μέρες αποκλεισμένοι σε τούτο τον τάφο. Επιχειρήσεις. Όλο το βουνό γύρω γιόμισε στρατιώτες, ακούνε τις κουβέντες τους, τις πατημασιές τους. Ούτε να βήξουν, έλειψαν τα τρόφιμα, την τελευταία κονσέρβα την άνοιξαν χτες το βράδι. Αποκλεισμένοι οι καλόγεροι της μονής δεν μπορούν ν’ ανέβουν ίσαμε δω απάνου να φέρουν προμήθειες. Μονάχα με την προδοσία αν καταφέρουν να τους ανακαλύψουν. Δέκα μέρες τους τριγυρίζουν και δεν λένε να φύγουν. Γιατί; Κάποιος θα μίλησε. Μήπως οι βοσκοί που φέρνουν τα γίδια τους στη βουνοπλαγιά; Πληρώνουν ακριβά οι Εγγλέζοι την προδοσία.
Τέσσερα χρόνια με την ψυχή στο στόμα, αγρίμια που τους στήνουνε παγίδες. Τρίζουν τα κλαδιά μπροστά στην είσοδο του κρησφύγετου, φυσάει το κερί ο Δημήτρης, σκοτάδι. Ακούνε την καρδιά τους που χτυπά, σφίγγουν τα όπλα τους, το χέρι είναι έτοιμο στη σκανδάλη. Κουβέντες, βήματα βιαστικά. Σφαίρες, τους χτυπάνε!
— Τραβάτε! Η φωνή του Δημήτρη, οι σφαίρες που σφυρίζουν, γαζώνει το αυτόματο. Φασαρία, σαματάς απ’ όξω, χτυπήθηκε ο Εγγλέζος!
Το χωνί, να παραδοθούν! Είναι χαμένοι! Αν θέλουν να γλυτώσουν τη ζωή τους, να παραδοθούν! Ησυχία, περιμένουν, καμιά απάντηση. Ο Δημήτρης τούς προστάζει να τραβήξουν σ’ όποιον κάνει να πλησιάσει. Τραντάζεται η σπηλιά, τους ρίχνουν χειροβομβίδες. Ξανά το χωνί. Σε λίγο θα τους λείψουν οι σφαίρες, για τρεις ώρες κρατά η μάχη. Όχι, δεν αντέχουν.
— Εσείς να παραδοθείτε. Εγώ θα μείνω. Τον κοιτάζουν. Όχι, θα μείνουν όλοι τους ίσαμε το τέλος. — Δεν έχουμε άλλα πυρομαχικά, θα μείνω εγώ με τις σφαίρες που απομένουν. Εξάλλου είναι διαταγή. Εγώ είμαι ο τομεάρχης κι αυτή είναι η προσταγή μου.
Τα χέρια τους ψηλά, ένας-ένας βγαίνουν από τη σπηλιά. Κοντοστέκεται ο Γρηγόρης.
— Δημήτρη, άσε με να μείνω!
— Όχι! Κι εσύ πρέπει να παραδοθείς. Σκύβει, αρπάζει το χέρι του, το σφίγγει. Τον σπρώχνουν οι στρατιώτες, ψάχνουν, ναι, είναι άοπλος. Πού είναι ο Δημήτρης Γεωργάρας; Το χωνί.
Κάνει ένας Εγγλέζος να πλησιάσει το κρησφύγετο, σφυρίζει η σφαίρα, πέφτει ο Εγγλέζος, τρέχουν οι άλλοι να τον σηκώσουν. Κάτι ετοιμάζουν, τον σκουντά ένας στρατιώτης μπροστά στον λοχαγό τους. Εξηγεί ο διερμηνέας.
— Θα πας πίσω στο κρησφύγετο, θα πεις του Γεωργάρα για τελευταία φορά να παραδοθεί, αλλιώτικα θα τον κάψουμε ζωντανό.
— Μα δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό! Δεν επιτρέπεται. Είναι ατιμία!
— Πήγαινε! Θεέ μου, είναι ικανοί να το κάμουν!
— Δημήτρη, μην τραβάς! Εγώ είμαι, ο Γρηγόρης. Πίσσα το σκοτάδι, κλείνει τα μάτια του να συνηθίσει.
— Δημήτρη, θα σε κάψουν, πρέπει να παραδοθείς !
— Ποτέ! Ακούς; Εγώ δεν παραδίνομαι, να με κάψουν. Τι έχει και σέρνεται;
— Μα είσαι πληγωμένος !
— Ναι, εδώ στον μηρό.
— Ούτε γω δεν φεύγω. Μαζί σου ίσαμε το τέλος. Ξελαρυγγιάζεται το χωνί, περιμένουν. Θα παραδοθεί ή όχι; Όχι, δεν θα παραδοθεί ούτε αυτός, ούτε ο Γρηγόρης. Σωπαίνει το χωνί, ησυχία. Ύστερα βήματα βιαστικά, σα να σέρνουν κορμούς, κλαδιά. Κουβέντες πνιχτές, μυρουδιά από βενζίνη. Προσταγές, γαζώνει το στεν.
— Πάρε. Πέντε σφαίρες ο καθένας μας, δεν έχουμε άλλες. Πρόσεξε, καλύψου πίσω από μένα! Τους πνίγει ο καπνός, καίνε τα μάτια τους, βήχουν, τους έχουνε ζώσει οι φλόγες, καίγονται! Είναι στην κόλαση!
— Γρηγόρη, η τελευταία σφαίρα. Τούτη είναι για μένα. Παραδώσου εσύ. Σέρνεται με τα γόνατα, με τους αγκώνες. Να γλυτώσει από την κόλαση! Ανοίγουν τα πλεμόνια του, αέρα! Βήχει, βήχει, τρέχουν τα μάτια του. Δόξα τω Θεώ, αέρα! Τον τραβάνε, το πρόσωπό του, τα χέρια του είναι τσουρουφλισμένα. Για τον Θεό, λίγο νερό! Του δίνει ο Εγγλέζος το παγούρι του, ρουφά με απληστία, γιομίζει τις χούφτες του, βουτάει το πρόσωπό του. Όπου αγγίξει είναι φωτιά. Σταμάτησαν οι σφαίρες, δεν ακούγεται ο ξερός κρότος του στεν που γαζώνει, οι φλόγες έχουνε σβήσει, μερικά κούτσουρα καπνίζουν. Τρεις στρατιώτες σέρνουν ένα μπόγο τυλιγμένο μέσα σε μια κουβέρτα στρατιωτική, τον αφήνουν μπροστά στο λοχαγό. Κάνει μερικά βήματα, κοντοστέκεται. Μυρουδιά από καμένες σάρκες. Όχι, δεν είναι δυνατόν! Ανοίγουν την κουβέρτα. Τούτο το κούτσουρο το καμένο δεν μπορεί νά ’ναι ο Δημήτρης! Τα μάτια του σταματούν στις αρβύλες. Οι αρβύλες του Δημήτρη. Ένας κόμπος τού φράζει τον λαιμό του, σκοτεινιάζει ο ήλιος. Ταλαντεύεται, θα πέσει, ακουμπά σ’ ένα πεύκο, δεν τον σηκώνουν τα πόδια του, γονατίζει. Οι χούφτες του αγγίζουν τις ξερές βελόνες, κλείνει τα μάτια του, η μυρουδιά του πεύκου, η μυρουδιά της γης. […]
Λίνα Σολομωνίδου, Ενθάδε κείται, Αθήνα 1964
Βιβλιογραφία